Απαγωγή Χαΐτογλου: Πρόκειται για μία αληθινή ιστορία. Πέρασαν είκοσι έξι χρόνια από τότε που γνωστοί Έλληνες κακοποιοί απήγαγαν τον «Βασιλιά του χαλβά». Αυτοί αντί να τον κλειδώσουν σε ένα σπίτι, τον περιέφεραν από εδώ και από εκεί. Συγκεκριμένα, με ένα κλεμμένο αυτοκίνητο, τον έκαναν βόλτες σε όλη την Ελλάδα. Αναλυτικότερα:
Την Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 1995 στις 8 το πρωί, ο δισεκατομμυριούχος ιδιοκτήτης εργοστασίου χαλβά, Αλέξανδρος Χαΐτογλου, βγήκε από την εντυπωσιακή του βίλα στο Πανόραμα και ξεκίνησε τη σύντομη διαδρομή προς το εργοστάσιό του. Ακολουθούσε κάθε μέρα τους ίδιους δρόμους, δεν φοβόταν, δεν πίστευε ότι ήταν στόχος. Δεν είχε καν ασφάλεια μαζί του. Μάλιστα, καθημερινά, προκειμένου να συντομεύει το δρομολόγιό του, έκοβε δρόμο μέσα από έναν χωμάτινο δρόμο, σίγουρα ακατάλληλο για το πολυτελές αυτοκίνητό του. Σε αυτόν τον δρόμο, λοιπόν, θα ερχόταν για πρώτη φορά πρόσωπο με πρόσωπο με τους αδερφούς Παλαιοκώστα.
Αμέσως μετά τη μεγάλη ληστεία της Εθνικής Τράπεζας στην Καλαμπάκα, οι αδερφοί Παλαιοκώστα, επικηρυγμένοι με ασύλληπτο ποσό για την εποχή, έφυγαν για το εξωτερικό. Εκεί κατάλαβαν όμως ότι αν ως παράνομοι ήθελαν να διατηρούν ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο, θα έπρεπε να τολμήσουν μία ακόμη μεγάλη μπάζα. Και αυτή τη φορά είχαν αποφασίσει να αφήσουν τις ληστείες τραπεζών στην επόμενη γενιά. Στόχος τους ήταν πλέον η απαγωγή κάποιου που να είχε την οικονομική επιφάνεια να τους κάνει πλούσιους μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα. Και αυτό το θύμα το βρήκαν στο πρόσωπο του «βασιλιά του Χαλβά», Αλέκου Χαΐτογλου.
Εκείνο το πρωί του Δεκέμβρη, ένα προπορευόμενο όχημα θα σταματήσει απότομα μπροστά του. Πριν προλάβει να καταλάβει οτιδήποτε, ο Βασίλης Παλαιοκώστας θα εισβάλει μέσα απ’ την πόρτα του συνοδηγού και θα τον ακινητοποιήσει. «Κάνε ό, τι σου λέω γιατί θα σε εκτελέσω επιτόπου», του είπε σύμφωνα με το βιβλίο του Μια Φυσιολογική Ζωή. Για να συνεχίσει: «Πανικοβλήθηκε… Προσπάθησε να βγάλει τη ζώνη. Τον χτύπησα με την αριστερή παλάμη στο στήθος. Γραπώνοντας ταυτόχρονα τα πέτα του μπουφάν και του πουκαμίσου του, τα πίεσα με δύναμη στον λαιμό του… «Μην τολμήσεις, χλεχλέ! Θα σε σκίσω!».
Ο Χαΐτογλου δεν θα φέρει άλλη αντίσταση, θα ακολουθήσει υπάκουα το προπορευόμενο όχημα. Λίγα μέτρα πιο κάτω θα σταματήσουν και τα δύο αυτοκίνητα, δίπλα δίπλα, και ο επιχειρηματίας θα αναγκαστεί να μπει στο αυτοκίνητο των απαγωγέων. Μία τελευταία απόπειρα να τους δελεάσει με δύο εκατομμύρια δραχμές που είχε μέσα σε χαρτοφύλακα στο πορτ μπαγκαζ του τζιπ του, δεν θα πιάσει. «Πάρτον να κοιμάστε αγκαλιά…» θα του πουν ειρωνικά και κάπως περήφανα.
