Ήταν 1η Οκτωβρίου του 1997 όταν η Λάρισα «ξύπνησε» συγκλονισμένη από την είδηση ότι η φοιτήτρια Εύη Γατίδου βρέθηκε κατακρεουργημένη με 104 μαχαιριές στο διαμέρισμά της.
Η άτυχη 21χρονη από τη Δράμα ήταν φοιτήτρια στη Λάρισα και συγκεκριμένα στο τέταρτο έτος των σπουδών της στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1997 ήταν και η τελευταία φορά που είδε κάποιος ζωντανή την 21χρονη φοιτήτρια Ιατρικής Εύη Γατίδου, ενώ 25 χρόνια μετά ο δράστης της στυγερής δολοφονίας ακόμα δεν έχει βρεθεί.
Η Εύη Γατίδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Δράμα και ήταν κόρη των εκπαιδευτικών Βασίλη και Ροδής Γατίδου. Μετά την αποφοίτηση της από την δευτεροβάθμια εκπαίδευση, έδωσε πανελλαδικές εξετάσεις και πέρασε στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας το 1994.
Η δολοφονία της Εύης Γατίδου έμεινε στην ιστορία της Ελληνικής Εγκληματολογίας ως ένα από τα πιο στυγερά εγκλήματα που έμεινε ατιμώρητο.
Η ζωή της στην Λάρισα
Η Εύη προσαρμόστηκε στην θεσσαλική πόλη με σχετική ευκολία. Με τον καιρό γνωρίστηκε με τους συμφοιτητές της, ενώ καταλυτική υπήρξε η γνωριμία της με ένα ζευγάρι το οποίο ανήκε στην Ευαγγελική Εκκλησία, που την βοήθησε τις πρώτες μέρες.
Η γνωριμία αυτή ήταν αιτία η Εύη να επισκέπτεται συχνά την Ευαγγελική Εκκλησία μαζί τους. Συγγενείς της από τη Δράμα είχαν ασπαστεί το δόγμα και γι’ αυτό ήταν εξοικειωμένη, χωρίς όμως η ίδια να το ενστερνίζεται, αλλά ούτε και να το απορρίπτει.
Σε μια απ’ αυτές τις εκδηλώσεις γνωρίστηκε με τον 26χρονο Γιώργο Ζ. ο οποίος έδειξε από την αρχή το ενδιαφέρον του για την Εύη. Ο νεαρός, που εργαζόταν ως διανομέας στην εφημερίδα «Ημερήσιος Κήρυκας» της Λάρισας, άρχισε να πολιορκεί επίμονα την φοιτήτρια. Της έδειχνε συχνά το ενδιαφέρον προς το πρόσωπο της ενώ η ίδια δεν ανταποκρινόταν.
Όταν μάλιστα, εκείνος της είπε μια μέρα ότι «Ο Θεός μου έδειξε εσένα για γυναίκα μου», εκείνη του απάντησε με χιούμορ «δε νομίζω ότι έχουμε κάτι κοινό, θα προσευχηθώ κι εγώ στο Θεό για να μου δείξει εάν με θέλει για γυναίκα σου». Μετά από αυτό το περιστατικό η Εύη δεν ξανά επισκέφτηκε την Εκκλησία, φτάνοντας στο σημείο να μένει στο σπίτι της συμφοιτήτριας και καλύτερης φίλης της, για να τον αποφεύγει.
Η ημέρα της δολοφονίας
Η Εύη, στο τέταρτο πλέον έτος των σπουδών της, είχε προγραμματίσει να διαβάσει όλο το Σαββατοκύριακο για να δώσει το μάθημα της Ψυχολογίας, που χρωστούσε από το προηγούμενο εξάμηνο.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1997, ημέρα Σάββατο, έκανε την βόλτα της στην πόλη για να κάνει ένα διάλειμμα και να ξεκουραστεί από το πολύωρο διάβασμα. Τηλεφώνησε στους γονείς της αναφέροντας ότι είναι καλά και ότι θα πάει να συνεχίσει την μελέτη της.
Γυρνώντας στο φοιτητικό διαμέρισμα της έκλεισε την πόρτα και πήγε προς το γραφείο της για να συνεχίσει το διάβασμα. Κάποια στιγμή χτύπησε το κουδούνι της και εκείνη σηκώθηκε, κοίταξε από το ματάκι όπως έκανε πάντα και άνοιξε. Ο επισκέπτης ήταν γνώριμο πρόσωπο.
Εκείνη ήταν και η τελευταία ημέρα που την είδε κάποιος ζωντανή.
Την επόμενη μέρα, οι γονείς της δεν είχαν καμία επικοινωνία μαζί της, όμως δεν ανησύχησαν γιατί συνήθως μιλούσαν στο τηλέφωνο μέρα παρά μέρα. Τη Δευτέρα η Εύη δεν πήγε στο Πανεπιστήμιο να δώσει το μάθημα που χρωστούσε. Αντίστοιχα, την Τρίτη πάλι δεν έδωσε κανένα σημείο ζωής και τότε οι γονείς της άρχισαν ανησυχούν.
Η καλύτερη της φίλη αποφάσισε να πάει στο διαμέρισμα της και να της χτυπήσει το κουδούνι, όμως δεν την βρήκε. Της πέταξε κάτω από την πόρτα ένα σημείωμα που της ζητούσε να επικοινωνήσει μαζί της. Το ίδιο έκανε και ένας φίλος της.
Αντιμέτωποι με την φρίκη
Την Τετάρτη 1η Οκτωβρίου η μητέρα της Εύης ζήτησε από την ιδιοκτήτρια του σπιτιού να ανοίξει την πόρτα με το δεύτερο κλειδί που είχε στην κατοχή της, όμως το κλειδί η πόρτα δεν άνοιγε, καθώς στην κλειδαριά υπήρχε κλειδί από την μέσα πλευρά. Έτσι ειδοποίησαν κλειδαρά.
Την ώρα που ο κλειδαράς κατάφερε να ανοίξει την πόρτα του διαμερίσματος έφτασαν και οι φίλοι της νεαρής φοιτήτριας. Με κομμένη την ανάσα κατευθύνθηκαν προς το υπνοδωμάτιο όπου ήρθαν αντιμέτωποι με την φρίκη. Οι τοίχοι, οι κουρτίνες στα παράθυρα και ο χώρος ήταν όλα μέσα στο αίμα, ενώ το άψυχο σώμα της Εύης, γυμνό από την μέση και πάνω, κείτεται κατακρεουργημένο μέσα σε μία λίμνη αίματος, στο κρεβάτι.
104 μαχαιριές, οι μισές γύρω από την καρδιά
Σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση, τα ρούχα της ήταν άθικτα και ανασηκωμένα, η ίδια ήταν κάθετα ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, ενώ δεν βρέθηκε κανένα ίχνος πάλης.
Έφερε 104 μαχαιριές, εκ των οποίων τα 50 χτυπήματα έγιναν στην περιοχή της καρδιάς. Σχεδόν οι μισές μαχαιριές σχημάτιζαν κύκλο 13 εκατοστών γύρω από την καρδιά της. «Ο τρόπος με τον οποίο διαπράχθηκε η δολοφονία μαρτυρά απίστευτο μένος», είχε πει τότε ο ιατροδικαστής Δημήτρης Ψαρούλης. Μάλιστα, εκτίμησε ότι ήταν ήδη 4 μέρες νεκρή και σε προχωρημένη σήψη.
Ο θάνατός της προήλθε από ρήξη πνευμόνων και καρδιάς. Το όπλο του φόνου, σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, ήταν μικρό και αιχμηρό, ωστόσο η λεπίδα είχε πλάτος μικρότερο από ένα εκατοστό και ήταν αμφίστομη. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να ήταν νυστέρι, ανοιχτό ψαλίδι ή χαρτοκόπτης. Ο δολοφόνος φαίνεται πως είχε βάλει ένα μαξιλάρι στο πρόσωπό της για να μην ακουστούν οι κραυγές της. Σύμφωνα με την τότε εξέταση, δεν προέκυψε βιασμός, ενώ ο χρόνος θανάτου δεν μπορούσε να υπολογιστεί με ακρίβεια.
