Η επιστράτευση του 1974 τότε που οι Έλληνες θα μετέβαιναν στην Κύπρο για να πολεμήσουν τους Τούρκους, κατέληξε σε φιάσκο, καθώς επικρατούσε πλήρης αποδιοργάνωση, παρόλο που τη χώρα μας κυβερνούσαν στρατιωτικοί.
Τον Ιούλιου του 1974 οι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι την κρίση στο πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας και της Κύπρου εισέβαλαν στην Κυπριακή Δημοκρατία και άρχισαν να καταλαμβάνουν εδάφη του νησιού.
Η Χούντα καθυστέρησε να αντιδράσει, ωστόσο, στην είδηση της τουρκικής απόβασης κήρυξε γενική επιστράτευση. Επρόκειτο για την τελευταία μεγάλης κλίμακας επιστράτευση στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Νέοι σε όλη τη χώρα άρχισαν να ετοιμάζονται για πόλεμο με τους Τούρκους και γονείς κυριεύτηκαν από ανησυχία για τα παιδιά τους που θα έφευγαν για την Κύπρο. Ανοιχτά φορτηγά κινούνταν στους δρόμους με ενθουσιώδεις νέους στις καρότσες και οι σιδηρόδρομοι πλημμύρισαν από νεαρά παιδιά με βαλίτσες στα χέρια.
Ωστόσο, όταν έφτασαν στα κέντρα επιστράτευσης επικράτησε το απόλυτο χάος, καθώς δεν βρήκαν ούτε στολές, ούτε πολεμικό υλικό. Οι περισσότεροι έφτασαν μόνο μέχρι το κέντρο επιστράτευσης.
Όπως είχε αναφέρει ο Έφεδρος Ίλαρχος Καλπακτσόγλου Παρασκευάς: «Ήταν Σάββατο 20 Ιουλίου 1974 όταν η κήρυξη της επιστράτευσης με βρήκε στο κατάστημα ενδυμάτων του φίλου μου Κώστα Στεφανίδη, στην αγορά της Κατερίνης. Διαπιστώσαμε ότι παρουσιαζόμασταν και οι δύο στην ίδια Μονάδα, τη Β’ ΕΑΝ στη Νεοκαισάρεια Πιερίας. Μου ήταν γνώριμη Μονάδα αφού από εκεί είχα απολυθεί. Ψύχραιμα πήγα στο σπίτι μου, ετοίμασα τα απαραίτητα και τσιμπώντας κάτι αποχαιρέτησα τους δικούς μου. Ο αποχαιρετισμός ήταν σιωπηλός. Η μάνα μου, σκληρή όπως ήταν, με χτύπησε στην πλάτη. Ο πατέρας μου γύρισε το πρόσωπό του στα πλάγια για να μην τον δω να δακρύζει.
Στη Μονάδα έφτασα λίγο μετά το μεσημέρι. Γινόταν χαμός! Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα! Κατατάχτηκα γρήγορα και με έστειλαν στην 3η ΙΛΑΝ. Προσπάθησα να αναγνωρίσω την κατάσταση. Ήδη τα Μ47 της Μονάδας είχαν μεταφερθεί προ διμήνου στη Χίο. Στο στρατόπεδο απέμεναν μάχιμα μόνο τα Μ59, τα Μ106 και τα Μ38Α1. Από τα τελευταία όσα ήταν αντιαρματικοί φορείς δεν είχαν τα ΠΑΟ τους.
Στο έμψυχο δυναμικό της Μονάδας υπήρχε αλαλούμ. Ήταν Ιούλιος και η Χωροφυλακή δεν είχε πραγματοποιήσει έγκαιρα τις αλλαγές των Φύλλων Πορείας, που γίνονταν κάθε χρόνο αυτό το μήνα. Έτσι στο στρατόπεδο υπήρχε σχεδόν διπλάσιος αριθμός ανδρών από τον προβλεπόμενο, όπως αυτών με παλιά Φύλλα Πορείας που πιθανώς με την αντικατάσταση θα παρουσιάζονταν αλλού και αυτών που είχαν προλάβει να πάρουν νέα Φύλλα Πορείας και είχαν παρουσιαστεί κανονικά. Για το λόγο αυτό υπήρχε σημαντικό πρόβλημα σίτισης και στέγασης όλων των ανδρών.