«Μπήκε στο πορτ μπαγκάζ του Ραβ (το οποίο το είχαμε διαμορφώσει να είναι πολύ άνετο), του φορέσαμε κουκούλα, χειροπέδες με τα χέρια μπροστά και ξεκινήσαμε… Για την ώρα, για δυο πράγματα είμαστε βέβαιοι. Δεν κατάλαβε κανένας τι είχε συμβεί και το αυτοκίνητο του θα αργούσαν πολύ να το βρουν. Αυτό μας εξασφάλιζε πολύτιμο χρόνο για να απομακρυνθούμε…»
Το πρώτο τηλεφώνημα στην οικογένεια του επιχειρηματία θα γίνει μόλις φτάσουν έξω απ’ την Κατερίνη και όχι σε κάποιο απόμερο σπίτι. Τα αδέρφια έχουν αποφασίσει την απαγωγή να την κάνουν εν κινήσει, να μην παγιδευτούν σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Σπίτι θα είναι το αυτοκίνητό τους. Ο Αλέκος Χαΐτογλου θα μιλήσει με τον αδελφό του, τον Κώστα. Θα του πει να μην ανακατέψει την αστυνομία και να υπακούσει πιστά στις εντολές των απαγωγέων. Προς το παρόν, του ζητούσαν 3 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα (περίπου 522.000.000 δραχμές). Ο Κώστας Χαΐτογλου θα προσπαθήσει να καλοπιάσει τους απαγωγείς, νομίζει ότι μιλάει σε κοινούς εγκληματίες. Θα τους πει ότι ως πρόεδρος του Ηρακλή γνωρίζει πολλούς ανθρώπους της νύχτας, με τον Νίκο να του απαντάει:
«Εμείς, φαντασμένε, δεν είμαστε της νύχτας, είμαστε της ημέρας. Δεν έχεις να κάνεις ούτε με μπράβους ούτε με φιλάθλους. Έχεις να κάνεις με επαγγελματίες. Ανάλογα να φέρεσαι». Κατά τη διαδρομή ο Χαΐτογλου θα βγάλει την κουκούλα, ένιωθε την αναπνοή του να δυσκολεύει συνεχώς. Είχε τρομερό άγχος, ένιωθε πόνο στο στήθος και για να ηρεμήσει οι αδελφοί Παλαιοκώστα του υποσχέθηκαν πώς όποια κατάληξη και να είχε αυτή η περιπέτεια, εκείνος θα έμενε ζωντανός. «Βρε παιδιά, γιατί το κάνετε αυτό; Εσείς φαίνεστε μορφωμένοι άνθρωποι» θα τους πει, σχεδόν ευγνωμονώντας τους. Τον βάζουν να καθίσει στο πίσω κάθισμα, χωρίς κουκούλα, μόνο με τα χέρια του δεμένα. Οι πόρτες δεν άνοιγαν από μέσα και τα τζάμια ήταν φιμέ. Θεωρούν ότι αυτά αρκούν για να τους προστατέψουν. Και έχουν δίκιο.
Θα συνεχίσουν νότια. Σύμφωνα με το βιβλίο του Παλαιοκώστα, στη διαδρομή θα αρχίσουν να γίνονται «μια ωραία παρέα». Με συζητήσεις, αστεία και τον «Αλέκο» να τους καθησυχάζει ότι τα λεφτά «υπάρχουν». «Θα τα πάρουμε γιατί ο πατέρας του δεν θα ρίσκαρε τον γιο του, για το χατίρι των μπάτσων! Μας συμβούλευε μάλιστα να προσέχουμε στους δρόμους μην τυχόν έχουμε κάποιο έλεγχο απ’ την αστυνομία! «Δεμένος με τις χειροπέδες εδώ πίσω (εννοεί τα πίσω καθίσματα του οχήματος) θα δεχτώ όλες τις σφαίρες, δεν θα μπορώ ν’ αντιδράσω. Αν συμβεί κάτι να με λύσετε και να μου δώσετε ένα καλάσνικοφ!». Ελπίζαμε να αστειευόταν. Αλλά ποτέ δεν ξέρεις…».
Το πρώτο βράδυ θα το περάσουν σε ένα χιονισμένο οροπέδιο ενός βουνού, χωρίς να αποκαλύψουν ποτέ σε ποιο. Ύπνος με βάρδιες όπως και το επόμενο βράδυ, σε ένα άλλο, εντελώς διαφορετικό μέρος. Οι συνεχείς μετακινήσεις είναι βασικό κομμάτι του πλάνου τους. Ούτε αυτό θα αποκαλύψουν ποτέ ποιο ήταν. Το σίγουρο είναι ότι ο ύπνος τους ήταν ελαφρύς. Οι διαπραγματεύσεις με τον αδερφό του ομήρου πήγαιναν καλά, κανείς δεν είχε ιδέα που ήταν και οι σχέσεις τους με τον «βασιλιά του χαλβά» είχαν γίνει σχεδόν φιλικές.
Χαρακτηριστικό είναι ένα περιστατικό που περιγράφει ο Βασίλης Παλαιοκώστας, το οποίο έλαβε χώρα την τρίτη μέρα της απαγωγής. Ψηλά σε ένα βουνό, όπου σταμάτησαν για να φάνε με θέα θα συναντήσουν ένα ξωκλήσι. Και ο Νίκος, “αρματωμένος”, παρέα με τον Χαΐτογλου θα μπει στο εσωτερικό του. Βγαίνοντας θα ανακοινώσουν γεμάτοι χαρά ότι άναψαν από ένα κεράκι «δίπλα δίπλα».
Η τέταρτη ημέρα της απαγωγής ήταν και η πιο κρίσιμη -και η τελευταία. Ήταν η μέρα της παράδοσης του ρευστού και της απελευθέρωσης του ομήρου. Ο Νίκος, ο οποίος από την αρχή είχε αναλάβει χρέη διαπραγματευτή, θα μιλήσει με τον αδερφό του ομήρου και θα δεχτεί να μειώσει τις οικονομικές απαιτήσεις του. Τα λύτρα πέφτουν στα 270 εκατομμύρια δραχμές. Ο Αλέκος Χαΐτογλου θα μιλήσει στον αδερφό του και θα του πει πώς «αν έχει στο μυαλό του να ‘ρθει με μπάτσους, καλύτερα να μην έρθει καθόλου, γιατί θα κινδύνευε και ο ίδιος. Αυτά τα είπε δίχως τη δική μας προτροπή. Ο Κώστας ρώτησε αν είναι σίγουρος ότι θα τον αφήσουμε να φύγει όταν παραδώσουμε τα λεφτά. Του απάντησα πώς σίγουρα ναι…».
Το ραντεβού για την παράδοση των χρημάτων είχε δοθεί λίγο έξω απ’ τη Λαμία. Ο αδερφός του ομήρου έφτασε στα περίχωρα της πόλης γύρω στις 9 το βράδυ, ο ουρανός είχε ήδη νυχτώσει από τις 6. Οι οδηγίες ήταν σαφείς: «Θα στρίψεις δεξιά στον δρόμο προς Άμφισσα. Μόλις περάσεις το πρώτο βενζινάδικο, θα μπεις στον πρώτο χωματόδρομο δεξιά. Στα πενήντα μέτρα θα βρεις ένα γεφυράκι. Αφήνεις τα λεφτά και με όπισθεν επιστρέφεις στην άσφαλτο κι από εκεί στο σπίτι σου». «Ήρθε, τα άφησε, έφυγε», θα γράψει ο Παλαιοκώστας. Μέσα στην τσάντα υπήρχαν 150 εκατομμύρια σε φρεσκοκομμένα δεκαχίλιαρα και κάτι λιγότερο από ένα εκατομμύριο γερμανικών μάρκων. «Πήγαμε, τα πήραμε, φύγαμε», θα συνεχίσει.
