Η Αφροδίτη της Μήλου είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα έργα τέχνης και ένα από τα σημαντικότερα μουσειακά εκθέματα του Λούβρου. Λίγοι, όμως, γνωρίζουν πως από την Ελλάδα έφτασε στη Γαλλία.
Οι αγωνιώδεις προσπάθειες ενός πάμφτωχου και πολύτεκνου αγρότη να μαζέψει πέτρες για να χτίσει έναν μικρό τοίχο στο χωράφι του, έφερε και πάλι στην επιφάνεια μετά από περίπου 1.900 χρόνια που ήταν θαμμένο στο έδαφος, ένα από τα ομορφότερα αγάλματα που έχουν σμιλευτεί ποτέ στον κόσμο.
Νήσος Μήλος, 8 Απριλίου του 1820. Λίγους μόλις μήνες πριν ξεσπάσει η ελληνική Επανάσταση κατά του οθωμανικού ζυγού, ο ανυποψίαστος εργάτης γης Γεώργιος Κεντρωτάς (ή κατ’ άλλες πηγές Γεώργιος Μποτώνης), άρχισε να σκάβει κάτω από τον ήλιο, μέχρι ου η αξίνα του, χτύπησε πάνω στην οροφή ενός υπόγειου θόλου. Γεμάτος περιέργεια, σύρθηκε μέσα στην τρύπα που είχε δημιουργήσει και βρέθηκε σε ένα μικρό δωμάτιο. Το θέαμα που αντικρίζει τον αφήνει έκθαμβο. Στο πάτωμα του χώρου βρισκόταν ξαπλωμένο ένα ολόλευκο άγαλμα από παριανό μάρμαρο.
Απεικόνιζε μια πανέμορφη γυμνόστηθη κοπέλα. Στα μαλλιά της είχε περασμένο κεφαλόδεσμο (μια μορφή ταινίας, παρόμοια με αυτή που χρησιμοποιούν και σήμερα οι γυναίκες για να πιάσουν τα μαλλιά τους) από τον οποίο ξεφεύγουν πίσω βόστρυχοι. Μπορεί τα δύο της χέρια να απουσίαζαν και η πλήρης συγκόλληση όλων των τμημάτων που βρέθηκαν να έγινε αργότερα στη Γαλλία, ωστόσο, ακόμη κι έτσι το κάλλος ήταν απαράμιλλο. Ο αγράμματος αγρότης δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει την αξία που είχε το άγαλμά του, αλλά δεν ήξερε και τι να το κάνει. Έτσι, έκρινε σκόπιμο να μιλήσει για την ανακάλυψη στους συγχωριανούς του. Ακριβώς από αυτό εδώ το σημείο, αρχίσει η περιπέτεια.
Εκείνες τις ημέρες, λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, στο λιμάνι του Αδάμαντα της Μήλου, είχε αράξει προσωρινά, λόγω κακοκαιρίας, το γαλλικό πολεμικό πλοίο «Εσταφέτ». Ένας αξιωματικός ονόματι Ολιβιέ Βουτιέ (ο οποίος στη συνέχεια παραιτήθηκε από το πολεμικό ναυτικό της χώρας του και τάχθηκε στο πλευρό των Ελλήνων κατά την Επανάσταση του ‘21), άκουσε για το νέο εύρημα και πήγε αμέσως να το δει.
Ορισμένοι υποστηρίζουν πως ενδεχομένως να ήταν παρών την ώρα που βρέθηκε το άγαλμα, αφού σύμφωνα με την προϊστάμενη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών Ελένη Μπάνου «οι Γάλλοι είχαν πάρει άδεια για να κάνουν ανασκαφές στα ερείπια του θεάτρου της Μήλου, αλλά και της πόλεως γενικότερα». Ο Βουτιέ ήταν αυτός που πρωτοδιάβασε και την επιγραφή στη βάση του αγάλματος: «Αφροδίτη». Χωρίς καμία πλέον αμφιβολία αναπαριστούσε την αρχαία ελληνική μυθολογική θεά του έρωτα, της ομορφιάς, της σεξουαλικότητας, της ηδονής και της τεκνοποίησης. Ακολούθως την ιχνογράφησε στο χαρτί, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή.
