Εγκλήματα… Εγκλήματα που συντάραξαν την Ελλάδα μόνο στο άκουσμά τους. Συζυγοκτόνοι που σκόρπισαν πένθος και πόνο σε μανάδες, πατεράδες και παιδιά. Κάποιοι τα ονομάζουν εγκλήματα πάθους, κάποιοι άλλοι γυναικοκτονιά. Όπως και εγώ…
Της: Χριστίνας Προφαντή
Από τον παραμυθένιο τους γάμο πριν από περίπου ένα χρόνο, στην πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής τους, με τη γέννηση της κορούλας τους. Η Κάρολαϊν στα 20 χρόνια της φοιτήτρια και εκείνος στα 32 του, πιλότος ελικοπτέρων.
Συγγενείς και φίλοι του ζευγαριού, είχαν να λένε για τη μεγά
λη τους αγάπη που επισφραγίστηκε με το γάμο τους. Η Κάρολαϊν και ο Μπάμπης έδειχναν να απολαμβάνουν τη ζωή τους απόλυτα ερωτευμένοι και ήρεμοι. Ο ένας για τον άλλον, μαζί με το αγγελούδι τους.
Συζυγοκτόνοι – Στη μεζονέτα στην οδό Παναγούλη στα Γλυκά Νερά όμως θα γραφτεί από ώρα σε ώρα μία από τις πιο μαύρες σελίδες στην ιστορία των εγκλημάτων στην Ελλάδα. Ο Μπάμπης τηλεφωνεί στην αστυνομία και ζητά απεγνωσμένα βοήθεια. Οι αστυνομικοί φτάνουν σε 6 λεπτά και αντικρίζουν μία σκηνή βγαλμένη από ταινία θρίλερ.
Η 20χρονη Κάρολαϊν νεκρή στο κρεβάτι, δίπλα στο 11 μηνών βρέφος της. Ο 32χρονος δεμένος και φιμωμένος στο πάτωμα και το σκυλί πνιγμένο και κρεμασμένο στην κουπαστή.
Συζυγοκτόνοι – Ο “τραγικός” σύζυγος μιλάει στις κάμερες. Ψύχραιμος, χωρίς να κοιτάει τις κάμερες και τους δημοσιογράφους στα μάτια…
Ο δρόμος μακρύς. Ακριβώς 40 μέρες ο 32χρονος, πιλότος στο επάγγελμα, ισχυρίζεται ότι στο σπίτι μπήκαν τρεις άνδρες με όπλα. Τους βασάνισαν για να τους ληστέψουν, σκότωσαν την γυναίκα του και εξαφανίστηκαν. Οι αστυνομία κάνει φύλλο και φτερό τα πάντα. Κάμερες ασφαλείας, μάρτυρες, καταθέσεις… Δεν βρίσκει τίποτα που να δείχνει εισβολή τρίτων στο σπίτι. Και ξανά από την αρχή…
Συζυγοκτόνοι – Και εκεί που όλα έδειχναν για εμάς ότι το έγκλημα δεν θα εξιχνιαστεί ποτέ, η αστυνομία κρατάει στα χέρια της τα πιο αδιάσειστα στοιχεία. Στοιχεία που δείχνουν πως το έγκλημα γράφτηκε με τα χέρια του πιλότου.
– Πρώτο στοιχείο είναι πως το ρολόι της Κάρολαϊν όπως και όλα τα smartwatch, καταγράφουν την αύξηση των παλμών του χρήστη. Οι ώρες του ρολογιού που δείχνουν αύξηση των παλμών της Κάρολαϊν, δεν συνάδουν με τις ώρες της εισβολής των ληστών, με βάση τις περιγραφές του συζύγου της.
– Σε ότι έχει να κάνει με τις κάμερες του σπιτιού το καταγραφικό δόθηκε από την ΕΛ.ΑΣ σε ειδικευμένο εργαστήριο στο εξωτερικό για ανάλυση των δεδομένων. Από τις αναλύσεις προκύπτει ότι η ώρα που αφαιρέθηκαν οι κάρτες, δεν συνάδει με την ώρα της εισβολής, όπως είχε δηλώσει στην κατάθεσή του ο πιλότος.
– Τρίτο στοιχείο, το καταγραφικό το συγκεκριμένο υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να έχει κρατήσει κάποιες εικόνες, παρά το γεγονός του αφαιρέθηκαν οι κάρτες. Αυτό το υλικό είναι πιθανό να μας οδηγήσει στον πραγματικό δολοφόνο της Καρολάιν.
Στέλνουν στην Αλόννησο ελικόπτερο του Ανθρωποκτονιών να τον μεταφέρει στην ΓΑΔΑ. Τον περιμένει όσο κλαίει στην αγκαλιά της μητέρας της. Είναι τα 40 της Κάρολαϊν… Φεύγει άρον άρον και βρίσκεται ξαφνικά στον 11ο όροφο της ΓΑΔΑ όμως πλέον δεν μπορεί να ξεφύγει!
Ο 32χρονος πιλότος μετά από ανάκριση οκτώ και πλέον ωρών ισχυρίστηκε ότι η νεαρή γυναίκα του του είπε όταν ήταν αποφασισμένη να πάρει το παιδί και να τον εγκαταλείψει.
«Εκείνο το βράδυ τσακωνόμασταν από νωρίς. Κάποια στιγμή πέταξε το παιδί στην κούνια και μου είπε σήκω και φύγε από το σπίτι. Με έσπρωξε και μου έριξε και μπουνιές. Θόλωσα, την έπνιξα και στη συνέχεια σκηνοθέτησα τη ληστεία», φέρεται να είπε ο 32χρονος στους αστυνομικούς.
