Κόσμημα της Αθήνας: Πρόκειται για ένα κτίριο, το οποίο φαίνεται πως βρισκόταν σε κάποια μεγάλη πόλη της Ιταλίας ή της Αυστρίας. Ωστόσο, δεν βρίσκεται σε μεγάλη χώρα της Ευρώπης. Αντίθετα, αποτελούσε ένα κόσμημα για την πόλη της Αθήνας και πιο συγκεκριμένα για την περιοχή του Φαλήρου. Όμως, αυτή ήταν και η ατυχία του συγκεκριμένου κτιρίου.
Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1900 τοποθετείται για πρώτη φορά σε εργοτάξιο ενός οικοπέδου που ανήκε λίγο καιρό πριν στον πρώτο οικιστή του Νέου Φαλήρου τον Γιαννόπουλο. Μια τεράστια πινακίδα που αναγράφει «Μέγα ξενοδοχείον το Ακταίον». Είναι η πρώτη φορά που το όνομά του ξενοδοχείου που ήδη κτίζεται ακούγεται στην περιοχή του Νέου Φαλήρου.
Ο Ι. Πεσματζόγλου ο οποίος ήταν Διευθυντής της Τράπεζας Αθηνών, ήθελε να αγοράσει και ένα ακόμα οικόπεδο επί της Ακτής Ποσειδώνος. Σκοπός ήταν η Κεντρική είσοδος του ξενοδοχείου να βρίσκεται στην παραλία. Το οικόπεδο αυτό ήταν ιδιοκτησίας Ευθ. Κεχαγιά. Όμως, οι κληρονόμοι του αρνήθηκαν την πώληση. Έτσι, η Κεντρική Είσοδος του ξενοδοχείου που χτίζονταν, δεν θα ήταν παραλιακή.
Το Ξενοδοχείο ΑΚΤΑΙΟΝ αναγείρεται σε έκταση 10.000 τετραγωνικών πήχεων. Κυρίως, στη θέση όπου βρισκόταν όπως αναφέραμε, η παλαιά οικία του Κωνσταντίνου Γιαννόπουλου (πρώτου οικιστή του Νέου Φαλήρου) και η οποία έφερε την επιγραφή «η πρώτη εν Φαλήρω κτισθείσα οικία εν έτει 1875¨.
Η κατασκευή του ξενοδοχείου αυτού ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Πάνο Καραθανασόπουλο ο οποίος υπήρξε μεν μαθητής του Ερνέστου Τσίλερ, αλλά τα σχέδια και η κατασκευή ήταν αποκλειστικά δικά του.
Ο Πάνος Καραθανασόπουλος άφησε το δικό του στίγμα στην Ελλάδα, καθώς τα έργα του κοσμούν πολλές πόλεις όπως τον Βόλο, το Άργος (Δημοτική Αγορά), την Πάτρα, την Αθήνα κ.α.
Κύριος βοηθός στην κατασκευή και υλοποίηση των σχεδίων του ήταν ο Λάζαρος Γλήνης.
Τον Ιανουάριο του 1902 ανακοινώνεται ότι η ανέγερση του ξενοδοχείου θα ολοκληρωθεί τον Μάιο του 1903. Σε όλη την διάρκεια της κατασκευής του, το εργοτάξιό του γίνεται αντικείμενο επισκέψεων τόσο του Βασιλιά όσο και των Μελών της Βασιλικής Οικογένειας, ειδικά του Πρίγκιπα Νικολάου και πολιτικού κόσμου που αντιλαμβάνονται ότι το έργο αυτό θα είναι έργο οικονομικής ανάπτυξης.
Σκοπός του ιδιοκτήτη Ι. Πεσματζόγλου δεν είναι να λειτουργήσει ο ίδιος το ξενοδοχείο αλλά να το ενοικιάσει. Το πετυχαίνει μετά από μακρές διαπραγματεύσεις. Η ανακοίνωση της ενοικίασης γίνεται στις 28 Δεκεμβρίου του 1902, σύμφωνα με την οποία ενοικιάσθηκε για μια δεκαετία με ενοίκιο 100.000 δραχμών κατ΄έτος από τον έμπειρο επιχειρηματία και ιδιοκτήτη του Ξενοδοχείου «Κρυστάλλ Παλλάς» στην Κωνσταντινούπολη Α. Μελιέ (A. Meslier).
Ο Μελιέ κατά το πρότυπο το «Κρυστάλλ Παλλάς» μετονομάζει το Ακταίον σε «Ακταίον Παλλάς». Η προσθήκη χαράζεται σε μεταγενέστερο χρόνο κάτω από τις κεντρικές εισόδους του ξενοδοχείου και κάτω από την αρχική επιγραφή ΑΚΤΑΙΟΝ.