Λίγες ημέρες αργότερα φθάνει στο νησί και δεύτερο γαλλικό πολεμικό, το «Σεβρέτ». Ο σημαιοφόρος Ζυλ Ντυμόν ντ’ Υρβίλ που βλέπει το άγαλμα, είναι πεπεισμένος ότι πρόκειται για αποτύπωση της θεάς Αφροδίτης που κρατά στο χέρι προφανώς το μήλο που κατά τη μυθολογία της έδωσε ο Πάρις ως επιβράβευση για την εκπληκτική ομορφιά της. Οι δύο Γάλλοι έχουν αντιληφθεί καλά την αξία της και φεύγουν αμέσως για την Κωνσταντινούπολη, με σκοπό να ενημερώσουν το Γάλλο πρεσβευτή στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο νόμος εκείνης της εποχής όριζε ότι όλες οι αρχαιότητες που ανακαλύπτονται, καταλήγουν στην οθωμανική Πύλη και αποφασίζεται κεντρικά η τύχη τους. Βέβαια η αλήθεια είναι ότι για τους Οθωμανούς τα αγάλματα δεν είχαν και ιδιαίτερη αξία. Αν και στην Αυλή ήταν υψηλό το μορφωτικό επίπεδο, τα αρχαία μνημεία δεν έγιναν ποτέ κομμάτι της κουλτούρας και της τουρκικής παιδείας.
Ωστόσο, ο πρόξενος της Γαλλίας που βρίσκεται στη Μήλο, ονόματι Βρεστ, προσπαθεί να το αγοράσει πριν ακόμα μάθει τι θα αποφάσιζαν οι Οθωμανοί. Το μυστικό όμως έχει διαρρεύσει. Όλοι πια προσπαθούν να αποκτήσουν το θαυμαστό άγαλμα. «Άγνωστοι αγοραστές από την Αθήνα στέλνουν κάποιον παπα – Βεργή για να το πάρει και να το μεταφέρει στον Πειραιά. Ένας καλόγερος από τη Μήλο, που είχε κατηγορηθεί για ατασθαλίες κι είχε κληθεί στην Πόλη (σ.σ. Κωνσταντινούπολη) για απολογία, σκέφτεται να το πάρει μαζί του και να το κάνει δώρο στο διερμηνέα του στόλου για να τον εξευμενίσει (ο διερμηνέας το στόλου ήταν ένας από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς βαθμούς της οθωμανικής αυτοκρατορίας), ενώ ο Γάλλος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, μόλις μαθαίνει για την ύπαρξη του αγάλματος, αρχίζει τις ενέργειες για να το αγοράσει νόμιμα» όπως αναφέρει και στο βιβλίο του «Μια σταγόνα ιστορία, μέρος δεύτερο» (εκδόσεις Πατάκη) ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Δημήτρης Καμπουράκης.
Ο Γάλλος πρόξενος Βρεστ τελικά είναι αυτός που καταφέρνει να πάρει βούλα από την Υψηλή Πύλη για να τη δείξει στις τουρκικές αρχές του νησιού. Διαθέτει επίσης και συστατική επιστολή από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’ για να πείσει και τους Έλληνες. Δεν μεταβαίνει ο ίδιος στο νησί, αλλά στέλνει τον υποκόμο του Μάρκελο, που φτάνει με το πλοίο «Εσταφέτ» στις Κυκλάδες, 20 Μαΐου του 1820. Άναυδος, βρίσκει το άγαλμα πρόχειρα πακεταρισμένο πάνω σε ένα σπετσιώτικο καΐκι με οθωμανική σημαία, που είναι έτοιμο να φύγει για την Πόλη και από εκεί για Μολδαβία. Το καΐκι όμως δεν απέπλευσε ποτέ με το φορτίο.
Ο ταλαίπωρος αγρότης Γιώργος Κεντρωτάς χωρίς να το θέλει είχε βρεθεί στο επίκεντρο μιας πλειάδας διεκδικητών του ευρήματός του. Χωρίς να γνωρίζει τις κινήσεις του Γάλλου προξένου, έχει εξαναγκαστεί να παραδώσει το άγαλμα στους Τούρκους, με την υπόσχεση ότι μελλοντικά θα πληρωνόταν σε γρόσια. Από αυτό το σημείο και μετά, κανείς δεν γνωρίζει τι ακριβώς συνέβη. Επιδείχθηκαν έγγραφα, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις, υπήρξαν απειλές, κάποιοι δωροδοκήθηκαν, ενδεχομένως να υπήρξε και γιουρούσι. Το αποτέλεσμα πάντως ήταν η όμορφη Αφροδίτη να καταλήξει στα χέρια των Γάλλων. Δεν θα ξαναγυρνούσε ποτέ στη χώρα που τη γέννησε.
Μερικές ημέρες αργότερα, το άγαλμα αποβιβαζόταν στο λιμάνι της Μασσαλίας και την 1η Μαρτίου του 1821 παρουσιαζόταν στα Ηλύσια Πεδία, ως δώρο του πρεσβευτή της Γαλλίας στην Πόλη, μαρκησίου Ντε Ριβιέρ, στο 66χρονο βασιλιά Λουδοβίκο τον ΙΗ’. Πολύ σύντομα, θα αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα μουσειακά εκθέματα του Λούβρου. Ως ένδειξη… καλής θελήσεως, εστάλη στο μουσείο της Μήλου ένα πιστό αντίγραφο του αγάλματος.
Η Αφροδίτη της Μήλου είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα έργα τέχνης σε παγκόσμιο επίπεδο. Πρόκειται για ένα αριστούργημα της αρχαίας ελληνιστικής γλυπτικής. Φέρεται να φιλοτεχνήθηκε μεταξύ του 150 και του 50 π.Χ. και συνδυάζει αρμονικά τη γυναικεία ομορφιά και θηλυκότητα. Παλαιότερα πίστευαν ότι είναι έργο του Πραξιτέλη, ωστόσο σήμερα είναι σαφές ότι ο δημιουργός του είναι άλλος.
Οι αρχαιολόγοι εξετάζουν το ενδεχόμενο να πρόκειται για δουλειά του γλύπτη Αγήσανδρου ή του Αλέξανδρου, γιου του Μηνίδη από την Αντιόχεια του Μαιάνδρου. Άλλωστε το όνομα αναφέρεται μισό στη βάση του αγάλματος, όπου έχει απομείνει χαραγμένη η φράση «…ΝΔΡΟΣ ΜΗΝΙΔΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΥΣ ΑΠΟ ΜΑΙΑΝΔΡΟΥ ΕΠΟΙΗΣΕ». Η επιγραφή, που φαίνεται σε σχέδια που αποτυπώθηκαν στο χαρτί όταν ανακαλύφθηκε, χάθηκε γύρω στο 1825.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι την πλάκα με την εν λόγω αναφορά, την εξαφάνισαν οι διευθυντές του μουσείου του Λούβρου για να υποστηρίζουν ότι ήταν έργο του φημισμένου Πραξιτέλη. Στον Αγήσανδρο πάντως, αποδίδεται ένα άλλο άγαλμα που εκτίθεται στο Λούβρο, (μια προτομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου), που είχε βρεθεί στη Δήλο.
Η Αφροδίτη της Μήλου έχει ύψος 2,02 μέτρα και πρέπει να έχει δουλευτεί σε δύο χωριστά κομμάτια που μετέπειτα ο καλλιτέχνης συνέδεσε στους γλουτούς, εκεί που πέφτουν και οι πτυχώσεις του ενδύματος. Χωριστά επίσης έχουν σμιλευτεί τα πόδια και το αριστερό χέρι, ενώ την εποχή που δημιουργήθηκε η θεά έφερε και κοσμήματα όπως αποκαλύπτουν τα σημάδια που απέμειναν στα αυτιά από τα σκουλαρίκια, και ίσως περιδέραιο στο λαιμό που προκύπτει πάλι από σημάδια.
Είναι επίσης σχεδόν βέβαιο ότι ήταν ένα πολύχρωμο έργο, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, αλλά το χρώμα έφυγε στα βάθη των χρόνων από το παριανό μάρμαρο. Η δεξιά πλευρά της είναι πιο καλοδουλεμένη και σύμφωνα με τους ειδικούς αυτό μάλλον δείχνει ότι προοριζόταν να τοποθετηθεί σε σημείο που κόσμος θα έβλεπε το άγαλμα από εκείνη την πλευρά.
Όσον αφορά το τι κρατούσε στο αριστερό της χέρι, οι γνώμες διίστανται. Η αρχική εκτίμηση ήταν ότι είχε ένα μήλο λόγω του μύθου που προαναφέραμε, ενώ άλλοι εικάζουν πλέον ότι μπορεί να κρατούσε είτε έναν καθρέφτη, είτε την ασπίδα του Άρη και με τα δύο της χέρια.