ΤΟ Μινιόν είναι το πρώτο πολυκατάστημα στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο στα Βαλκάνια και το ενδέκατο στην Ευρώπη, που βρισκόταν στην καρδιά της πρωτεύουσας και συγκέντρωνε την προτίμηση των καταναλωτών ανά την Ελλάδα. Δυστυχώς, όμως, η ανέλιξη του διακόπηκε βίαια, το 1980.
Η επίσκεψη σε αυτό ήταν από μόνη της μια ψυχαγωγική διαδικασία, ειδικά αν ήσουν σε μικρή ηλικία. Για τα δεδομένα της εποχής έμοιαζε να έχει κάνει άλμα στο χρόνο. Έξι όροφοι, κυλιόμενες σκάλες, εστιατόριο, καφετέρια, κλιματισμός και μια πρωτοφανής σε πλούτο γκάμα προϊόντων.
Τη δεκαετία του ’70 αναδείχτηκε στο μεγαλύτερο κατάστημα στα Βαλκάνια και στο ενδέκατο μεγαλύτερο σε όλη την Ευρώπη. Το Μινιόν ήταν η Μέκκα του shopping στην Ελλάδα, αλλά όχι ακριβώς μόνο αυτό. Ένας προορισμός που ιντρίγκαρε τη φαντασία των μικρών και ικανοποιούσε κάθε καταναλωτικό γούστο των μεγάλων.
Κόσμος και κοσμάκης που έφτανε από την επαρχία στην πρωτεύουσα, ανήγαγε σε χάι-λάιτ της διαμονής του μια «ξενάγηση» στο Μινιόν. Ήταν το πρώτο και μοναδικό έως σήμερα που μπορούσε να υποστηρίξει την έκφραση «και του πουλιού το γάλα».
Δημιουργός του ήταν ο εμβληματικός για τη διορατικότητα, την ευρηματικότητα και το ήθος του επιχειρηματίας, Γιάννης Γεωργακάς. Προερχόμενος από πάμφτωχη οικογένεια, έφυγε από το χωριό του στην Ολυμπία στα 13 χρόνια του για να αναζητήσει καλύτερη τύχη στην Αθήνα. Δούλεψε αρχικά στο μπακάλικο ενός θείου του, ως σερβιτόρος στην πλατεία Βάθης, σε πρατήριο τσιγάρων και ως τσιλιαδόρος ενός… παπατζή.
Μετά το πέρας των στρατιωτικών υποχρεώσεων, ξεκίνησε να εργάζεται ως πλασιέ με το ποδήλατό του, προμηθεύοντας με μικροπράγματα τα περίπτερα. Ήταν τότε που η ονομασία «Μινιόν» και η πρωτοτυπία ενός περιπτέρου στα Χαυτεία αποτέλεσαν την έμπνευση του.
Το περίπτερο διέφερε από τα υπόλοιπα, διαθέτοντας μια ευρεία γκάμα προϊόντων, όπως τσιγάρα, εφημερίδες, στυλό, γυαλιά, είδη καπνού και μια σειρά από χρηστικά μικροαντικείμενα. Ο Γεωργακάς ξεκινάει να εξαργυρώνει το επενδυτικό του δαιμόνιο.
Πείθει τον ιδιοκτήτη του Μινιόν, Άγγελο Σεραφειμίδη, άρτι αφιχθέντα από τις ΗΠΑ, να συνεταιρισθούν και υιοθετούν πρωτοποριακές πρακτικές για να προσελκύσουν πελατεία. Σύντομα ανοίγουν ένα ακόμη περίπτερο και λίγο αργότερα το πρώτο τους κατάστημα, στα Χαυτεία. Μετά τον πόλεμο, δρομολογούν το μεγάλο άλμα, ανοίγοντας το 1944 το Μινιόν, στην Πατησίων.
Η συνεργασία δεν θα διαρκέσει πολύ, αφού ο Σεραφειμίδης αποφασίζει να επιστρέψει στην Αμερική και αποχωρεί από την εταιρία. «Πιο καλή η μοναξιά», σκέφτεται ο Γεωργακάς και υλοποιεί βήμα-βήμα το μεγαλεπήβολο σχέδιο του.
Ζητάει και παίρνει άδεια εξαγωγής ελληνικών και εισαγωγής ξένων προϊόντων, ενώ μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50 θα αγοράσει ένα δεκαώροφο κτίριο, πάντα κοντά στην Ομόνοια, και λίγο μετά αγοράζει και το διπλανό του.
Από την αρχή της δικτατορίας κιόλας, το Μινιόν είναι το μεγαλύτερο κατάστημα της Αθήνας, απολαμβάνοντας σημαντική κερδοφορία. Τη δεκαετία του ’70 έχει πια μετατραπεί σε ένα τεράστιο σύγχρονο πολυκατάστημα, «το μεγαλύτερο μεγάλο», όπως ανέφερε η σχετική διαφήμισή του.
Μέσω του Μινιόν το λιανεμπόριο στην Ελλάδα περνάει σε άλλη εποχή. Εμπορεύεται σε προσιτές τιμές από καρφίτσες και τρόφιμα μέχρι ηλεκτρονικά και αυτοκίνητα. Ο Γεωργακάς αποδεικνύεται ότι έβλεπε μπροστά από την εποχή του.
Πρόκειται για το πρώτο κατάστημα στην Ελλάδα που καθιέρωσε τις ετήσιες εκπτώσεις, κατήργησε τα παζάρια θέτοντας καθορισμένες τιμές, καθιέρωσε τη διαφήμιση στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση, εγκατέστησε κυλιόμενες σκάλες, χρησιμοποίησε Η/Υ, εισήγαγε τη λίστα αγορών και τη λίστα γάμου, και εκτός απ’ όλα τα προαναφερόμενα λειτούργησε στις εγκαταστάσεις του κομμωτήριο, μπαρ, ακόμα και ταξιδιωτικό γραφείο.
Στην εποχή ακμής του απασχολούσε 1.000 υπαλλήλους και διέθετε πάνω από 120.000 διαφορετικούς κωδικούς προϊόντων.
Ξεχωριστό κεφάλαιο στη Χριστουγεννιάτικη αγορά, ήταν ο έκτος όροφος του κτιρίου, που άνοιγε μόνο για την περίοδο των γιορτών και αποτελούσε χριστουγεννιάτικο «παράδεισο» για τα παιδιά. Η φωτογραφία με τον Άγιο Βασίλη ή με τα ευμεγέθη ζώα της ζούγκλας στον τελευταίο όροφο, καθιέρωσε το ιστορικό κατάστημα ως «υποχρεωτική» στάση για ψώνια σε κάθε χριστουγεννιάτικη περίοδο.
Η ανέλιξη σταμάτησε βίαια, με φριχτό τρόπο, παραμονές Χριστουγέννων του 1980. Τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα, το ξημέρωμα της 19ης Δεκεμβρίου, ξεσπούν ταυτόχρονα μεγάλες πυρκαγιές στο Μινιόν και τον «Κατράντζο». Πρώτα ακούγονται εκρήξεις και τα πολυκαταστήματα τυλίγονται στις φλόγες μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, όπως περιέγραψαν αυτόπτες μάρτυρες.
Η πυρκαγιά ξεκίνησε από τους υψηλότερους ορόφους, όπου βρίσκονταν τα πλέον εύφλεκτα υλικά, γεγονός που βεβαίωνε ότι επρόκειτο για εμπρησμό.
Η δύναμη των 38 οχημάτων και 135 ανδρών της πυροσβεστικής, μαζί με όλους τους μαθητές της Πυροσβεστικής σχολής που καταφθάνουν στο σημείο, είναι αδύνατο να αποτρέψει την καταστροφή. Οι φλόγες τύλιξαν τα κτίρια σε λίγα μόνο λεπτά και η επέμβαση αποσκοπεί μόνο στη διάσωση των διπλανών κτιρίων.
Από το «Μινιόν» απομένει μόνο ο σκελετός του κτιρίου ενώ το «Κατράντζος Σπορ» καταρρέει. Η πυροσβεστική υπολογίζει ότι οι ζημίες ανέρχονται στα δύο δισ. δραχμές. Σε άλλα τόσα υπολογίζει μόνο το εμπόρευμα που χάθηκε ο Γιάννης Γεωργακάς, δηλώνοντας παράλληλα ότι το κατάστημα ήταν ασφαλισμένο μόνο για 200 εκατομμύρια δραχμές.
Οι εμπρησμοί γίνονται (ως είθισται) αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στη τότε κυβέρνηση της ΝΔ και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ακόμα και η «17 Νοέμβρη» παίρνει θέση, καταγγέλλοντας σε προκήρυξή της τα γεγονότα ως «επιχειρησιακά ασυντόνιστα, όχι κατάλληλα προετοιμασμένα και πολιτικά επιβλαβή».
Είχε προηγηθεί η ανακοίνωση – ανάληψη ευθύνης από τη νεοεμφανιζόμενη «Επαναστατική Οργάνωση Οκτώβρης 80», που ήταν παρακλάδι του ΕΛΑ. Στην προκήρυξή της, που ταχυδρομήθηκε στις εφημερίδες, δικαιολόγησε την επίθεση στα πολυκαταστήματα με τον εξής απίθανο ισχυρισμό: «Κάθε επιχείρηση, έτσι και αυτές στηρίζονται στην εκμετάλλευση των προλετάριων. Τα αφεντικά εκμεταλλεύονται την ανάγκη των προλετάριων να έχουν ένα εισόδημα για να ζήσουν και τους στριμώχνουν στο μεροκάματο, την αλλοτρίωση και τη μιζέρια»!
Ο ΕΛΑ αποποιήθηκε την ευθύνη, δείχνοντας ως υπεύθυνους και καταγγέλλοντας άτομα που είχαν αποσχιστεί από τις γραμμές του μετά τη διάσπαση της οργάνωσης.