Ο Μελιέ αναλαμβάνει να επιπλώσει και να διακοσμήσει εσωτερικώς το ξενοδοχείο με απαλλαγή του ενοικίου για τα δύο πρώτα έτη. Ξοδεύει για την διακόσμηση και τον εξοπλισμό το τεράστιο για την εποχή ποσόν των 2.000.000 δραχμών! Παρόλα αυτά ο Μελιέ είχε κέρδος 400.000 δραχμών καθότι η συμφωνία με τον Πεσματζόγλου τον είχε απαλλάξει για 24 μήνες από την καταβολή ενοικίου.
Έτσι αυτό που είχε φανεί εξωφρενική σπατάλη τότε, επί της ουσίας ήταν μια πανέξυπνη επιχειρηματική κίνηση από τον Μελιέ.
Τελικώς το πενταώροφο ξενοδοχείο των 160 δωματίων ξεκινά την πλήρως την λειτουργία του στις 1 Ιουνίου 1903 με πλήρες όνομα όπως ήδη αναφέραμε «ΑΚΤΑΙΟΝ PALACE HOTEL». Για κάποιο διάστημα πριν διέθετε τα σαλόνια του και κάποιους άλλους χώρους του μόνο για διοργάνωση εκδηλώσεων, χορών και συνεδρίων.
Η πρώτη ορχήστρα έπαιξε μουσική στα σαλόνια του ΑΚΤΑΙΟΝ την 1η Ιουνίου του 1903 και ήταν η Αυτοκρατορική φιλαρμονική του Ρωσικού Στόλου που τότε ναυλοχούσε μόνιμα στον Πειραιά.
Το «Ακταίον» υπήρξε γι αρκετά χρόνια το επίκεντρο της κοινωνικής και κοσμικής ζωής της Αθήνας και του Πειραιά. Εκεί δίνονταν επίσημοι χοροί καλοκαίρι και χειμώνα. Η φήμη του έγινε ακόμα πιο μεγάλη όταν διευθυντής του διετέλεσε ο Μιχάλης Ρούσσος που αργότερα ανέλαβε την διεύθυνση του ξενοδοχείου της Εταιρίας Σιδηροδρόμων Αθηνών Πειραιώς, του «Μεγάλου Ξενοδοχείου» ή αλλιώς «Grand Hotel De Phalere».
Από τα σαλόνια του ΑΚΤΑΙΟΝ παρήλασαν όλοι οι Βασιλείς, Πρίγκιπες και πολιτικοί, είτε για την παράθεση κάποιου επίσημου γεύματος, είτε για διαμονή, είτε για την συμμετοχή σε κάποιο τσάι φιλανθρωπικού συλλόγου ή χοροεσπερίδας.
Πέριξ του ΑΚΤΑΙΟΝ ο Πεσματζόγλου διαμόρφωσε τον χώρο ώστε να προσδίδει την απαραίτητη αίγλη στο ξενοδοχείο, μεταξύ δε των κατασκευών υπήρξε και η περίφημη «Ταραντέλα» που φιλοξενούσε αρχικώς την μπάντα του ΑΚΤΑΙΟΝ.
Το Ακταίον δεν κατεδαφίστηκε με μιας. Υπήρξε μια περίοδος προπολεμικά, όπου πρώτα κατεδάφισαν τους θόλους του προς «ελάφρυνση της όλης κατασκευής». Έλεγαν τότε πως το κτήριο κινδύνευε να καταρρεύσει! Την περίοδο 1935-1936 κυκλοφορούσαν διαρκώς καταχωρίσεις στις εφημερίδες της εποχής με τις οποίες πληροφορούσαν το κοινό πως ό,τι είχε απομείνει από το ξενοδοχείο διατίθετο προς ενοικίαση.
Τελικά ακολούθησε η κατεδάφισή του από τον διαβόητο για τις κατεδαφίσεις δήμαρχο Πειραία Αριστείδη Στ. Σκυλίτση. Κατά τη διάρκεια της θητείας του, η οποία συμπίπτει χρονικά με τη χούντα, κατεδαφίστηκαν μεταξύ άλλων η Ράλλειος Σχολή, το ιστορικό Ρολόι του Πειραιά, το θεατράκι του Τσίλερ στο νέο Φάληρο, η βίλα Ζαχαρίου.
Μαζί με αυτά εξαφανίσθηκε και το μικρό τμήμα του κτιρίου που είχε διασωθεί κι άξιζε να διατηρηθεί σαν τεκμήριο μιας εποχής που χάθηκε οριστικά. Ένα αρχιτεκτονικό έγκλημα ανάμεσα στα τόσα που έγιναν στις ελληνικές πόλεις που ακόμη περιμένει δικαίωση…