Σπιναλόγκα: Η καραντίνα για την μη εξάπλωση του κορονοϊού είναι παγκόσμια. Η λέξη «καραντίνα» δεν είναι άγνωστη σε όλα τα λεξικά. Υπήρξε περισσότερο βαριά στο παρελθόν. Ήταν η λύση σε όσους είχαν νοσήσει από λέπρα. Εξορία, αποκλεισμός ιδιαίτερα αυστηρός και αποτέλεσμα όλων, ο θάνατος. Η λέξη λέπρα έχει μόνο ένα συνώνυμο και αυτό είναι η Σπιναλόγκα.
Η Σπιναλόγκα είναι ένα μικρό νησί το οποίο κλείνει από τα βόρεια τον κόλπο της Έλούντας, στο νομό Λασιθιού στην Κρήτη. Το πρωτοσυναντάμε στα βάθη της ιστορίας. Συγκεκριμένα, όταν και οχυρώθηκε άριστα από τους Ενετούς. Τόσο από κατασκευαστικής και αρχιτεκτονικής άποψης όσο και από απόψεως αισθητικής του όλου τοπίου που και σήμερα ακόμη διατηρεί την ομορφιά του. Αυτός άλλωστε είναι και ένας από τους λόγους που έχει μετατραπεί σε τουριστικό προορισμό. Πριν φτάσουμε στο σήμερα, ωστόσο, η Σπιναλόγκα μόνο ιστορίες πόνου και θανάτου είχε να διηγηθεί.
Το 1903 ιδρύεται στο νησάκι το λεπροκομείο το οποίο (με δεδομένο πως εκείνη την εποχή δεν υπήρχε καν η υποψία φαρμάκου) ουσιαστικά ήταν ένας τόπος εξορίας, απομόνωσης και καραντίνας. Κι αυτό προκειμένου να περιοριστεί η εξάπλωση αυτής της ασθένειας. Μιας ασθένειας, η οποία θεωρούταν εξαιρετικά μεταδοτική. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος για τους πολίτες.
Πριν την καραντίνα της Σπιναλόγκας οι χανσενικοί (όπως αλλιώς ονομάζονταν οι λεπροί εξαιτίας της… επιστημονικής ονομασίας της νόσου του Χάνσεν) ήταν αναγκασμένοι να ζουν απομονωμένα σε περιοχές (μεσκινιές, όπως ονομάζονταν στην Κρήτη) μακριά από τον υπόλοιπο πληθυσμό. Ήταν και εγκαταλελειμμένοι από το κράτος. Μόνο οι συγγενείς και οι φίλοι των λεπρών πλησίαζαν τις μεσκινιές. Κι αυτό προκειμένου να αφήνουν τρόφιμα ή άλλα αγαθά.
Η λέπρα οφείλεται στο μυκοβακτηρίδιο της λέπρας (mycobacterium leprae). Αυτό είναι συγγενικό με το μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης. Ο μικροοργανισμός αυτός ανακαλύφθηκε από τον γιατρό G.A.Hansen το 1873. Η νόσος είναι μεταδοτική όταν υπάρχει συχνή επαφή με ασθενή. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος (95%) του πληθυσμού έχει φυσική ανοσία.
Ήταν η εποχή που όσοι επιβεβαιωμένα είχαν νοσήσει έπρεπε να φορούν κουδούνια στο λαιμό τους προκειμένου να προειδοποιούν τους υπόλοιπους, ώστε, να μένουν μακριά προκειμένου να μην κολλήσουν και αυτοί.
Με αυτά τα δεδομένα κρίθηκε αναγκαίο να δημιουργηθεί ένα μέρος ώστε οι χανσενικοί να είναι απομονωμένοι. Όμως, να έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν τη δική τους κοινότητα. Μάλιστα, γιατί όχι να μπορέσουν μέσα από την αυτοοργάνωση να προσπαθούν να επιβιώσουν.
Αυτό το μέρος βρέθηκε. Ήταν το μικρό νησάκι απέναντι από την Ελούντα. Ένα νησί, το οποίο γρήγορα απέκτησε μεγάλη φήμη. Εκεί, κατέληγαν τελικά λεπροί. Όχι, μόνο από κάθε γωνιά της Ελλάδας αλλά και από το εξωτερικό. Το αποτέλεσμα ήταν να λάβει την ονομασία του διεθνούς λεπροκομείου.
Για να γίνει αυτό, ωστόσο, έπρεπε να φτάσει το 1913 όταν και η Κρήτη ενώθηκε με την υπόλοιπη Ελλάδα. Για τα δέκα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της (από τις 30 Μάη του 1903) η Σπιναλόγκα είχε μόνο χανσενικούς από τη μεγαλόνησο.
Οι ιστορικοί που έχουν μελετήσει το τι έγινε στο νησάκι χωρίζουν την ιστορία του σε δυο περιόδους. Η πρώτη από την αρχή της λειτουργίας του μέχρι και το 1930 όπου οι λέξεις απομόνωση, πόνος, θάνατος, εξαθλίωση και δάκρυα είναι ίσως μικρές για να δείξουν αυτό που ακριβώς συνέβαινε εκεί.
Η δεύτερη περίοδος ξεκινάει από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 και μετά. Τότε νόσησε από τη λέπρα ένας τριτοετής φοιτητής της νομικής, ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης (ή Ρεμουνδάκης) ο οποίος μετά το πρώτο σοκ της μεταφοράς του στην καραντίνα του μικρού νησιού, αποφάσισε πως οι χανσενικοί μέχρι να χάσουν τη μάχη με το θάνατο είχαν κάθε δικαίωμα να ζήσουν με αξιοπρέπεια.
