Το σπίτι με τις Καρυάτιδες: Βρίσκεται στην οδό Αγίων Ασωμάτων 45, στου Ψυρρή. Πρόκειται για ένα αναπαλαιωμένο νεοκλασικό σπίτι, το οποίο έχει κάτι που είναι περίεργο. Στο μπαλκόνι από τον πρώτο όροφο βρίσκονται δύο μεγάλες Καρυάτιδες. Τα χέρια τους είναι σχεδόν σταυρωμένα. Ο Γάλλος φωτογράφος, Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν, τις αποτύπωσε σε ασπρόμαυρο φιλμ το 1953. Αντίθετα, ο μεγάλος ζωγράφος, Γιάννης Τσαρούχης, δημιούργησε δύο πίνακες με κεντρικό θέμα το συγκεκριμένο οίκημα. Εντάχθηκε παράλληλα σε μυθιστορήματα συγγραφέων. Έγινε φόντο σε θεατρικά σκηνικά. Επίσης, έγινε καμβάς για αντικείμενο δεκάδων αναλύσεων για το λόγο που τοποθετήθηκαν εκεί.
Ο αστικός μύθος της πρωτεύουσας μάλιστα θέλει τον πρώτο ιδιοκτήτη του ακινήτου να οδύρεται για το θάνατο των δυο του κορών. Προκειμένου να απαλύνει τον καημό του να ζητάει να στηθούν στον εξώστη της πρόσοψης τα λυγερόκορμα αγάλματα. Τι συμβαίνει λοιπόν με το σπίτι της οδού Αγίων Ασωμάτων;
Το καλαίσθητο οίκημα χτίστηκε τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο, δεν έχουμε ακριβή ημερομηνία. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα αθηναϊκού νεοκλασικισμού και λαϊκής αρχιτεκτονικής της πρωτεύουσας. Οι Καρυάτιδες φιλοτεχνήθηκαν από τον Αιγινίτη γλύπτη Ιωάννη Καρακατσάνη (1857 – 1906). Αυτός έχει διακριθεί για τα έργα του που αποτυπώνουν μορφές μορφών της Επανάστασης του 1821. Αυτός είναι που έχει δημιουργήσει μεταξύ άλλων τον ανδριάντα του Αθανάσιου Διάκου στην πόλη της Λαμίας και του Ιωάννη Καποδίστρια στο ύψος του ιερού ναού της Παναγίτσας, στην Αίγινα.
Πάμε τώρα να λύσουμε το μυστήριο. Τα μοντέλα που χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να φιλοτεχνηθούν οι δύο Καρυάτιδες, δεν είναι άλλα από τη γυναίκα του γλύπτη Ξανθή και την αδελφή της Ευδοκία. Ιδιοκτήτης δε του σπιτιού ήταν ο ίδιος ο Καρακατσάνης. Αυτός διέμενε εκεί μαζί με την οικογένειά του. Όταν πέθανε, η οικογένειά του αποφάσισε να πουλήσει το σπίτι. Ενώ λοιπόν είναι τόσο απλά τα πράγματα, πως δημιουργήθηκε ο αστικός μύθος για το χαμό των δύο κοριτσιών που ο πατέρας τους δεν μπορούσε να αντέξει με αποτέλεσμα να απευθυνθεί σε κάποιον καλλιτέχνη προκειμένου να δημιουργήσει τα αγάλματά τους. Υπεύθυνος για τη συγκεκριμένη ιστορία είναι ένας κουρέας.
Στο ισόγειο του ακινήτου είχε το κουρείο του ένας μπαρμπέρης ονόματι Παναγιώτης Κρητικάκος. Προκειμένου να προσελκύει κόσμο, έπλασε στο μυαλό του το παραμύθι. Σύντομα, άρχισε να το διαδίδει τους πελάτες του. Κατά καιρούς ο τρόπος με τον οποίο πέθαναν τα δύο κορίτσια άλλαζε. Ωστόσο, ο κορμός της ιστορίας έμενε ο ίδιος. Έτσι, όσο περνούσε τα χρόνια εξαπλωνόταν. Η αλήθεια πάντως είναι ότι η γυναίκα του αρχιτέκτονα Καρακατσάνη, η Ξανθή, πέθανε το 1949 και η αδελφή της Ευδοξία έναν χρόνο αργότερα. Αμφότερες είχαν αποκτήσει παιδιά και εγγόνια. Εκεί που ήταν το κουρείο πάντως, στις μέρες μας στεγάζεται το Ινστιτούτο των Ελληνικών Μύλων. Στον πάνω όροφο φιλοξενούνται πλέον τα γραφεία του Συλλόγου Ελλήνων Ολυμπιονικών. Ολόκληρο το κτίσμα απαλλοτριώθηκε το 1973 για αρχαιολογικούς λόγους από το Υπουργείο Πολιτισμού. Όμως, κηρύχθηκε τελικά διατηρητέο το 1989. Μάλιστα, κινδύνευε με κατάρρευση, μέχρι που ανακαινίστηκε δέκα χρόνια αργότερα.
