Η Κούλα Αγαγιώτου ήταν Ελληνίδα ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και την γνώρισε το τηλεοπτικό κοινό αρχικά από τον ρόλο της στο Μαντάμ Σουσού και στο Μεθοριακός σταθμός αλλά οι περισσότεροι την αγαπήσαμε από τη συμμετοχή της στο Ρετιρέ και το ρόλο της Κυρίας Σοφίας. Ωστόσο, η ίδια κρύβει μία πολύ σκληρή ιστορία την οποία αρκετοί δεν γνωρίζουν.
Σαν χθες (12 Μάϊου) το 1964 η διάσημη ηθοποιός Κούλα Αγαγιώτου παραδίδει στην αστυνομία το μαχαίρι του φονιά ανιψιού της, που ήθελε να σκοτώνει γυναίκες γιατί τον θεωρούσαν άσχημο.
Η ιστορία θα μπορούσε να μοιάζει με μυθιστόρημα, μόνο που είναι η στυγνή, ωμή και αποτρόπαια πραγματικότητα. Το όνομά του, Δημήτρης Ζάγκας. Στις 23 Απριλίου το 1964, ο Ζάγκας βγήκε από το σπίτι του θέλοντας να σκοτώσει. Ήθελε να σκοτώσει μια γυναίκα, γιατί τις μισούσε. Δεν τον ήθελαν, τον θεωρούσαν άσχημο και ήθελε να εκδικηθεί. Όπως έκανε ο Τζακ Αντεροβγάλτης με τον οποίο είχε εμμονή. Όνειρό του; Να κάνει αισθητική επέμβαση για να μοιάζει με το πρότυπό του, τον Δον Ζουάν, ο οποίος άρεσε στις γυναίκες.
Ο Ζάγκας έφυγε από το σπίτι του και πήγε στο Σύνταγμα για να βρει ένα τυχαίο θύμα, όπως αναφέρει η Μηχανή του Χρόνου. Είχε πολύ κόσμο όμως και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Πήγε στο σπίτι του πατέρα του, έκατσε για λίγο και στη συνέχεια βγήκε και πάλι έξω για να ολοκληρώσει το αρρωστημένο πλάνο του. Πήγε στο Παγκράτι και εντόπισε το θύμα του. Μια γυναίκα, την οποία είδε πως ήταν ντυμένη προκλητικά. Περίμενε μέχρι τριγύρω να μην έχει κόσμο, ούτε να τον βλέπουν από τα μπαλκόνια και μόλις το θύμα έστριψε σε ένα σκοτεινό δρομάκι, την μαχαίρωσε στην πλάτη. Η κραυγή της ξεσήκωσε τον κόσμο που βγήκε στα μπαλκόνια, αλλά ο Ζάγκας γρήγορα σκούπισε το μαχαίρι στο πουκάμισό του και έφυγε.
Το όνομα του θύματος ήταν Μαρία Μπαβέα και η αστυνομία, μην έχοντας κάποιο άλλο στοιχείο ξεκίνησε την έρευνά της από αυτήν. Βρήκαν πως η φήμη που ακολουθούσε τη γυναίκα δεν ήταν πρέπουσα. Είχε τη φήμη της προκλητικής, που ξεσήκωνε τους άντρες και μάλιστα ο αρραβωνιαστικός της Λάζαρος Μαυρίδης την είχε αναγκάσει να περάσει από «εξέταση παρθενίας».
Την έλεγαν «πεταλούδα του έρωτα» και στη λίστα των υπόπτων της αστυνομίας μπήκαν κορσικανοί ναύτες, χασάπηδες ακόμα και κουρείς. Για τρεις εβδομάδες όμως δεν είχαν κάνει τίποτα.
Στις 12 Μαΐου, η θεία του δολοφόνου, η γνωστή ηθοποιός Κούλα Αγαγιώτου παρέδωσε στην αστυνομία το μαχαίρι της δολοφονίας και τέσσερις μέρες μετά συνελήφθη. Η αστυνομία βρήκε το ματωμένο πουκάμισο που φορούσε τη νύχτα της δολοφονίας ενώ ο ίδιος σχεδόν αμέσως ομολόγησε, λέγοντας «εγώ σκότωσα αυτή την Μπαβέα».
Ο λόγος; Επειδή μισούσε τις γυναίκες. Ήταν ένα τυχαίο θύμα. Τις μισούσε γιατί τον θεωρούσαν άσχημο. Μισούσε την ίδια του τη μάνα, γιατί τον γέννησε άσχημο, στη συνέχεια και τη θεία του, που τον κατέδωσε. Αυτή μάλιστα, είχε πει, πως είχε τρεις φίλους, που ήταν «ένας κουτσός, ένας νάνος και ένας ψυχικά ανώμαλος». Η γονείς του είχαν χωρίσει μετά από έξι μήνες γάμου και η μητέρα του είχε μπει στο ψυχιατρείο.
Στο σχολείο, όπως υποστήριζε, οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν γιατί δεν μπορούσε να πει το «ρ» και έτσι το παράτησε. Τα βράδια πήγαινε και κοιμόταν σε νεκροταφεία. Συχνά μάλιστα πήγαινε σε κηδείες για να παρακολουθήσει. Είχε εμμονή με την ιστορία του Τζακ του Αντεροβγάλτη και του Ρωμαίου αυτοκράτορα, Καλιγούλα. Ακόμη, έβαφε τα δόντια του κόκκινα, για να μοιάζει με το είδωλο του, τον Δράκουλα.
Πέρασε δύο χρόνια έγκλειστος σε ψυχιατρική κλινική, ωστόσο όχι απλά δεν θεραπεύτηκε αλλά έγινε επικίνδυνος, καθώς στόχος του ήταν να σκοτώσει πολλές γυναίκες και μετά να σκοτωθεί και ο ίδιος σε συμπλοκή.
Στις 13 Ιουνίου του 1965, το δικαστήριο έκρινε ότι «ο κατηγορούμενος ήταν ανιάτως φρενοβλαβής και επικίνδυνος» και καταδικάστηκε για το φόνο, αλλά με το ελαφρυντικό της πλήρους συγχύσεως. Αντί να φυλακιστεί, κλείστηκε σε ψυχιατρική κλινική.