Ατύχημα του Τσερνομπιλ – Αληθινή ιστορία: Δεν ήταν ο κορωνοϊός η μοναδική φορά που οι Έλληνες άδειασαν τα ράφια των σούπερ μάρκετ. Στο παρελθόν υπήρξε μία ακόμη μία περίπτωση, που οι Έλληνες το έκαναν δικαιολογημένα και όχι αδικαιολόγητα, όπως σήμερα.
Ήταν Μεγάλη Τετάρτη του 1986. Η βόρεια Ευρώπη τελούσε ήδη υπό το σοκ του μεγαλύτερου ατυχήματος στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η απόκρυψη της έκρηξης του Τσέρνομπιλ του επί δύο ημέρες από τη σοβιετική ηγεσία μόνο ζημιά προκάλεσε.
Είναι δυνατόν να αποσιωπήσεις ένα μπαράζ εκρήξεων που χαρακτηρίστηκε ισοδύναμο με 2.000 ατομικές βόμβες της Χιροσίμα; Η κυβέρνηση του Μιχαϊλ Γκορμπατσόφ το έκανε επί δύο ημέρες. Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν είχε τελειώσει και το πλήγμα κύρους για τη μία υπερδύναμη ήταν πολύ βαρύ.
Έως ότου εκτιμηθεί από τις επιστημονικές μελέτες το μέγεθος της καταστροφής, λίγοι ήταν αυτοί που γνώριζαν ότι τα μεσάνυχτα της 25ης Απριλίου του ‘86 ο πυρηνικός σταθμός του Τσέρνομπιλ ξέρασε στο περιβάλλον τεράστιες ποσότητες ραδιενεργού υλικού.
Η απόπειρα ενός πειράματος για τον έλεγχο των συστημάτων ασφαλείας προκάλεσε το ατύχημα στον αντιδραστήρα Νο. 4, τινάζοντας στον αέρα το κάλυμμα του, βάρους 1000 τόνων. Ακολούθησε αλυσιδωτή πυρηνική αντίδραση με διαδοχικές εκρήξεις και η πρόκληση μιας τεράστιας πυρκαγιάς με 30 εστίες.
Μέσα σε λίγες ώρες 30 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, οι περισσότεροι εκ των οποίων πυροσβέστες.
Για όλα αυτά ο κόσμος ενημερώθηκε επίσημα σχεδόν 2,5 ημέρες μετά. Από μια ανακοίνωση διάρκειας 20 δευτερολέπτων στη σοβιετική τηλεόραση, που έπαιξε… τέταρτο θέμα στο δελτίο ειδήσεων.
Στις 28 Απριλίου η κυβέρνηση της Σουηδίας απαίτησε από την ΕΣΣΔ επίσημη ενημέρωση για τις επιπτώσεις του τραγικού δυστυχήματος, καθώς το ραδιενεργό νέφος, κινούμενο δυτικά, είχε φτάσει πάνω από τη σκανδιναβική χώρα, τη Γερμανία και την Πολωνία. Τέσσερις μέρες αργότερα ήταν «ορατό» και στον ουρανό της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας, με τη μορφή ραδιενεργού βροχής.
Το διαδίκτυο ήταν ακόμα άγνωστη λέξη, οι ειδήσεις έρχονταν μόνο από τα διεθνή πρακτορεία μέσω τηλεγραφημάτων και από τους ανταποκριτές των εφημερίδων και των τηλεοπτικών σταθμών στις μεγάλες πρωτεύουσες.
Τα νέα έβγαιναν από το Κρεμλίνο με το σταγονόμετρο και ήταν περασμένα από προστατευτικό κόσκινο. Στην Ελλάδα, έκπληκτοι οι πολίτες, μόλις στις 29 Απριλίου, παρακολουθούσαν από τα – δύο εκείνη την εποχή – κανάλια της τηλεόρασης την είδηση για το πυρηνικό ατύχημα. Ήταν Μεγάλη Τετάρτη και η χώρα ετοιμάζονταν για τον εορτασμό του Πάσχα. Αυτό που ακολούθησε έμοιαζε βγαλμένο από σενάριο επιστημονικής… καταστροφολογίας.
Προκλήθηκε ένα είδος ομαδικής υστερίας, που πήρε κατά βάση τη μορφή επιδρομής στα σούπερ μάρκετ.