Ίδρυσε την «Αδελφότητα Ασθενών Σπιναλόγκας» και άρχισε με τη βοήθεια και άλλων χανσενικών να οργανώνουν «από τα κάτω», και χωρίς την παραμικρή βοήθεια από το κράτος, τη ζωή τους. Οργάνωσαν μικρές ομάδες με βάση τα επαγγέλματα και τις γνώσεις που είχε ο καθένας και άρχισαν να φτιάχνουν όλα όσα τους ήταν απαραίτητα για να ζήσουν σαν κανονικοί άνθρωποι.
Φτιάχτηκαν δρόμοι, τα σπίτια ασβεστωθηκαν για να δείχνουν ομορφότερα, έφτιαξαν τον δικό τους φούρνο, το δικό τους κουρείο, το δικό τους καφενείο, μέχρι και τη δική τους εκκλησία έφτιαξαν, τον Άγιο Παντελεήμονα. Στην εκκλησία αυτή, μάλιστα, λειτουργούσε ένα ηρωϊκός παπάς, ο Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης, ο οποίος βρισκόταν εκεί με τη θέλησή του καθώς ο ίδιος δεν είχε προσβληθεί από τη νόσο του Χάνσεν άλλα θέλησε να αφιερώσει τη ζωή και τη δράση του δίπλα στους «κολασμένους».
Επιπλέον, λειτουργούσε υπηρεσία δημόσιας καθαριότητας ενώ δημιουργήθηκε θέατρο και κινηματογράφος για να διασκεδάζουν. Στο χωριό τοποθετήθηκαν και μεγάφωνα από τα οποία της περισσότερες ώρες της ημέρας ακουγόταν μουσική προκειμένου ακόμα και αυτοί που δεν μπορούσαν πια να κυκλοφορούν έξω, να μη νιώθουν μόνοι.
Κάπως έτσι η ζωή άρχισε να κυλάει πιο φυσιολογικά για τους ασθενείς οι οποίοι δημιούργησαν παρέες, τσακωνόντουσαν, ερωτευόντουσαν, ενώ κάποιοι παντρεύτηκαν και έκαναν παιδιά τα οποία ουδέποτε κόλλησαν την ασθένεια!
Ο «Άγιος της αγάπης και της αλληλεγγύης», όπως ονομάστηκε ο Ρεμουντάκης κατάφερε και έκανε τις απαραίτητες κινήσεις, ώστε, να φτάσει στο νησί ακόμα και μια ηλεκτροπαραγωγική μηχανή που έδινε ρεύμα για να φωτίζονται οι δρόμοι τη νύχτα.
Λέγεται πως όταν επί δικτατορίας Μεταξά ο τότε νομάρχης πήγε για αυτοψία στο νησί ο Ρεμουντάκης τον πλησίασε, τηρώντας τις απαραίτητες αποστάσεις, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «Κύριε υπουργέ, εγώ για σένα και για τα παιδιά σου, για να μην τα κολλήσω, για να μην τα μολύνω, ήρθα εδώ και πεθαίνω ζωντανός. Έχεις κι εσύ υποχρέωση να με κοιτάξεις. Να με φροντίσεις»!
Ο Ρεμουντάκης έχασε την όρασή του το 1947 εξαιτίας της νόσου. Δεν έχασε ποτέ το πάθος του, ωστόσο, και έτσι από το 1948 και μετά (οπότε και ο αριθμός των λεπρών στη Σπιναλόγκα άρχισε να μειώνεται γιατί τότε ανακαλύφθηκε το πρώτο φάρμακο κατά της λέπρας) αφιερώθηκε στον αγώνα για το κλείσιμο του λεπροκομείου του νησιού.
Τελικά το κατάφερε και αυτό. Το 1957, και αφού πρώτα πάρα πολλοί είχαν πλέον θεραπευτεί, μεταφέρθηκαν από τη Σπιναλόγκα οι τελευταίοι 20 χανσενικοί στο λεπροκομείο- σανατόριο της Αγίας Βαρβάρας στο Αιγάλεω. Εκεί μεταφέρθηκε και ο Ρεμουντάκης με τη γυναίκα του και εκεί τελικά πέθανε το 1978.
Εκεί, όντας τυφλός, διηγούνταν σε γιατρούς και νοσηλευτές τα όσα τραγικά και απάνθρωπα έζησε αυτός και οι υπόλοιποι χανσενικοί στη Σπιναλόγκα. Ήθελε να γραφτεί ένα βιβλίο για να μάθει ο κόσμος την αλήθεια. Εκεί μέσα υπάρχει και μια αποστροφή του λόγου του που απευθύνεται σε όσους θα πήγαιναν κάποια στιγμή στο νησί του πόνου:
«Περπατώντας στον δρόμο της Σπιναλόγκας, σταμάτησε και κράτησε την αναπνοή σου. Από κάποιο χαμόσπιτο τριγύρω σου θα ακούσεις τον απόηχο από κάποιο μοιρολόγι μιας μάνας, μιας αδελφής ή τον αναστεναγμό ενός άνδρα. Άφησε δύο δάκρυα από τα μάτια σου και θα δεις να λαμπυρίζουν εκατομμύρια δάκρυα που πότισαν αυτόν τον δρόμο…».