Επιβεβαιώθηκε το πιο τραγικό σενάριο. Η Κάρολαϊν πλέον ίσως είναι πιο ήρεμη, κάποιοι ίσως πουν δικαιώθηκε, αλλά όχι, δεν υπάρχει τιμωρία για ανθρώπους σαν τον Μπάμπη.
Δεν το χωράει ο νους αυτό που συνέβη στην Μακρινίτσα του Πηλίου. Από τη μια στιγμή στην άλλη δύο αδέρφια βρήκαν τραγικό θάνατο από τον άνθρωπο που έβαλαν στο σπίτι τους και τον έκαναν γαμπρό. Από τον άνθρωπο που ο Θεός αξίωσε να γίνει πατέρας…
Συζυγοκτόνοι – Ο Γιώργος Τσάπας, 30 ετών και η αδελφή του Κωνσταντίνα Τσάπα, 28 χρόνων, μητέρα ενός παιδιού δύο ετών, πέφτουν νεκρή από πολλαπλές μαχαιρίες σε όλο τους το σώμα, από τα χέρια του πρώην συζύγου της.
Η Κωνσταντίνα ήταν τέσσερα χρόνια παντρεμένη με τον δολοφόνο της, ενώ βρίσκονταν σε διάσταση περίπου από τα περασμένα Χριστούγεννα.
Το άγριο φονικό συνέβη στις 8 το απόγευμα της 5ης Απριλίου 2021, όταν ο 31χρονος πήγε στο σπίτι της οικογένειας και διαπληκτίστηκε έντονα με την σύζυγό του και τον αδελφό της, καθώς φέρεται ότι απαιτούσε να του δώσουν το παιδί του. Όμως, η νεαρή γυναίκα είχε κάνει ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του, που φέρονται ότι του απαγόρευαν την επικοινωνία με την ίδια και το παιδί.
Ξαφνικά έβγαλε ένα μαχαίρι και αφού πρώτα επιτέθηκε στην μητέρα των αδικοχαμένων αδερφών, άρχισε να καρφώνει με μανία την πρώην σύζυγό στην κοιλιά και στο πλευρά, σωριάζοντάς την αιμόφυρτη στο δάπεδο του και φεύγοντας πέτυχε στην αυλή του σπιτιού τον αδερφό της Γιώργο και «τελείωσε το έργο του». Ο 30χρονος προσπάθησε να αφοπλίσει το μαινόμενο 31χρονο. Δέχθηκε πλήγματα από την κοφτερή λεπίδα στην κοιλιά και την καρδιά που προκάλεσαν το ακαριαίο θάνατό του!
Η 28χρονη Κωνσταντίνα Τσάπα παρελήφθη από ασθενοφόρο, όμως παρ’ όλο που οι γιατροί στο νοσοκομείο έκαναν ό,τι ήταν δυνατό για να την κρατήσουν στη ζωή, άφησε την τελευταία της πνοή.
Αμέσως μετά το μακελειό, ο δολοφόνος τράπηκε σε φυγή, μπήκε στο αυτοκίνητό του και έφυγε με κατεύθυνση προς το σπίτι του, σε ένα άλλο χωριό του Πηλίου. Οι κινήσεις των αστυνομικών δυνάμεων που ειδοποιήθηκαν άμεσα για το διπλό έγκλημα, τον έκαναν να αλλάζει συνεχώς κατευθύνσεις, αλλά όλες οι δίοδοι ήταν αποκλεισμένες με αποτέλεσμα να συλληφθεί. Στη συνέχεια οδηγήθηκε στην Αστυνομική Διεύθυνση Μαγνησίας.
Οι σοροί των δύο νέων παιδιών μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο του Βόλου. Οι συγγενείς τους έφτασαν στο “Αχιλλοπούλειο” και ενημερώθηκαν ότι τα δύο αδέρφια έφυγαν από τη ζωή.
Οι γονείς σοκαρισμένοι δεν μπορούσαν να πιστέψουν το κακό που τους βρήκε. Έχασαν τα δύο τους παιδιά μέσα σε ένα βράδυ, τόσο άδικα..
Ο δράστης του διπλού φονικού οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού και με βάση τα λεγόμενά του δεν θυμόταν τίποτα. Ρωτούσε τους αστυνομικούς πως είναι η γυναίκα του και έλεγε πως φοβόταν τον κουνιάδο του…
Στις 8 Ιανουαρίου 1999 ο Σκιαδόπουλος στραγγάλισε το πρώην μοντέλο, έκοψε το κεφάλι, έβαλε το σώμα σε μια βαλίτσα και το πέταξε σε λίμνη της Καβάλας. Μάλιστα, έκοψε το κεφάλι της αρραβωνιαστικιάς του με πριόνι, επειδή δεν χωρούσε στη βαλίτσα, και το πέταξε για να μη βρεθεί ποτέ. Χαρακτηριστικό του σφοδρού έρωτα που έτρεφε για την Αμερικανίδα ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο, το γεγονός ότι παράτησε την καριέρα του, για να εξασκήσει το επάγγελμα του οδηγού ταξί, ώστε να είναι συνεχώς κοντά της.