Παρά το οικονομικό «κραχ», ο Γεωργακάς αρνείται να κηρύξει πτώχευση και αποφασίσει να αναδημιουργήσει το «παιδί του», με τη βοήθεια των υπαλλήλων του και την αμέριστη αγάπη του κόσμου.
Το νέο Μινιόν θα αναγεννηθεί από τις στάχτες του σε χρόνο ρεκόρ. Τίποτα όμως δεν είναι όπως πριν. Το 1983 περνάει στα χέρια τού κράτους, αφού εντάχθηκε στις λεγόμενες «προβληματικές επιχειρήσεις». Παρέμεινε ωστόσο στάσιμο σε μια εποχή όπου οι εξελίξεις είναι ραγδαίες, καθώς κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα shop in shop καταστήματα, που σύντομα θα άλλαζαν την εικόνα του λιανεμπορίου.
Σε μια απέλπιδα προσπάθεια, ο Γεωργακάς αποκτά ξανά, το 1991, τον έλεγχο της επιχείρησης, μαζί με μια ομάδα επιχειρηματιών. Ένα χρόνο μετά, όμως, καταπονημένος σωματικά και ψυχικά και σε προχωρημένη ηλικία, στα 79 του, αποφασίζει να αποχωρήσει πουλώντας το μερίδιό του. Το Μινιόν, που πλέον αδυνατεί να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, αρχίζει να απευθύνεται σε ένα διαφοροποιημένο κοινό, με ελαφρώς αυξημένες τιμές.
Αδυνατώντας να ανταγωνιστεί τα πιο φθηνά καταστήματα και έχοντας να αντιμετωπίσει μια σειρά από δυσμενείς καταστάσεις, όπως προβλήματα ρευστότητας, κακές σχέσεις με προμηθευτές, αλλά και την αποκάλυψη κυκλώματος εκβιασμών, που λειτουργούσε στον ημιώροφο του κτιρίου, το θρυλικό κατάστημα βάζει οριστικά λουκέτο τον Ιανουάριο του 1998.
Ουσιαστικά η ένδοξη εποχή της επιχείρησης είχε ημερομηνία λήξης την 19η Δεκεμβρίου του 1980. Οι δράστες της τρομοκρατικής επίθεσης είχαν πλήξει βάναυσα το καρπό τόσων θυσιών ενός ανθρώπου, που (ως φανατικός αντικαπνιστής) είχε θεσπίσει αντικαπνιστικό επίδομα, αλλά και επίδομα έγκαιρης προσέλευσης για το προσωπικό του!
Το πρώτο ανέρχονταν σε αύξηση 50% του μισθού για έξι μήνες (με ενυπόγραφη δέσμευση παύσης του καπνίσματος για τρία χρόνια) και το δεύτερο ήταν ένα εβδομαδιαίο τσεκ 100 δραχμών για αγορές από το πολυκατάστημα.
Επιπλέον προσέφερε δώρα σε κάθε στέλεχος προσωπικά στη γιορτή του, ενώ είχε καθιερώσει μία γυάλα με κέρματα για όσους δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν το εισιτήριο του λεωφορείου». Τις εορταστικές περιόδους δε, υποδεχόταν ο ίδιος τα παιδιά των πελατών, μοιράζοντας σοκολάτες.
Εκτός αυτών ο Γεωργακάς ναύλωνε λεωφορείο για να εξορμούν οι εργαζόμενοι στις κοντινές παραλίες της Αττικής δωρεάν, κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο. Διοργάνωνε επίσης εκδρομές προσωπικού στην Ελλάδα, αλλά και ταξίδια στο εξωτερικό για τα στελέχη με όλα τα έξοδα πληρωμένα.
Μετά τη χρεοκοπία, το κτίριο αγοράστηκε από την οικογένεια Φάις (Elmec Sports), η οποία είχε φιλοδοξίες να επαναλειτουργήσει το κατάστημα ύστερα από ανακαίνιση. Η Elmec Sports πουλήθηκε στη συνέχεια στον όμιλο Folli Follie, ο οποίος αν και είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον να ανοίξει το κατάστημα το 2018, πλέον και λόγω της στάσιμης οικονομικής κατάστασης, ακύρωσε τα φιλόδοξα σχέδιά του αναμένοντας καλύτερες εποχές για το επιχειρείν.
Πλήρης ημερών, μόχθων και επαίνων, ο Γιάννης Γεωργακάς έφυγε από τη ζωή το 2002, σε ηλικία 90 ετών. Αφήνοντας πίσω του ένα κομμάτι νιότης εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων, που χάρηκαν ή θυμήθηκαν τα νιάτα τους στο θρυλικό έκτο όροφο του πρωτοπόρου καταστήματος. Ένα κομμάτι που ως ανάμνηση «αρνήθηκε» να γίνει ήδη στάχτη στα αποκαΐδια του 1980.