Από την έρευνα στο σπίτι της φοιτήτριας, δεν βρέθηκε κάποιο σημάδι παραβίασης στην πόρτα, ενώ στο σπίτι δεν υπήρχε καμία αναστάτωση και κανένα σημάδι με αίμα. Επιπλέον, είχε τονιστεί πολλές φορές πόσο προσεκτική ήταν η 21χρονη, αφού πάντα κοιτούσε ποιος είναι πριν ανοίξει την πόρτα. Επομένως, η Εύη ήξερε τον δολοφόνο της.
Ο βασικός ύποπτος
Η αστυνομία κινητοποιήθηκε άμεσα και κάλεσε στο Αστυνομικό Τμήμα της Λάρισας πάρα πολλούς που ήξεραν την Εύη και την είχαν δει την τελευταία μέρα. Οι γονείς της νεαρής φοιτήτριας, που έφτασαν στην Λάρισα, ενημέρωσαν τις αρχές για την πίεση, και την παρενόχληση που δεχόταν η Εύη, υποδεικνύοντας ως βασικό ύποπτο τον 26χρονο Γιώργο Ζ.
Στη λίστα των υπόπτων αρχικά ήταν και ένας γνωστός της φαντάρος που της είχε αφήσει σημείωμα στο σπίτι, αλλά και ο γιος της νοικοκυράς που επίσης φοιτούσε στην Ιατρική Σχολή. Ο δεύτερος μάλιστα έμενε στο διπλανό διαμέρισμα και ήταν ένας από αυτούς που βρήκα το πτώμα της. Η δραματική αντίδρασή του και η νευρικότητά του τον έβαλαν στο στόχαστρο των αρχών.
Στην κατάθεση των γονιών, προστέθηκε και η μαρτυρία του φιλικού ζεύγους Ευαγγελιστών που γνώριζε το θύμα, οι οποίοι ανέφεραν στην κατάθεσή τους ότι το βράδυ μετά το έγκλημα ο νεαρός τους επισκέφτηκε και ρωτούσε επίμονα για τις τελευταίες κινήσεις της Εύης.
Όμως για έναν περίεργο λόγο όταν τους ρώτησαν οι αστυνομικοί αν το θύμα το πολιορκούσε ερωτικά, αυτοί απάντησαν ότι ο συγκεκριμένος άντρας την είχε αφήσει ήσυχη εδώ και καιρό. Αυτή η επισήμανση φρέναρε τις έρευνες των αστυνομικών για το συγκεκριμένο πρόσωπο.
Ο 26χρονος Γιώργος, ο οποίος είχε πάει στο διαμέρισμά για να της κάνει νέα πρόταση γάμου λίγες ημέρες πριν βρεθεί νεκρή, κλήθηκε ως βασικός ύποπτος, να καταθέσει με μεγάλη καθυστέρηση. Ο χρόνος που χάθηκε είχε αλλοιώσει πολύτιμα στοιχεία. Οι έρευνες της Αστυνομίας κατέληξαν σε αδιέξοδο και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο στις 13 Οκτωβρίου 1999.
Η υπόθεση άνοιξε ξανά τον Φεβρουάριο του 2001
Τον Φεβρουάριο του 2001 μία ανώνυμη επιστολή που έφθασε στην Ασφάλεια Λάρισας κατονομάζοντας έναν συμφοιτητή της Εύης Γατίδου ως δολοφόνο της έγινε η αιτία να «ξεπαγώσει» η υπόθεση. Ωστόσο, όπως διαπιστώθηκε στη συνέχεια, ο συγκεκριμένος δεν είχε καμία σχέση με την υπόθεση.
Η οικογένεια με τους δικηγόρους της κατήγγειλαν λάθη και παραλείψεις στον χειρισμό της υπόθεσης από την Αστυνομία, ότι ο χώρος του εγκλήματος δεν εξερευνήθηκε επαρκώς και δεν ελήφθη γενετικό υλικό. Μάλιστα, έλειπαν σημαντικά πειστήρια, όπως τα ρούχα που φορούσε το θύμα.
Επίσης, δεν ερευνήθηκε ποτέ αν ο δράστης είχε επιχειρήσει σεξουαλική συνεύρεση, παρ’ ότι το έγκλημα είχε χαρακτηρισθεί ως «έγκλημα πάθους». Άλλο ένα παράδοξο στην υπόθεση ήταν και ο χρόνος θανάτου της φοιτήτριας που αμφισβητήθηκε.
Οι γονείς της, παίρνοντας πια την κατάσταση στα χέρια τους, συνέλεξαν μόνοι τους στοιχεία τα οποία παρέδωσαν στις αρχές και το 2003, μετά από κατάθεση της μητέρας της Εύης στην εισαγγελία Εφετών Λάρισας, ο φάκελος άνοιξε και πάλι.
Η δικαιοσύνη έκρινε ότι τα στοιχεία που είχαν προσκομιστεί ήταν ικανά να στοιχειοθετήσουν κατηγορία σε βάρος του 26χρονου διανομέα, ο οποίος κλήθηκε για τακτική ανάκριση και με το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας, παραπέμφθηκε σε δίκη κατηγορούμενος για ανθρωποκτονίας από πρόθεση.
Η καταδίκη
Το 2005 ο Γιώργος Ζ. κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου, ενώ στην απολογία του δήλωσε αθώος. «Ήμουν ερωτευμένος με την Εύη, αλλά δεν έχω καμία σχέση με τη δολοφονία της, ούτε σαν σκέψη, ούτε καν στη φαντασία μου πέρασε ο φόνος, γιατί έχω μάθει στη ζωή μου να υπερασπίζομαι τους ανθρώπους», είπε ο κατηγορούμενος.
Το 7μελές δικαστήριο τον έκρινε ομόφωνα ένοχο και τον καταδίκασε σε ισόβια κάθειρξη, εν μέσω αποδοκιμασιών των συγγενών και φίλων του που προπηλάκιζαν τους γονείς και τον αδελφό της φοιτήτριας.
Το εφετείο
Μετά από σχεδόν δύο χρόνια παραμονής στη φυλακή, εκδικάστηκε η έφεση του Γιώργος Ζ., τον Ιανουάριο του 2007. Το 7μελές Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας, τον αθώωσε ομόφωνα, ανατρέποντας πλήρως την πρωτοβάθμια απόφαση.
Ο πατέρας της Εύης Γατίδου επαναλαμβάνει στην κατάθεση του την πεποίθησή του ότι ο κατηγορούμενος είναι ο δολοφόνος του παιδιού του: «Το βράδυ που αποκαλύφθηκε το έγκλημα πέρασε έξω από το σπίτι, είδε κόσμο και δεν σταμάτησε ούτε από ανθρώπινο ενδιαφέρον για την κοπέλα που είχε ζητήσει σε γάμο λίγες ημέρες πριν».
O ιατροδικαστής Δημήτρης Ψαρούλης στην έκθεσή του σημείωνε ότι η φοιτήτρια έχασε τη ζωή της το βράδυ του Σαββάτου 27 Σεπτεμβρίου 1997, αλλά οι δύο ιατροδικαστές που κλήθηκαν από την υπεράσπιση και κατέθεσαν στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ο Φίλιππος Kουτσάφτης και Nίκος Kαλόγριας, ήταν κατηγορηματικοί ότι το έγκλημα τελέστηκε το βράδυ της Kυριακής προς Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου, χρόνος για τον οποίο ο κατηγορούμενος παρουσιάζει ακλόνητο άλλοθι. Αυτό αποτέλεσε το κρίσιμο στοιχείο που έκρινε την έκβαση της δίκης, και το αποτέλεσμα της.
Στη συνέχεια, έγινε η πρώτη αναίρεση στον Άρειο Πάγο που έγινε δεκτή και τον Φεβρουάριο του 2010 η απόφαση ήταν και πάλι αθωωτική. Ακολούθησε νέα αίτηση αναίρεσης, από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, στις αρχές του φθινοπώρου του 2010, που έγινε και αυτή δεκτή, η 707/2011.
Το τέταρτο δικαστήριο ξεκίνησε στη Λάρισα στις 15 Ιανουαρίου 2013, στο ΜΟΕ Λάρισας και ολοκληρώθηκε στις 28 Ιανουαρίου, με την εκ νέου αθώωση του κατηγορούμενου. Ακολούθησε η τελευταία αναίρεση στον Άρειο Πάγο και η απόφασή ήταν ότι ο Γιώργος Ζ. ήταν αμετάκλητα αθώος.