Συζυγοκτόνοι – Για 18 μέρες ο μηχανικός του εμπορικού ναυτικού προσπαθούσε να κρύψει το φοβερό του έγκλημα. Μάλιστα, έβγαινε τότε στα τηλεοπτικά κανάλια από το κέντρο της Αθήνας και εκλιπαρούσε να τον βοηθήσουν να βρεθεί η σύντροφός του.
«Ήταν ο μεγάλος έρωτας της ζωής μου. Όταν μου είπε πως θα χωρίζαμε, λίγες ημέρες πριν παντρευτούμε, έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου», είχε πει ο 23χρονος Γιώργος Σκιαδόπουλος, ο ναυτικός που δολοφόνησε την 30χρονη Ελληνοαμερικανίδα Τζούλι Μαρί Σκάλι.
Συζυγοκτόνοι – Ο Δάνος Μουρατίδης και η Κική Κούσογλου μεγάλωσαν και οι δύο στην Βέροια, γνωρίζονταν και η γνωριμία αυτή δεν άργησε να γίνει φλερτ και αργότερα σχέση. Μάλιστα εξελίχθηκε σε έναν πολύ μεγάλο έρωτα που μετρούσε πέντε ολόκληρα χρόνια.
Το 2005 πήραν την απόφαση να χωρίσουν. Έντονοι καυγάδες και ζήλια… Όμως παρολ’ αυτά το ζευγάρι χώρισε με ήρεμο τρόπο και διατήρησαν καλές σχέσεις μεταξύ τους, ακόμα και μετά το χωρισμό.
Όμως τα ξημερώματα της 11ης Απριλίου μία συνάντησή τους κατέληξε στο σπίτι του Δάνου. Ενώ οι δύο τους βρίσκονται στο σπίτι του, εκείνος, βρίσκει στο κινητό της κοπέλας, η οποία στο μεσοδιάστημα είχε αποκοιμηθεί, ένα μήνυμα το οποίο τον έκανε να ζηλέψει τρομερά.
Ξεσπάει άγριος καβγάς ανάμεσά τους, με άκρως δυσάρεστη εξέλιξη. Ο Δάνος από τη ζήλεια του και πάνω στο θυμό του, στραγγαλίζει την Κική!
Όταν αντιλήφθηκε την πράξη του και βλέποντας την Κική νεκρή, αποφασίζει με απίστευτη ψυχραιμία να εξαφανίσει το πτώμα και όλα τα στοιχεία, που τον ενοχοποιούν.
Ο Δάνος παίρνει το αυτοκίνητο και αφού τοποθετεί το άψυχο σώμα της Κικής στη θέση του συνοδηγού, το μεταφέρει στην περιοχή του Φράγματος Ασωμάτων Ημαθίας, στις όχθες του Αλιάκμονα. Η επιλογή της περιοχής δεν είναι τυχαία, μιας και πρόκειται για μια ερημική περιοχή ερημική. Εκεί, με τη βοήθεια ενός ξαδέλφου του, ο οποίος παραδέχθηκε αργότερα τη συμμετοχή του, θάβουν το σώμα της Κικής.
Τα πράγματα της άτυχης κοπέλας φρόντισε να τα πετάξει σε διαφορετικό σημείο, προκειμένου να εξαφανίσει όλα τα ίχνη και να στρέψει αλλού τις έρευνες. Στη συνέχεια, επιστρέφει στο σπίτι του σα να μη συμβαίνει τίποτα.
Οι συγγενείς της Κικής αρχίζουν να ανησυχούν από την απουσία της. Η μητέρα της δήλωσε την εξαφάνιση της, όταν ενημερώθηκε πως η κοπέλα απουσίαζε, για δυο ολόκληρες ημέρες, από την καφετέρια όπου εργαζόταν στην πόλη της Βέροιας, χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν.
Την ψάχνουν παντού, χωρίς όμως να έχουν κάποιο αποτέλεσμα. Τότε αποφασίζουν να απευθυνθούν στην εκπομπή «Φως στο Τούνελ» της Αγγελικής Νικολούλης. Μια κίνηση, που τελικά θα αποβεί σωτήρια.
Συζυγοκτόνοι – Ο Δάνος συμμετέχει κανονικά στη διαδικασία τον ερευνών, πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο δε θα υπάρχει καμιά υποψία εις βάρος του. Εξάλλου, ήταν από τους πρώτους στη λίστα υπόπτων της Αστυνομίας, μιας και είχε παραδεχτεί πως συναντήθηκε με τη Κική, στο σπίτι του, το βράδυ πριν εξαφανιστεί. Επέμενε, όμως, πως δεν έχει σχέση με την εξαφάνισή της, καθώς ναι μεν κοιμήθηκαν μαζί, αλλά όταν ξύπνησε, εκείνη είχε φύγει.
Όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, από αυτή της την συμπεριφορά, θεώρησε ότι ο χωρισμός τους ήταν οριστικός και έτσι της έστειλε το εξής μήνυμα στο κινητό: «Όπως νομίζεις εσύ. Ελπίζω να είσαι ευτυχισμένη. Καλά να περνάς, φιλάκια».
Οι έρευνες συνεχίζονται, χωρίς να υπάρχει κάποια εξέλιξη, με το Δάνο να συνεχίζει να δείχνει αμείωτο το ενδιαφέρον του. Δε δίστασε μάλιστα να βγει ακόμα στην εκπομπή της Αγγελικής Νικολούλη, κάνοντας έκκληση στον κόσμο προκειμένου όποιος γνωρίζει κάτι να βοηθήσει στην εύρεση της πρώην συντρόφου του.
Αυτή η συνέντευξη όμως είναι και αυτή που θα τον προδόσει. Η Αγγελική Νικολούλη δεν πείθεται από τα λεγόμενά του και αρχίζει να τον υποψιάζεται. «Κατάλαβα, όταν τον είδα απέναντί μου, ότι κάτι έτρεχε. Φαινόταν ότι ήταν ένοχος» είχε δηλώσει χαρακτηριστικά. Εξάλλου, ο Δάνος σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είχε δει ζωντανή την Κική.
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2011, όλη η Ελλάδα σοκάρεται στο άκουσμα της αποτρόπαιης δολοφονίας της όμορφης 21χρονης Κερκυραίας Ανδριάνας Γαρδικιώτη -με 78 μαχαιριές(!)- από τον 35χρονο σύντροφό της Στάθη Ευσταθίου, που την πέταξε στη λίμνη της Καστοριάς. Ο δράστης (που μεταφέρθηκε στις Φυλακές Γρεβενών) κατά την απολογία του είπε τα εξής:
«Την Ανδριάνα τη λάτρευα. Αν και ήμασταν μαζί περίπου έναν χρόνο, πίστευα ότι ήταν η γυναίκα της ζωής μου. Την αγαπούσα, δεν άντεχα ούτε λεπτό μακριά της. Έκανα τα αδύνατα δυνατά να είμαι συνέχεια μαζί της. Ήταν πολύ όμορφη και ιδιαίτερα κοινωνική. Μιλούσε με όλο τον κόσμο. Την πλησίαζαν συνέχεια άντρες και αυτό δεν το άντεχα»
Όπως εξήγησε, η ζήλεια του ήταν αιτία ομηρικών τσακωμών μεταξύ τους. «Την Παρασκευή -ημέρα της δολοφονίας- τσακωθήκαμε πάλι για το ίδιο ζήτημα. Της είπα ότι ήμουν σίγουρος ότι με απατούσε. Εκείνη το αρνήθηκε, αλλά δεν την πίστεψα. Μου είπε ότι δεν αντέχει άλλο και ότι ήθελε να χωρίσουμε. Θόλωσα και έγινε ό,τι έγινε»…
«’Ήθελε να με χωρίσει για να γυρνά ελεύθερη. Ήθελε να κάνει τη ζωή της. Στη σκέψη και μόνο ότι θα την έχανα τρελάθηκα. Άρπαξα ό,τι βρήκα μπροστά μου και άρχισα να τη χτυπώ! Όταν κατάλαβα ότι ήταν νεκρή, πήρα την απόφαση να την ακολουθήσω. Έτσι θα ήμασταν για πάντα οι δυο μας στον παράδεισο. Αλλά δεν πρόλαβα»
Το ιατροδικαστικό πόρισμα ήταν «σφαγή»: Η κοπέλα έφερε περισσότερα από 78 χτυπήματα από κατσαβίδι. «Το έγκλημα αυτό δεν έχει προηγούμενο», έλεγε τότε ο ιατροδικαστής Ιωάννης Φούντος.
Ο ισοβίτης Σπύρος Καββαδίας σκοτώνει την 27χρονη σύζυγό του Τάνια Χαριτοπούλου.
Συζυγοκτόνοι – Τότε οι τηλεθεατές παρακολουθούσαν σαν σίριαλ την υπόθεση στην εκπομπή της Αγγελικής Νικολούλη, όταν εκείνη από το 1998 κιόλας επιχείρησε να ρίξει φως στην εξαφάνιση της 27χρονης από την Θεσσαλονίκη.
Το πτώμα της Τάνιας δεν βρέθηκε ποτέ, όμως η κάμερα της τηλεόρασης έδειξε ότι στο μπάνιο του διαμερίσματος στο οποίο διέμενε το ζευγάρι υπήρχαν ίχνη ότι κάτι κακό συνέβη εκεί. Το αίμα και υπολείμματα ιστού τα οποία βρέθηκαν στο μπάνιο του σπιτιού ανήκαν σε εκείνη.
Ο Σπύρος Καββαδίας δεν παραδέχτηκε ποτέ το έγκλημά του, ούτε επέδειξε ίχνος τύψεων ή μεταμέλειας.: «Η Τάνια χάθηκε, εξαφανίστηκε… Δεν την σκότωσα, κάπου είναι…».
Το πιο τραγικό όλων είναι ότι παρούσα στη δολοφονία της μητέρας της ήταν η 3,5 ετών τότε κόρη του ζευγαριού η οποία είχε πει τα εξής σοκαριστικά:
«Ο μπαμπάς άρχισε να τραβά από τα μαλλιά τη μαμά. Εκείνη άρχισε να κλαίει και να φωνάζει. Μετά την έβαλε στο κρεβάτι, της έβαλε στο πρόσωπο δύο μαξιλάρια και η μαμά κοιμήθηκε»
Μάλιστα η δημοσιογράφος τον είχε επισκεφθεί και στις φυλακές:
«Όταν σε βλέπω από κοντά είσαι γλυκιά, αλλά όταν θα φύγεις θα σε μισήσω και πάλι…». Με αυτά τα λόγια ο ισοβίτης Σπύρος Καββαδίας απάντησε στην Αγγελική Νικολούλη, όταν οι δυο τους συναντήθηκαν στα κρατητήρια της ΓΑΔΑ, όπου ο καταδικασθείς δολοφόνος είχε καταλήξει μετά από τις έρευνες της δημοσιογράφου.