Έξω από το στρατόπεδο υπήρχαν εκατοντάδες συγγενείς των επιστράτων, ανήσυχοι για τους ανθρώπους τους και αντιλαμβανόμενοι ότι υπάρχει πρόβλημα σίτισής τους, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να προωθήσουν τρόφιμα γι αυτούς. Μπισκότα, σοκολάτες, φρυγανιές, ότι εύρισκαν. Τα λίγα προϊόντα του ΚΨΜ της Μονάδας είχαν εξαντληθεί τις πρώτες ώρες. Μέσα στην απόγνωση εμφανίστηκε στο στρατόπεδο ένα αγροτικό φορτηγάκι γεμάτο ψωμιά. Γι αυτά είχε φροντίσει ο ιερέας της Νεοκαισάρειας καθώς και κάποιοι κάτοικοι αυτού του χωριού. Εξαφανίστηκαν σε δευτερόλεπτα!
Η πρώτη νύχτα στη Μονάδα ήταν δύσκολη. Φυσικά δεν κοιμήθηκα, όπως και οι περισσότεροι. Αντιλήφθηκα ότι έγινε συγκέντρωση των μόνιμων αξιωματικών και δυσαρεστήθηκα. Οι υπαξιωματικοί μου και οι οπλίτες (πολλοί γνώριμοί μου) με ρωτούσαν τι πρόκειται να γίνει. Που θα πάμε, αν θα πολεμήσουμε και με τι. Προσπαθούσα να τους καθησυχάσω με αοριστίες και ψεμματάκια. Δεν μας είχε δοθεί οπλισμός. Οι μόνοι που είχαν όπλα ήταν οι κληρωτοί. Οι μισοί όμως από αυτούς ήταν μουσουλμάνοι και είχαν απαλλαγεί από τη φύλαξη του στρατοπέδου.
Το πρωί της 21ης Ιουλίου ο ήλιος μας βρήκε πιο ανήσυχους. Από κάποια ραδιοφωνάκια είχαμε μερική πληροφόρηση για τα γεγονότα που συνέβαιναν και το φρόνημα των ανδρών άρχισε να ανεβαίνει. Θα πολεμήσουμε! Κάποιοι τόλμησαν να γράψουν με μεγάλα εμφανή γράμματα στις πλευρές των Μ59 : «Χούλια! Έρχομαι!!!!». Απευθύνονταν στην ωραία τουρκάλα ηθοποιό του κινηματογράφου Χούλια Κοτσγιγίτ.»
Όπως είχε περιγράψει, μετά από ασυνεννοησία πήραν όπλα και θα κατευθύνονταν στην Κρήτη. Αφού πέρασαν μέσα από τους δρόμους της πόλης και οι κάτοικοι βγήκαν να τους αποχαιρετήσουν, τελικά κατέληξαν στις εγκαταστάσεις του Αγροκτήματος του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για να προστατεύουν το αεροδρόμιο Θεσσαλονίκης και κάποια άλλα ευαίσθητα σημεία. Στην περιγραφή του κάνει λόγο για τα Μ59 που είχαν μείνει στο δρόμο από υπερθέρμανση κινητήρων και για στρατιώτες που διψούσαν και υλικό που αγνοείτο. Στρατιώτες δεν γνώριζαν τίποτε για ασυρμάτους και επικοινωνίες στρατού, δεν είχαν εκπαιδευτεί για τα όπλα που κρατούσαν και φορούσαν λάθος νούμερα στολή και άρβυλα.
Η κατάσταση που συνάντησαν οι στρατιώτες ήταν ενδεικτική της πλήρους αποδιοργάνωσης του στρατεύματος παρόλο που επί 7 χρόνια κυβερνούσαν στρατιωτικοί τη χώρα. Ο Ιωάννης Μπίτος, που τον «μαύρο» Ιούλιο της εισβολής ήταν επικεφαλής του 3ου Γραφείου Διεύθυνσης Κυπριακού στο Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων είχε χαρακτηρίσει «φιάσκο» την επιστράτευση που διέταξε η χούντα. «Μια επιστράτευση, για να επιτύχει, χρειάζεται κάποιο στάδιο προπαρασκευής», που στις σχετικές ασκήσεις ξεκινά 15 ημέρες από το γεγονός. «Υποτίθεται ότι η κρίσις αρχίζει και από τότε δημιουργείται και καλούνται πυρήνες, επιστρατεύονται ορισμένα οχήματα ή ενεργοποιούνται ορισμένα οχήματα, τα οποία θα στείλουνε τις ατομικές προσκλήσεις κ.λπ.». Όπως είχε πει η επιστράτευση έγινε για «εκφοβισμό», αλλά «απεδείχθη και μπούμερανγκ». Τελικά η επιστράτευση εξελίχθηκε σε φιάσκο και το τέλος της Χούντας ήταν γεγονός.
Πλάνα από την επιστράτευση του 1974 στον σταθμό Λαρίσης: