“Μαύρη επέτειος” η σημερινή μέρα για την Κύπρο, αφού πριν από 49 χρόνια, στις 14 Αυγούστου 1974, τα τουρκικά στρατεύματα υλοποίησαν τη δεύτερη φάση εισβολής στο νησί, καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο μέρος της Μεσαορίας, την Αμμόχωστο, την Καρπασία και το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής Μόρφου στα δυτικά.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, τα τουρκικά στρατεύματα παραβίασαν κάθε κανόνα της διεθνούς νομιμότητας, συμπεριλαμβανομένου του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και παρά την εκεχειρία που είχε συμφωνηθεί.
Ένα μεγάλο μέρος της Αμμοχώστου, όπου κατοικούσαν αποκλειστικά Ελληνοκύπριοι, παραμένει κλειστό υπό τον έλεγχο τουρκικού στρατού.
Μια περιοχή, που αντιστοιχεί στο 3,5% της περίκλειστης πόλης, έχει ανακοινωθεί, στις 20 Ιουλίου 2020, από τον Τούρκο Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ερσίν Τατάρ, ότι αποχαρακτηρίζεται ως στρατιωτική περιοχή και θα ανοίξει για «αξιοποίηση», προκαλώντας την έντονη αντίδραση του ΟΗΕ της ΕΕ και μεγάλου αριθμού κρατών.
Από τον Αύγουστο του 1974, το 36% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας, που αντιπροσωπεύει το 70% του οικονομικού δυναμικού, περιήλθε στην κατοχή του τουρκικού στρατού, ενώ το ένα τρίτο των Ελληνοκυπρίων έγιναν πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα.
Τα Ηνωμένα Έθνη, με πολλά ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας, έχουν απαιτήσει σεβασμό για την ανεξαρτησία, ενότητα και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου, την επιστροφή των προσφύγων στις κατοικίες τους και την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από το νησί, αλλά όλα αυτά τα ψηφίσματα έχουν αγνοηθεί από την Τουρκία.
Η κατάσταση που επικρατεί στην περίκλειστη πόλη της Αμμοχώστου, τα Βαρώσια, περιγράφεται με παραστατικότητα στην έκθεση της Επιτροπής Αναφορών του Ευρωκοινοβουλίου, που δημοσιοποιήθηκε το 2008, σε συνέχεια της διερευνητικής αποστολής στην Κύπρο το Νοέμβριο του 2007.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά για την Αμμόχωστο: «Από το φράκτη που αποτρέπει τους πεζούς να έχουν πρόσβαση στο Βαρώσι, τα παραλιακά ξενοδοχεία, τα διαμερίσματα και τα εστιατόρια δεν είναι τίποτε περισσότερο από σαθρούς σκελετούς από μπετόν- τεράστιες αστικές ταφόπλακες που στέκονται αποφασιστικά ενάντια στο πέρασμα του χρόνου. Η φύση κατέχει επίσης τα Βαρώσια. Δέντρα και θάμνοι έχουν βλαστήσει μέσα από τα σπασίματα των φθαρμένων οδικών αρτηριών, όπου το έδαφος έχει βυθιστεί και έχει γεμίσει το υπόγειο αποχετευτικό σύστημα. Γάτες και τρωκτικά περιφέρονται στα στενά. Οι εκκλησίες έχουν υποστεί την ίδια μοίρα όπως τα άλλα κτήρια: βεβηλώθηκαν και αφέθηκαν να αποτελούν σιωπηλούς μάρτυρες της κάποτε επικρατούσας Χριστιανικής κοινότητας. Σχολεία και παιδικά πάρκα παραμένουν επίσης εγκαταλελειμμένα».
Το 1983, ο Ντενκτάς ανακήρυξε την «Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου» (ψευδοκράτος), δημιουργώντας νέες περιπλοκές και η Αμμόχωστος βγήκε από το κάδρο της επιστροφής της, στους νόμιμους κατοίκους της.
Ένα χρόνο μετά, το 1984, η κυπριακή κυβέρνηση προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο υιοθέτησε το ψήφισμα 550, το οποίο έχει ρητή αναφορά στην Αμμόχωστο.
Το άρθρο 5 αναφέρει πως το Συμβούλιο Ασφαλείας «θεωρεί τις απόπειρες για εποικισμό οποιουδήποτε τμήματος των Bαρωσίων από άτομα άλλα από τους κατοίκους τους ως απαράδεκτες και ζητά τη μεταβίβαση της περιοχής αυτής στη διοίκηση των Hνωμένων Eθνών».
Ακολούθησε το 1992 το ψήφισμα 789, που ζητά την μεταβίβαση της Αμμοχώστου στον ΟΗΕ, ενώ την ίδια χρονιά, στο πλαίσιο των προσπαθειών για λύση του Κυπριακού, κατατίθεται η «Δέσμη Ιδεών» του τότε ΓΓ του ΟΗΕ Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι.
Η δέσμη περιελάμβανε και χάρτη στον οποίο προβλεπόταν η επιστροφή της Αμμοχώστου στους Ελληνοκύπριους, αλλά μεσολάβησαν οι προεδρικές εκλογές του 1993 και ο Γλαύκος Κληρίδης, για να κερδίσει την στήριξη των κεντρώων δυνάμεων, υποσχέθηκε «ενταφιασμό» των ιδεών Γκάλι, οι οποίες απορρίφθηκαν.
Το 2004, το Σχέδιο Ανάν επίσης προέβλεπε επιστροφή των Βαρωσίων στους Ελληνοκύπριους, αλλά απορρίφθηκε από τους Ελληνοκύπριους με ποσοστό 76%. Έκτοτε, σε όλους τους κύκλους διαπραγματεύσεων, με την Αμμόχωστο να αποτελεί πάντοτε βασικό κεφάλαιο, με την τουρκική πλευρά να ζητάει όλο και περισσότερα ανταλλάγματα για την επιστροφή της.
Από τον Οκτώβριο του 2020, άρχισε να γράφεται μια διαφορετική σελίδα στην ιστορία της Αμμοχώστου, με την εκτίμηση πολλών να αποτελεί και την ταφόπλακα του κυπριακού, όπως το γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.