Το θέμα για την αστυνομική ρεπόρτερ έγινε ακόμη πιο… προσωπικό για την Αγγελική Νικολούλη την στιγμή που φίλος του Καββαδία υποστήριζε, έχοντας φυσικά καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του, ότι ο δολοφόνος, ισοβίτης και δραπέτης είχε βάλει σκοπό της ζωής του να την τιμωρήσει, καθώς την θεωρούσε βασική υπεύθυνη για τη σύλληψη και την καταδίκη του.
«Δεν την έθαψε την κόρη μου. Την κομμάτιασε και την πέταξε στα σκουπίδια… Στην φυλακή να σαπίσει, όπως έκανε με την Τάνια μου. Να μη βγει ποτέ από κει. Τώρα που τον έπιασαν, ας πεθάνω πια», είχε πει τότε η μητέρας της αδικοχαμένης Τάνιας. Απόλυτα βέβαιη για τα γεγονότα που οδήγησαν στον θάνατό της και πεπεισμένη ότι ο άνθρωπος που έβλεπε ψύχραιμο την τηλεόραση ήταν αυτός που έγραψε την πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία της οικογένειάς της.
Συζυγοκτόνοι – Ο Παναγιώτης Φραντζης σκοτώνει με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο την 18χρονη γυναίκα του Ζωή Σαρμάνη και αυτό αποτελεί το φρικιαστικότερο έγκλημα των μεταπολεμικών αστυνομικών χρονικών» σύμφωνα με τον Πάνο Σόμπολο.
Ο πενηντάχρονος υπάλληλος, ο Κώστα Βουζίκας, έρχεται αντιμέτωπος με το πιο αποτρόπαιο θέαμα. Ανακάλυψε μέσα σε πλαστικές σακούλες κάποια ανθρώπινα μέλη, ψάχνοντας για πεταμένους φακέλους. «Νόμισα ότι είναι χοιρινό κρέας. Μόλις το αναποδογύρισα διαπίστωσα ότι ήταν κομμάτι από γυναικείο σώμα».
Η Ζωή Γαρμανή, 18 ετών, δολοφονήθηκε από τον σύζυγό της Παναγιώτη Φραντζή 27 ετών, φοιτητή της Ανωτάτης Εμπορικής. Την τεμάχισε με ένα ακονισμένο χασαπομάχαιρο και τοποθέτησε τα μέλη σε δέκα πλαστικές τσάντες κι αυτές μέσα σε τέσσερις σακούλες σκουπιδιών και τις πέταξε στον κάδο απορριμμάτων του δήμου.
Στα ίχνη του δράστη οδήγησε μία απόδειξη κρεοπωλείου: «Ήταν το κομματάκι μιας ταινίας από ταμειακή μηχανή κάποιου κρεοπωλείου στην οδό Κνωσού 10. Το βρήκαν οι αστυνομικοί μέσα σε μία από τις σακούλες με τα τεμαχισμένα ανθρώπινα μέλη. Έδειξαν στον κρεοπώλη Αναστάσιο Δριμούση το χαρτάκι που έγραφε ότι κάποιος την περασμένη Τρίτη στη 1.08 το μεσημέρι είχε ψωνίσει κρέας 1210 δραχμών», έγραφαν τότε τα δημοσιεύματα.
Γύρω στις 12 το βράδυ της Τετάρτης. Ο Παναγιώτης και η Ζωή βγήκαν και πήγαν να πάρουν παγωτό. Γυρίζοντας η Ζωή του ζήτησε να την πάει σε μπυραρία. Αυτός αρνήθηκε και τσακώθηκαν στο δρόμο και μετά από αυτό έκοψε το θύμα του σε 16 κομμάτια μέχρι τις 4.30 το πρωί, έτρεχε στα δοχεία απορριμμάτων μεταφέροντας τις σακούλες με το τεμαχισμένο κορμί της γυναίκας του.
Ξημερώματα πήγε στην Πειραϊκή και πέταξε στη θάλασσα το μαχαίρι. Δεν το βρήκανε ποτέ, υπέδειξε όμως πού είχε πετάξει το κεφάλι από όπου είχε κόψει τη μύτη και τα αυτιά.»
Σκληρός και χωρίς ίχνος μεταμέλειας, ο 27χρονος Παναγιώτης Φραντζής αφηγήθηκε κυνικότατα τον τρόπο με τον οποίο στραγγάλισε την 18χρονη σύζυγό του. Πλήθος κόσμου που συγκεντρώθηκε στην οδό Νεμέσεως 21, έξω από το σπίτι που έγινε το αποτρόπαιο έγκλημα, προσπάθησε να λιντσάρει το στυγερό φονιά.
«Έχασα το παιχνίδι γιατί το σκουπιδιάρικο δεν πρόλαβε να πάρει το πτώμα» είπε κάποια στιγμή.
Μία απίστευτη τραγωδία συνέβη στη Σαντορίνη. Το Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής δέχτηκε μία κλήση στο τηλέφωνο της υπηρεσίας: «Ελάτε γρήγορα, ένας άνδρας γεμάτος αίματα περπατάει στο δρόμο, κρατώντας στο ένα χέρι ένα κουζινομάχαιρο και στο άλλο ένα κομμένο κεφάλι».