Οι αδερφοί Παλαιοκώστα θα κρατήσουν τον λόγο τους. Μέσα από δρόμους που γνωρίζουν ελάχιστοι θα φτάσουν στην Καρδίτσα και θα απελευθερώσουν τον Χαΐτογλου στα ΚΤΕΛ της πόλης. Ο επιχειρηματίας, γονατισμένος μάλλον από το Σύνδρομο της Στοκχόλμης όπως θα σχολιάσει ο Τύπος αργότερα, θα τους πει το εκπληκτικό: «Παιδιά, αν δεν κόστιζε τόσο πολύ θα ήθελα άλλη μία περιπέτεια»… «Μη σ’ απασχολεί. Κάνουμε σκόντο…», θα του απαντήσουν και θα γίνουν καπνός.
Σε συνέντευξή του μετά το τέλος της περιπέτειάς του ο Αλέξανδρος Χαΐτογλου θα δηλώσει σε δημοσιογράφο της εφημερίδας «Θεσσαλονίκη»:
«Έζησα σχεδόν τέσσερις ημέρες μέσα σε ένα αμάξι μια και οι απαγωγείς μου απέφυγαν με έντεχνο τρόπο να μου δώσουν το δικαίωμα να εντοπίσω κάποιο σημείο που θα μπορούσε να αποβεί γι’ αυτούς μοιραίο εφόσον το αναγνώριζα. Ήμουν δηλαδή πάνω σε μια διαρκή κίνηση αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι σε κάποιο σημείο είχα και ορατότητα (…) Μπορώ να πω ότι μου φέρθηκαν ανθρώπινα πάνω απ’ όλα και είχα την ευκαιρία να συζητήσω μαζί τους ώρες ατελείωτες και να καταλάβω ότι πρόκειται για ανθρώπους ενήμερους για όλη την κατάσταση που επικρατεί εδώ στην Ελλάδα και μάλιστα θα έλεγα ότι είχαν και κάποιο επίπεδο σαν άνθρωποι γενικά (…) Δεν ήταν κλέφτες, ήταν απαγωγείς και τους ενδιέφεραν αποκλειστικά μόνο τα λύτρα. Κατά τα άλλα ένα έχω να πω ότι μου φέρθηκαν πολύ καλά και αυτή τη στιγμή είμαι απόλυτα υγιής».
Και θα συνεχίσει:
«Αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε όλοι και να αντιμετωπίζουμε πλέον σαν υπαρκτό είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι και στην αντίθετη πλευρά. Κάτι πρέπει να σκεφτούμε όλοι μαζί μια και υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι. Και εξηγώ το γιατί. Η πολιτεία πρέπει να αντιμετωπίσει αυτές τις περιπτώσεις άμεσα αλλά όχι βίαια. Είναι ένα κοινωνικό θέμα. Χρειάζεται σύνεση για να το αντιμετωπίσουμε και όχι εκδικητικότητα.
Πρέπει να ψάξουμε γιατί δημιουργείται αυτό το φαινόμενο και τι τους εμποδίζει να ενταχθούν στην κοινωνία».
Στο στόχαστρο πάντως της αστυνομίας θα μπει ένας ακόμη κακοποιός, ο Παύλος Κερεμίδης. Σύμφωνα με τους αστυνομικούς, στο κινητό τηλέφωνο του επιχειρηματία που χρησιμοποιούσαν οι απαγωγείς βρέθηκαν δαχτυλικά αποτυπώματα του Κερεμίδη. Σύμφωνα όμως, με το βιβλίο του Παλαιοκώστα, αυτό το μπέρδεμα έγινε γιατί εντόπισαν δαχτυλικά αποτυπώματα σε ένα κλεμμένο αυτοκίνητο, με το οποίο κάποια στιγμή είχαν μοιραστεί μία διαδρομή. Ο Παλαιοκώστας θα συνεχίζει να υποστηρίζει ότι στην απαγωγή δεν μπλέχτηκε κανένας άλλος.