Οι εταιρίες γάλακτος και κονσερβών είδαν τα κέρδη τους να εκτινάσσονται. Επιχειρηματίες έγιναν πλούσιοι… κατά λάθος μέσα σε 2 μέρες, χάρη σε ένα δυστύχημα που μπορούσε να στερήσει τη ζωή ακόμα και των ίδιων.
Μέσα σε 2 ημέρες αγοράστηκαν κουτιά γάλατος εβαπορέ και κατεψυγμένα προϊόντα που υπό κανονικές συνθήκες διανέμονται σε ένα εξάμηνο! Η παγκόσμια κοινή γνώμη, άμαθη μπροστά σε έναν αόρατο και άγνωστο έως τότε εχθρό, λειτουργούσε σπασμωδικά.
Εξαίρεση δεν αποτέλεσε η ελληνική. Στο επίκεντρο της κριτικής – για ολιγωρία – τέθηκαν ο «Δημόκριτος» και το Υπουργείο Υγείας, που «άφησαν τους καταναλωτές να αγοράζουν λαχανικά για το Πάσχα παρά το γεγονός ότι μπορεί να είχαν προσβληθεί από ραδιενέργεια».
Ο πανικός στον ελληνικό πληθυσμό σχετικά με την ασφάλεια των τροφίμων επεκτάθηκε σε όλη την επικράτεια, καθώς λίγες μέρες μετά το ατύχημα ένα τρίτο σύννεφο μετέφερε τη ραδιενέργεια στα Βαλκάνια και τη Βόρειο Ελλάδα. Ο κρατικός μηχανισμός άρχισε να κάνει συστάσεις για αποφυγή του φρέσκου γάλακτος και το καλό πλύσιμο φρούτων και λαχανικών από τις 5 Μαΐου και μετά.
Μεγάλο μέρος του πληθυσμού απέφευγε όπως ο διάολος το λιβάνι την κατανάλωση λαχανικών, φρούτων και νωπών προϊόντων, κυρίως πουλερικών. Οι φράουλες και τα υπόλοιπα φρούτα εποχής σάπιζαν στις χωματερές από φόβο. Τα κονσερβοειδή και τα μακαρόνια είχαν γίνει ανάρπαστα, «αδειάζοντας» τα σχετικά ράφια των σούπερ μάρκετ.
Δεν ήταν πάντως αναίτιες όλη η σύγχυση και αναστάτωση που είχαν προκληθεί. Το ραδιενεργό νέφος επηρέασε πράγματι τη Βόρεια Ελλάδα και τη Θεσσαλία, όπου χρόνια αργότερα ανιχνεύονταν ποσά ραδιενέργειας υψηλότερα του κανονικού.
Η κανονικότητα στην Ελλάδα επανήλθε ύστερα από λίγους μήνες. Στην περιοχή – πυρήνα της καταστροφής είναι γνωστό ότι δεν επανήλθε ποτέ.
Το μέγεθος της καταστροφής παραμένει έως και σήμερα ανυπολόγιστο επακριβώς. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των επίσημων στοιχείων, 400.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν τις εστίες τους, 8,4 εκατ. εκτέθηκαν στη ραδιενέργεια και περίπου 6 εκατ. ζουν ακόμα σε μολυσμένες ζώνες. Το Τσέρνομπιλ και το γειτονικό Πριπιάτ, που είχε οικοδομηθεί αποκλειστικά για τους εργαζόμενους στον πυρηνικό σταθμό, είναι έως και σήμερα πόλεις – «φαντάσματα».
Χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, στην πλειονότητα τους βέβαια μεταξύ αυτών που θυσιάστηκαν για να κουκουλώσουν τον όλεθρο, συμμετέχοντας στον καθαρισμό της μόλυνσης που εκλύθηκε από τον τέταρτο αντιδραστήρα. Χιλιάδες τόνοι άμμου χύθηκαν σε αυτόν από τα μιλούνια ανθρώπων που επιστράτευσε η σοβιετική διοίκηση και έγιναν γνωστοί ως «εξολοθρευτές».
Μόνο τέτοιοι βέβαια δεν μπορούν να αποκαλούνται οι πιο συνειδητοί αυτόχειρες της ιστορίας. Αυτοί που «καταδικάστηκαν» ερήμην να πληρώσουν με τη δική τους ζωή τη διάσωση πολλών άλλων…