Εξ αρχής οι Καρυάτιδες στο μπαλκόνι της οδού Ασωμάτων δεν μαγνήτιζαν μόνο τα βλέμματα των περαστικών που φευγαλέα έριχναν μια ματιά, κοντοστέκονταν ή έμεναν για ώρα να παρατηρούν, αλλά ενέπνευσε και μια σειρά από καλλιτέχνες. Το μακρινό 1953 βρίσκεται στην ελληνική πρωτεύουσα ο διεθνούς φήμης φωτογράφος Ανρί Καρτιέ Μπρεσόν, που θεωρείται ως ένας από τους «πατέρες» της φωτοδημοσιογραφίας με το έργο του να έχει κερδίσει την καθολική αναγνώριση σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τότε ήταν 45 ετών. Στήνει τη μηχανή του απέναντι από σπίτι και διορθώνει το κάδρο του στο φακό. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία που θα τραβήξει είναι εξαιρετική καθώς έχει έναν δυνατό συμβολισμό. Έχει αποτυπώσει το σπίτι με τις δύο Καρυάτιδες τη στιγμή που ακριβώς από κάτω, στο δρόμο, περνούν δύο μαυροφορεμένες γιαγιάδες. Η αντιπαράθεση του σφρίγους των νεαρών αγαλμάτινων γυναικών με το γήρας. Όπως έχει πει ο ίδιος, «ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι οι φωτογραφίες θα μπορούσαν να φθάσουν την αιωνιότητα μέσω της στιγμής».
Με τη συγκεκριμένη φωτογραφία έχει ασχοληθεί επισταμένως ο συγγραφέας Δημοσθένης Κούρτοβικ στο βιβλίο του «Τετέλεσται – Δοκίμια πάνω σε φωτογραφίες» (εκδόσεις Opera, 1996). Όπως αναφέρει, κάθε συμβολική φωτογραφία, κάθε φωτογραφία που έγινε για να προβάλει μια ιδέα, είναι ουσιαστικά προπαγανδιστική. «Η πολύ γνωστή φωτογραφία που τράβηξε ο Henri Cartier-Bresson το 1953 στο Μεταξουργείο είναι συμβολική, δηλαδή προπαγανδιστική. Βασίζεται αποκλειστικά σ’ ένα εύρημα ιδεολογικού χαρακτήρα: τον παραλληλισμό ανάμεσα στις γύψινες Καρυάτιδες και τις δυο ηλικιωμένες Ελληνίδες που περνούν από κάτω.
Αλλά ποια ιδέα συμβολίζει η φωτογραφία; Η απάντηση φαίνεται εύκολη κι ευχάριστη. Το παρελθόν δεν πέθανε. Η λιτή αυστηρότητα, η υποβλητική αρχετυπικότητα των μορφών στην κλασική τέχνη της αρχαιότητας επαναλαμβάνεται στη μορφή και την κίνηση των δύο σύγχρονων Ελληνίδων. Η παράδοση συνεχίζεται. Στη σημερινή Ελλάδα μπορείς να δεις την αρχαιότητα να περπατάει ολοζώντανη στους δρόμους».
Και συνεχίζει: «Είναι, όμως, τόσο απλά τα πράγματα όσο πιστεύουν οι θαυμαστές αυτής της φωτογραφίας (διότι φαίνεται ότι ο θαυμασμός τους είναι συνάρτηση της αισιόδοξης ερμηνείας της); Γιατί άραγε οι δύο περαστικές να ενσαρκώνουν το αρχαίο κάλλος των Καρυατίδων; Οι Καρυάτιδες είναι νέες και λυγερόκορμες- οι δυο γυναίκες της φωτογραφίας είναι γριές και με χοντρό, άμορφο σώμα. Από πού κι ως πού δυο τέτοιες φιγούρες ανταποκρίνονται στο αρχαίο ή και σε οποιοδήποτε άλλο ιδανικό της ομορφιάς;
Αν αφήσουμε να μας οδηγήσει αυτή η ένσταση, ο παραλληλισμός ανάμεσα στις δυο γύψινες και τις δυο ζωντανές μορφές δεν υπογραμμίζει τόσο μια ομοιότητα όσο μια αντίθεση. Το παρόν είναι ένας θλιβερός απόηχος του παρελθόντος. Η ομορφιά κατέληξε στην ασχήμια, όπως τα νιάτα καταλήγουν στα γερατειά. Η σημερινή Ελλάδα είναι το παρακμασμένο πρόσωπο της αρχαίας. Αυτή η δεύτερη ερμηνεία, αν και πιο μελαγχολική, είναι οπωσδήποτε πιο εύλογη. Αλλά ήθελε τάχα ο Cartier-Bresson να υποβάλει ένα τόσο κοινότοπο σχόλιο; Βέβαια, ένας μεγάλος καλλιτέχνης της φωτογραφίας δεν είναι απαραίτητα και πρωτότυπος στοχαστής. Αισθανόμαστε, ωστόσο, ότι θ’ αδικούσαμε τον διάσημο φωτογράφο, αν θεωρούσαμε την έμπνευσή του τόσο στενή. Και η απήχηση της συγκεκριμένης φωτογραφίας φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτή την αίσθησή μας».
«Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να προχωρήσουμε, συνεχίζει ο Κούρτοβικ. Η αντιστοιχία ανάμεσα στα δυο αγάλματα και τις δυο γυναίκες είναι δεδομένη. Είναι το άμεσο θέμα της φωτογραφίας. Αλλά τι την κάνει ενδιαφέρουσα; Μπορεί κανείς να βρει άπειρες αντιστοιχίες ανάμεσα σε άψυχα αντικείμενα και ανθρώπινες μορφές, χωρίς τέτοιες ομοιότητες να είναι τίποτα περισσότερο από καπρίτσια της τύχης, παράδοξες συμπτώσεις που δεν σημαίνουν τίποτα. Εδώ, όμως, είναι φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι περισσότερο. Εδώ το ένα σκέλος του παραλληλισμού, το μέτρο της σύγκρισης, είναι ένα μεγάλο καλλιτεχνικό πρότυπο, ένα υψηλό αισθητικό ιδεώδες. Και το άλλο σκέλος;
Ας ξανακοιτάξουμε τις δυο γυναίκες, με κάπως διαφορετικό τρόπο αυτή τη φορά. Ας τις δούμε σε σχέση όχι τόσο με τα δυο αγάλματα όσο με το υπόλοιπο, το “επίγειο” περιβάλλον τους: το παλαιικό κουρείο με τα κατεβασμένα κεπέγκια, τις ξεχαρβαλωμένες πλάκες του πεζοδρομίου, τον τοίχο με τους φαγωμένους σοβάδες, τη φτωχική αυλή που διακρίνεται μέσα από την ανοιχτή πόρτα…
Η καθημερινότητα και η φθορά. Οι δυο γυναίκες που διαβαίνουν δεν είναι απλώς δυο γερόντισσες. Είναι μέρος ενός παλιού, φθαρμένου και ανώνυμου κόσμου, ενός κόσμου που βρίσκεται σε τέλεια αντίθεση με την αιώνια νεότητα, ομορφιά και δόξα των δύο Καρυατίδων. Αρχίζουμε τώρα να υποψιαζόμαστε την αλήθεια. Το πραγματικό θέμα της φωτογραφίας δεν είναι ούτε η διάρκεια ούτε η παρακμή, αλλά η πτώση. Ο κόσμος των δύο σύγχρονων Ελληνίδων είναι το ατελές είδωλο ενός προτύπου, μιας ιδέας. Αντλεί την υπόστασή του μόνον από αυτή την ιδέα και παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνο στον βαθμό που την απηχεί. Αν αφαιρέσουμε από τη φωτογραφία τα δυο αγάλματα, αυτό που απομένει παύει να ελκύει το βλέμμα μας, παύει να υπάρχει ως φωτογραφικό θέμα».
Καταλήγει δε, σημειώνοντας πως «είναι δυσοίωνος ο πλατωνισμός αυτής της φωτογραφίας. Όχι μόνον επειδή μοιάζει να μας λέει ότι η πραγματικότητα είναι μια θαμπή αντανάκλαση της φαντασίας, κι έτσι ακυρώνει την ιδιαιτερότητα της φωτογραφίας (η πραγματικότητα υπερβαίνει τη φαντασία του καλλιτέχνη). Αλλά κι επειδή αναδεικνύει την ουσία της γραφικότητας”, ένα πράγμα είναι ωραίο, συγκινητικό, ενδιαφέρον μόνον όταν θυμίζει κάτι άλλο που αναγνωρίζεται γενικά ως ωραίο, συγκινητικό, ενδιαφέρον. Η γραφικότητα, αναζητώντας επιφανειακές ομοιότητες ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, προσφέρει στον μέσο άνθρωπο μια παροδική ψευδαίσθηση ασφάλειας και νοήματος σ’ ένα κόσμο που μοιάζει σαν να μην έχει χτες. Υποτάσσει το σύγχρονο στο κλασικό, την καινούργια εικόνα στην παλιά ανάμνηση, με τον ίδιο τρόπο που μερικοί ζωγράφοι «ζωγραφίζουν» τις φωτογραφίες, για να τις πουλούν ευκολότερα. Ας το πούμε απερίφραστα: η φωτογραφία του Henri Cartier-Bresson από το 1953 είναι το ιδεολογικό μανιφέστο του μαζικού τουρισμού».
