Το παρελθόν της Ρούλας Πισπιρίγκου, από το μακρινό 1965, πριν ακόμη η ίδια γεννηθεί, έρχεται στο φως της δημοσιότητας, στο περιθώριο των εξελίξεων με τα νεκρά παιδιά στην Πάτρα.
Ειδικότερα, το 1965, ο 20χρονος Παναγιώτης Πισπιρίγκος σκοτώνει την 18χρονη Σωτηρία, επειδή ζήτησε διαζύγιο και πίστευε πως είχε εραστές, ενώ όταν οδηγείται στον εισαγγελέα φαίνεται απαθέστατος.
Η δολοφονία της 9χρονης Τζωρτζίνας από την 33χρονη μητέρα της, από κεταμίνη, δεν είναι το μοναδικό έγκλημα που διαπράχθηκε στην οικογένεια Πισπιρίγκου.
Πριν από 67 χρόνια, ο παππούς της Ρούλας Πισπιρίγκου σκότωσε τη γιαγιά της στην Πάτρα, ενώ μάλιστα παρουσιάστηκε «απαθής μέχρι αναισθησίας» στον εισαγγελέα, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής.
Το παρελθόν της Ρούλας Πισπιρίγκου πριν τα νεκρά παιδιά στην Πάτρα
Η νεαρή Σωτηρία Πεφάνη γνωρίζει τον άντρα της, Παναγιώτη Πισπιρίγκο, όταν εκείνη είναι 15 ετών και αυτός 18. Όταν η σχέση τους γίνεται γνωστή, ο Πισπιρίγκος, που περιγράφεται από τον Τύπο της εποχής ως άνθρωπος χωρίς σταθερή εργασία και χρήματα, συλλαμβάνεται για αποπλάνηση ανηλίκου και οδηγείται στις φυλακές Πατρών.
Όπως αναφέρεται στα δημοσιεύματα της εποχής, προκειμένου να αποφύγει πιθανή καταδίκη του στο Κακουργιοδικείο, παντρεύεται στις 27 Φεβρουαρίου 1962 μέσα στο Τμήμα Μεταγωγών, την ανήλικη Σωτηρία, παρά τις αντιδράσεις των γονιών της.
Παρότι ο έγγαμος βίος τους κάθε άλλο παρά ευτυχής χαρακτηρίζεται, αποκτούν σύντομα ένα παιδί, τον Ανδρέα, πατέρα της σημερινής Ρούλας Πισπιρίγκου.
Η απαίτηση της Σωτηρία για διαζύγιο και η απόφασή της να φύγει, κάνει έξαλλο τον Παναγιώτη, με συνέπεια να αρχίσει να γίνεται εμμονικός, να την ακολουθεί παντού και να την ενοχλεί, επειδή πιστεύει ότι βλέπει άλλους άνδρες.
Το διαζύγιο βγαίνει, αλλά την επιμέλεια του παιδιού την παίρνει ο άντρας. Μόλις δύο ημέρες μετά την τελευταία δικαστική αντιδικία τους, με εκατέρωθεν μηνύσεις για μοιχεία και συκοφαντική δυσφήμηση, ο Παναγιώτης ζητά, την Τετάρτη 21 Ιουλίου 1965, από τη Σωτηρία να πάνε κάπου για να μιλήσουν, σε μια νέα προσπάθεια επανασύνδεσης.
Το ζευγάρι βρίσκεται σε μια απομονωμένη τοποθεσία στις εγκαταστάσεις Ρέστη στο Ρίο, δίπλα στη θάλασσα και, κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους, εκείνος της ζητά να εγκαταλείψει τον εραστή της και να επιστρέψει στο σπίτι τους.
Τη συνέχεια την περιγράφει στην κατάθεσή του, υπογραμμίζοντας «την παρακαλούσα θερμά κι εκείνη αρνείτο. Σε μια στιγμή και ενώ καθόμαστε κολλητά κι ακουμπούσε η αριστερή πλάτη στον ώμο της, μου ήρθε σαν τρέλα. Την έριξα κάτω και την έπιασα σφικτά από το λαιμό. Την έσφιγγα, την έσφιγγα όλο και πιο δυνατά. Σπαρταρούσε το σώμα της, προσπαθούσε να μου ξεφύγει. Μα εγώ ήμουν πιο δυνατός. Την είχα πια νικήσει. Σε λίγο το σώμα της παρέλυσε, η ανάσα της σταμάτησε, τα μάτια της γυάλισαν. Ήταν νεκρή. Τότε κατάλαβα τι είχα κάνει. Μετάνιωσα, την έσυρα μέχρι τις καλαμιές όπως κι όπως και την εγκατέλειψα μέσα στη νύχτα. Μετά έτρεχα σαν τρελός».
Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας, ο δολοφόνος της νεαρής κοπέλας πηγαίνει αρχικά στο σπίτι του γαμπρού του και στις 2.30 τα ξημερώματα παραδίνεται στην αστυνομία, λέγοντας ότι πριν την αποτρόπαια πράξη του έχει προηγηθεί σεξουαλική επαφή με το θύμα, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται ποτέ από την ιατροδικαστική εξέταση.
Ο Πισπιρίγκος σφίγγει με το δεξί του χέρι την καρωτίδα της Σωτηρίας, με το αριστερό τής φράζει τη μύτη και το στόμα, ενώ παράλληλα κάθεται πάνω στο στήθος της. Στην προσπάθειά της να αποφύγει τον θανάσιμο εναγκαλισμό, το μόνο που καταφέρνει η άτυχη κοπέλα είναι να προκαλέσει κάποιες αμυχές στο λαιμό τού δράστη και να σχίσει το πουκάμισό του.
Όταν οδηγείται στον εισαγγελέα, Δημήτρη Τσεβά, παρότι σώζεται από λιντσάρισμα κοινού και συγγενών του θύματος μόνο με τη βοήθεια της αστυνομίας, ο ίδιος φαίνεται απαθέστατος. Στο κρατητήριο όπου βρίσκεται ο δράστης, περιγράφεται ως «απαθής μέχρι αναισθησίας. Δεν έχει καμία τύψη για το κακούργημά του».
Σημειώνεται ότι μόλις δεκαπέντε ημέρες πριν τον φόνο, ο Παναγιώτης παίρνει ετήσια αναβολή στράτευσης, επικαλούμενος «νευροψυχικές διαταραχές» ή, όπως λέει η επίσημη διάγνωση, «ως πάσχων μεταδιασειστικών αιτιάσεων μετά τάσεων νευρωτικής εποικοδομήσεως».
Τελικά, ο Παναγιώτης Πισπιρίγκος καταδικάζεται σε ισόβια, αλλά αποφυλακίζεται 15 χρόνια αργότερα, το 1980, λόγω καλής διαγωγής. Το μόλις 14 μηνών παιδί τους κατά την εποχή του φόνου, Ανδρέας, όταν παντρεύεται και κάνει κοριτσάκι, του δίνει το όνομα Ρούλα, ίσως τιμώντας έτσι την δολοφονημένη μητέρα του Σωτηρία (Σωτηρούλα).
Πηγή: reader.gr