Συζυγοκτόνοι – Ο Θάνος Αρβανίτης και η Άντα Καρκαλή είχαν παντρευτεί έναν χρόνο πριν στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου καταγόταν η νύφη. Πήραν την απόφαση να μετακομίσουν στη Σαντορίνη, μόλις της ήρθε ο διορισμός ως δασκάλα, στο δημοτικό σχολείο του Ακρωτηρίου. Βρήκαν σπίτι στον Βουρβούλο και ο σύζυγος άρχισε να εργάζεται σε ξενοδοχείο στο Ημεροβίγλι ως μάγειρας. Οι γείτονες θα τον περιγράψουν ως ένα κλειστό και ευέξαπτο άντρα, σε αντίθεση με την κοπέλα που θα λέει τα καλύτερα για εκείνον σε όσους γνωρίζει. Τα βίαια ξεσπάσματα του, ήταν αυτά που τού κόστισαν και την προηγούμενη δουλειά του.
Ο Θανάσης Αρβανίτης είχε χρόνια προβλήματα ψυχωτικής φύσης, είχε νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική και είχε κριθεί ακατάλληλος για στράτευση. Ο ψυχίατρος που τον παρακολουθούσε μέχρι το 2003, θα τονίσει αργότερα ότι όφειλε να λαμβάνει τη φαρμακευτική του αγωγή συστηματικά. Όπως όμως έγινε γνωστό ο δράστης, μετά τη γνωριμία του το 2003 με το μελλοντικό του θύμα, σταμάτησε να παίρνει τα φάρμακά του χωρίς να ενημερώσει και τον γιατρό που τον παρακολουθούσε αργότερα.
Ο 31χρονος μάγειρας είχε πάρει το κεφάλι της συζύγου του και περιφερόταν έξαλλος έξω απ’ το σπίτι του, φτάνοντας μέχρι και σε απόσταση 500 μέτρων απ’ αυτό. Προηγουμένως είχε αποκεφαλίσει το σκυλί τους και το είχε πετάξει απ’ το μπαλκόνι.
Συζυγοκτόνοι – Πέντε αστυνομικοί συνολικά, θα φτάσουν σχεδόν ταυτόχρονα και στην έξοδο του χωριού θα δουν τον συζυγοκτόνο να περιφέρεται με το κεφάλι της 25χρονης και με ένα μεγάλο μαχαίρι.
Ο αρχιφύλακας θα βγάλει το όπλο του και θα του φωνάξει να παραδοθεί. Ο άντρας θα πέσει στο έδαφος και θα βάλει τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη, προσποιούμενος ότι παραδίνεται. Οι αστυνομικοί θα τον πιστέψουν. Ο πρώτος που θα τον πλησιάσει όμως θα δει το μαχαίρι του να περνά εκατοστά απ’ το πρόσωπό του. Του φωνάζουν ξανά να παραδοθεί και για εκφοβισμό, ένας απ’ τους δύο ένοπλους αστυνομικούς θα ρίξει στον αέρα.
Εκείνος θα συνεχίσει την προσπάθειά του να το σκάσει και τότε θα δεχτεί δύο σφαίρες. Δεν καταλαβαίνει όμως τίποτα, βρίσκεται σε αμόκ. Θα πέσει κάτω και μόλις τον πλησιάσουν οι αστυνομικοί, θα σηκωθεί ξαφνικά, και θα τραυματίσει τον έναν με το μαχαίρι του στα χείλη. Στη συνέχεια θα πετάξει το κεφάλι της γυναίκας του μέσα στο τζιπ των δόκιμων, οι οποίοι όπως είπαμε και προηγουμένως, ήταν άοπλοι. Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα.
Ο δράστης κάθισε πίσω απ’ το τιμόνι και θα αρχίσει να οδηγεί τραυματισμένος και εκτός εαυτού στους δρόμους της Θήρας. Οι αστυνομικοί θα ειδοποιήσουν τον διοικητή τους. Θα πάρει το τρίτο περιπολικό του τμήματος κι ένα ακόμη ασφαλίτικο και θα φύγει αμέσως για το χωριό όπου είχαν συμβεί όλα αυτά, τον Βουρβούλο.
Λίγα λεπτά αργότερα θα περάσει στο αντίθετο ρεύμα και θα πέσει πάνω σε ένα μηχανάκι που οδηγούν δύο γυναίκες, δύο 26χρονες γιατροί που έκαναν το αγροτικό τους στο νησί. Η μία κοπέλα θα εκτοξευθεί περίπου 15 μέτρα μακριά. Θα τραυματιστεί σοβαρά.
Συζυγοκτόνοι – Λίγο αργότερα, οι αστυνομικοί θα καταφέρουν να τον εντοπίσουν, και προκειμένου να τον σταματήσουν θα πέσουν πάνω του με το περιπολικό. Ο δράστης θα προσποιηθεί τον τραυματισμένο και μόλις τον πλησιάσουν για άλλη μία φορά θα σηκωθεί και θα τους επιτεθεί. Θα προσπαθήσει να αρπάξει το υπηρεσιακό περίστροφο του ενός και ως αντίποινα θα δεχτεί δύο πυροβολισμούς στα πόδια. Μια 20χρονη Ελληνίδα τουρίστρια, που έτυχε να περνάει εκείνη την ώρα θα τραυματιστεί ελαφρά στο πόδι από τον εξοστρακισμό της μίας σφαίρας.
Τον μεταφέρουν με στρατιωτικό αεροπλάνο στην Αθήνα και στη διαδρομή οι νοσηλευτές θα τον ακούσουν να προσεύχεται. Μετά από πολλές ημέρες στο νοσοκομείο, οι γιατροί θα καταφέρουν να του σώσουν τη ζωή.