Πηγή έμπνευσης θα αποτελέσει το ακίνητο της οδού Ασωμάτων και για τον ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη που θα βρεθεί στο σημείο προκειμένου να δημιουργήσει το 1952 την υδατογραφία με τίτλο «Το σπίτι με τις Καρυάτιδες» που σήμερα ανήκει σε ιδιωτική συλλογή του Λονδίνου. Όπως έκανε και ο Μπρεσόν ένα χρόνο νωρίτερα βάζοντας στη φωτογραφία που απαθανάτισε και δύο ανθρώπινες φιγούρες να περπατάνε, έτσι και ο Τσαρούχης τοποθέτησε στον πίνακά του μια σειρά από πρόσωπα: μια μητέρα που κρατάει το βρέφος της στην αγκαλιά, έναν νεαρό με λευκή φανέλα, έναν ναύτη, έναν ακόμη άνδρα και μια γιαγιά να κρατάει στοργικά την εγγονή της.
Περίπου είκοσι χρόνια αργότερα, το έτος 1971, ο Γιάννης Τσαρούχης θα δημιουργήσει και δεύτερο πίνακα με το εν λόγω οίκημα, δίνοντας στο έργο τον ουδέτερο τίτλο «Σπίτι στην Αγίων Ασωμάτων» (το οποίο επίσης ανήκει στις μέρες μας σε ιδιωτική συλλογή). Αυτή τη φορά, ενώ παντρεύει το κλασικό παρελθόν με το λαϊκό στοιχείο, στο δρόμο μπροστά από το μικροαστικό νεοκλασικό δεν κυκλοφορούν άνθρωποι. Το μπαλκόνι με τις Καρυάτιδες δεσπόσει επίσης στο σκηνικό που έφτιαξε ο καλλιτέχνης για την παράσταση «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, η οποία ανέβηκε το 1988 στο θέατρο του Λυκαβηττού.
Τέλος, ο πεζογράφος Κώστας Ταχτσής ενέταξε το σπίτι με τις Καρυάτιδες στη μυθοπλασία του γνωστότατου έργου του «Τρίτο Στεφάνι» που εκδόθηκε το 1962 καθώς αποτελούσε την οικία της μυθιστορηματικής Εκάβης. Ο πατέρας της στο διήγημα, είχε νοικιάσει το σπίτι και ήταν πρακτικός αρχαιολόγος που είχε ως επιθυμία να γεφυρώσει το χάσμα που χώριζε την αρχαία Ελλάδα από τη νέα.
Με την κυριολεκτική έννοια του όρου, Καρυάτιδες κατά την αρχαιότητα ήταν οι κόρες από τις Καρυές, μια πόλη κοντά στη Σπάρτη, χτισμένη στις δυτικές πλαγιές του Πάρνωνα, σε υψόμετρο 950 μέτρων. Λέγοντας «κόρη» δεν εννοούμε το θηλυκό τέκνο ενός γονέα, αλλά έναν συγκεκριμένο τύπο αγάλματος της αρχαϊκής εποχής με γυναικεία μορφή (η αντίστοιχη ανδρική μορφή, που μάλλον την έχουν ακούσει οι περισσότεροι, αποκαλείται «κούρος»).
Τα γλυπτά που απεικόνιζαν κάποια κόρη (παραλλαγή της οποίας είναι η Καρυάτιδα), χρησίμευαν προκειμένου να στηρίζονται τα κτίρια, ήταν δηλαδή θα λέγαμε μια μορφή κολόνας στην τέχνη της αρχιτεκτονικής. Τοποθετούνταν συνήθως σε προσόψεις, πύλες, γείσα, ζωφόρους και σκεπές. Η κορμοστασιά τους ήταν ευθυτενής και λυγερή, ενώ τα πόδια είτε παρέμεναν κλειστά το ένα δίπλα στο άλλο ή το ένα από τα δύο εμφανιζόταν ελαφρά πιο μπροστά. Τα χέρια βρίσκονται συνήθως στο πλάι και προς τα κάτω ενώ οι επιφάνειές της ήταν ζωγραφισμένες με έντονα χρώματα, τα οποία όμως χάθηκαν στην πορεία των χρόνων.