Συζυγοκτόνοι – Λίγο καιρό μετά το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Μυτιλήνης όπου δικάστηκε τον Δεκέμβριο του 2009, θα περιγράψει με λεπτομέρειες το έγκλημα, με τη δικηγόρο του να υποστηρίζει ότι ο κατηγορούμενος έπασχε από σχιζοφρένεια. Το δικαστήριο όμως έκρινε ότι είχε πλήρη καταλογισμό.
Ο Θάνος Αρβανίτης θα ακούσει ήρεμος τα ισόβια που του επιβλήθηκαν καθώς και την καταδίκη του σε κάθειρξη 25 ετών κατά συγχώνευση για απόπειρα ανθρωποκτονίας ενός αστυνομικού και δύο γιατρών και σε φυλάκιση δέκα ετών για τις υπόλοιπες κατηγορίες μεταξύ των οποίων οπλοφορία, οπλοχρησία, περιύβριση νεκρού κλπ.
Το 1972, ο Βασίλης Λυμπέρης καταστρώνει σχέδιο, προκειμένου να αφανίσει την οικογένειά του. Σημειώνεται ότι έναν χρόνο πριν, η σύζυγός του με διαθήκη άφηνε όλη την περιουσία της στα παιδιά της, γεγονός που εξόργισε τον Λυμπέρη. Τα ξημερώματα της 4ης Ιανουαρίου εκείνης της χρονιάς, ο Βασίλης Λυμπέρης αδειάζει μπιτόνια με βενζίνη στο σπίτι και βάζει φωτιά.
Προτού θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του, είχε πάει στον κινηματογράφο, με σκοπό, όπως υποστήριξε, να φύγει από το μυαλό του το φονικό. Ωστόσο, όντας αποφασισμένος, καίει τη γυναίκα, τα παιδιά και την πεθερά του. Ο 27χρονος, τότε, Βασίλης Λυμπέρης, καταδικάζεται σε θανατική ποινή. Έτσι, την Παρασκευή, 25 Αυγούστου, 1972, στις 05:49 τα ξημερώματα εκτελείται στη θέση «Δύο Αοράκια» Νέας Αλικαρνασσού, στο Ηράκλειο Κρήτης. Ήταν ο τελευταίος κατάδικος που υποβλήθηκε στην εσχάτη των ποινών στην Ελλάδα.
Το τελευταίο έγκλημα πάθους που συγκλόνισε το πανελλήνιο ήταν αυτό στο Βελβεντό Κοζάνης τον Ιανουάριο του 2016. Ο Τάσος Τσιουχάρας στραγγάλισε την γυναίκα του Ανθή και άφησε ορφανά τα τρία τους παιδιά
Το ημερολόγιο γράφει Σάββατο, 9 Ιανουαρίου 2016, και η ώρα πλησιάζει 11 το βράδυ. Στο Βελβεντό Κοζάνης ένας άνδρας ο Τάσος Τσιουχάρας επιστρέφει στο σπίτι του. Είναι νευρικός, απότομος, έτοιμος να πιαστεί στα χέρια για το παραμικρό. Η γυναίκα του, η Ανθή, έχει ξαπλώσει. Τα τρία τους παιδιά κοιμούνται παραδίπλα και η τηλεόραση είναι ανοιχτή. Λίγα λεπτά αργότερα κάποιοι περαστικοί ακούνε φωνές από το σπίτι της οικογένειας. Κι ύστερα σιγή. Ο Τάσος έχει στραγγαλίσει την Ανθή.
Συζυγοκτόνοι – Απαλλαγμένος πλέον από τον τρόμο της εγκατάλειψης, μπαίνει στο τούνελ ενός άλλου τρόμου, ακόμη πιο ισχυρού. Πρέπει να ξεφορτωθεί το πτώμα της χωρίς να τον πάρει χαμπάρι κανείς. Σκάβει στο κτήμα του. Ο τάφος της ήταν έτοιμος. Από την εσωτερική σκάλα του σπιτιού, ο συζυγοκτόνος, μεταφέρει το άψυχο κορμί σε ένα από το αγροτικά του αυτοκίνητα και ύστερα το πετά σαν σκυλί στον λάκκο. Επιστρέφει σπίτι. Το επόμενο πρωινό πηγαίνει ξανά στο κτήμα και φρεζάρει το σημείο της «ταφής» προκειμένου να εξαφανίσει κάθε ίχνος.
Συζυγοκτόνοι – Στη συνέχεια κατευθύνεται στο Αστυνομικό Τμήμα για να δηλώσει την εξαφάνιση της Ανθής, η οποία «μου είπε ότι θα βγει για ένα ποτό με μια φίλη της κι έκτοτε αγνοείται». Το νέο ταξιδεύει με ταχύτητα αστραπής στο Βελβεντό και πίσω από τις κλειστές πόρτες των σπιτιών όλοι είναι σίγουροι ότι «ο Τάσος σκότωσε την Ανθή» παρά τις δηλώσεις του πεθερού της ότι «το ’σκασε με άλλον». Την ίδια στιγμή βατραχάνθρωποι πέφτουν στη λίμνη Πολυφύτου, εθελοντές ανεβαίνουν στα βουνά, όλοι ρωτούν, όλοι ανησυχούν, όλοι αγωνιούν. Όχι. Κανείς δεν έχει δει την Ανθή.
Η Αστυνομία βρίσκει στο σπίτι της τα γυαλιά της -χωρίς τα οποία δεν κυκλοφορούσε-, το κινητό της τηλέφωνο και τις πατερίτσες. Ενας ηλικιωμένος αγρότης σχεδόν τους παρακαλά: «Παιδιά, μην την ψάχνετε σε άσχετα σημεία. Γρήγορα, πάτε στα χωράφια του Τάσου. Και όπου βρείτε δύο επί ένα σκαμμένο, εκεί βρίσκεται η Ανθή. Τώρα ψάξτε, σήμερα, γιατί μετά από μία βδομάδα δεν θα βρείτε τίποτα». Εκεί είναι η Ανθή. Ο Τάσος φορά τώρα χειροπέδες, ομολογεί πως την στραγγάλισε κι ότι δεν τον νοιάζει να φάει και ισόβια. Το αρρωστημένο πάθος του για εκείνη ήταν πιο ισχυρότερο από τα πάντα…
Ο 40χρονος δικηγόρος Γρηγόρης Κούλας στις 11 Μαΐου του 1999 δολοφονεί με στραγγαλισμό την 38χρονη σύζυγό του Άντα Σίμου μέσα στην πολυτελέστατη μεζονέτα τους στην Κηφισιά, όταν υποψιάζεται ότι εκείνη διατηρεί εξωσυζυγική σχέση.
Συζυγοκτόνοι – Μετά το φονικό αφήνει πλάι στο άψυχο σώμα της γυναίκας του ένα ερωτικό γράμμα: «Κράτα με στα λεπτά σου δάχτυλα και φίλα με με λύσσα. Προστάτευσέ με». Λίγο αργότερα θα πει: «Ένιωσα παγωμένο το χέρι της Άντας. Ήταν άκαμπτη, το πρόσωπό της μελανό, αλλά ήρεμο. Τα μάτια της κλειστά. «Ξύπνα» της είπα, «μη μου το κάνεις αυτό». Τότε είδα στο πρόσωπό της μια σταγόνα αίμα κι ένα δάκρυ, που εκ των υστέρων κατάλαβα ότι είναι δικό μου. Της έδινα πνοή από την δική μου. Δεν μπορούσα να πιστέψω τι είχε συμβεί…».
Συζυγοκτόνοι – Διπλό φονικό έκανε ο Βασίλης Μουζακίτης, ο οποίος σκότωσε και τη γυναίκα του και την πεθερά του. Στις 9 Δεκεμβρίου, εισβάλει με μία καραμπίνα στον θάλαμο 160 της Θωρακοχειρουργικής Κλινικής του νοσοκομείου «Σωτηρία» όπου νοσηλευόταν η εν διαστάσει σύζυγός του την οποία είχε τραυματίσει ο ίδιος με μαχαίρι μία ημέρα πριν.
Ο 25χρονος Βασίλης Μουζακίτης σκοτώνει με 2 σφαίρες την 20χρονη Δέσποινα Κώτση και στην συνέχεια πυροβολεί και σκοτώνει με 4 σφαίρες και την μητέρα της συζύγου του, Μαρία Κώτση, η οποία βρισκόταν στο πλευρό της κόρης της. Ο δράστης ζήλευε παθολογικά την όμορφη γυναίκα του την οποία βασάνιζε καθημερινά με σκηνές ζηλοτυπίας και άγριους καβγάδες. Όταν εκείνη τον εγκατέλειψε, ο Βασίλης δεν μπόρεσε να το αντέξει και ο θάνατος της Δέσποινας ήταν για εκείνον η μοναδική λύση. Μία λύση που ο θύτης επέλεξε αγνοώντας την μετέπειτα τύχη και τα ψυχολογικά τραύματα που θα προκαλούσε στα δύο ανήλικα παιδιά του. «Δεν ήθελα να τις σκοτώσω. Ήθελα μόνο να τις τρομάξω γιατί με είχαν πονέσει πολύ. Μακάρι να υπήρχε η θανατική ποινή να τελείωνα εδώ. Δεν αντέχω άλλο», θα πει λίγο αργότερα στην ομολογία του.
Ο Επαμεινώνδας Τατσής είναι ένα ακόμη πρόσωπο το οποίο συγκλόνισε την κοινή γνώμη στις 3 Ιουλίου του 1993. Ήταν μια βραδιά του Ιουλίου όταν ο 42χρονος μαθηματικός μπήκε από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα στο σπίτι της 25χρονης πρώην φίλης του Χαράς Οικονόμου. Το τέλος της σχέσης τους ήταν κάτι που δεν μπορούσε να αποδεχτεί.
«Το έκανα γιατί με κυρίευσε το πάθος. Την υπεραγαπούσα…», είχε πει ο Επαμεινώνδας Τατσής για τη Χαρά Οικονόμου
Συζυγοκτόνοι – Κρατώντας ένα λοστό στο χέρι του κάθεται στα σκοτεινά περιμένοντας την Χαρά να επιστρέψει στο σπίτι της. Μόλις εκείνη μπαίνει στο διαμέρισμα πολτοποιεί το κεφάλι της με τον λοστό, στην συνέχεια περιλούζει το άψυχο κορμί της με βενζίνη και ανάβει ένα σπίρτο. Με τα χέρια γεμάτα αίμα γράφει σε έναν καθρέφτη «Επιτέλους Τέλος» και βγαίνει στους δρόμους αφήνοντας το απανθρακωμένο πτώμα στο διαμέρισμα. Όταν συλλαμβάνεται λίγο αργότερα θα πει: «Το έκανα γιατί με κυρίευσε το πάθος. Την υπεραγαπούσα…».
Της: Χριστίνας Προφαντή