Τάκης Μηλιάδης: Ο Έλληνας ηθοποιός ήταν απολαυστικός σε πολλές ταινίες του Ελληνικού κινηματογράφου. Μάλιστα, οι μεγαλύτερες επιτυχίες που συμμετείχε ο γνωστός ηθοποιός, ήταν σε ταινίες που έπαιζε μαζί με τον Θανάση Βέγγο. Πρόκειται για έναν γυναικά, ο οποίος ήταν αθεράπευτος. Μάλιστα, οι περιπέτειες που είχε απασχόλησαν πολλές φορές τις εφημερίδες και όχι μόνο.
Την παρουσία του στα καλλιτεχνικά δρώμενα την χρωστάμε στον τότε διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Κωστή Μπαστιά, ο οποίος τον γνώρισε ως φοιτητή Ιατρικής την περίοδο της κατοχής για να καταλήξει να τον πείσει να ασχοληθεί με την υποκριτική, έχοντας μάλιστα ως δάσκαλο –μεταξύ άλλων- και τον ίδιο. Κάτι που δεν άρεσε καθόλου στους γονείς του οι οποίοι εργάζονταν κι αυτοί ως ηθοποιοί με ιδιαίτερη αγάπη στο μουσικό θέατρο και άκρως επιτυχημένοι στο είδος τους.
Το 1944 όλη η Αθήνα μιλούσε για ένα νέο ταλέντο που άξιζε την προσοχή του κοινού, καθώς το μέλλον του θα διαγραφόταν λαμπρό.
Αρκούσε μία και μόνο του θεατρική εμφάνιση στην επιθεώρηση «Γουέλκαμ» με τον θίασο Άννας και Μαρίας Καλουτά, Μίμη Κοκκίνη και Ορέστη Μακρή. Στις αδερφές Καλουτά, μάλιστα, χρωστά και το παρατσούκλι «Σεβαλιέ» που τον ακολουθούσε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ένα παρατσούκλι που του «κόλλησε» το 1952 όταν έδωσε το «παρών» μαζί με τις διάσημες αδερφές σε κονσέρτο τους στο Μεζόν Γκαβό του Παρισιού στο οποίο βρισκόταν και ο αγαπημένος Γάλλος ηθοποιός Μωρίς Σεβαλιέ.
Και εγένετο… ο Σεβαλιέ της Ελλάδος! Ένας εξαιρετικά πνευματώδης και έξυπνος Σεβαλιέ που παρά το γεγονός πως εμφανισιακά δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τους ζεν πρεμιέ της εποχής του, το αποτέλεσμα έδειξε πως δεν είχε τίποτα να τους ζηλέψει. Κέρδιζε τα πάντα με το ταλέντο, το μυαλό και τον «αέρα» του.
Η καριέρα του μέτρησε πολλές κινηματογραφικές και θεατρικές επιτυχίες, με τον Μηλιάδη, ωστόσο, να αποκτά ιδιαίτερη αδυναμία στην επιθεώρηση, αν και ασχολήθηκε με όλα τα είδη του θεάτρου πλην της τραγωδίας. Κατά τη δεκαετία του 1970 τον είδαμε και σε τηλεοπτικές σειρές των δύο κρατικών καναλιών ΕΙΡΤ και ΥΕΝΕΔ.
Μέχρι σήμερα, όμως, παρά τη μεγάλη του γκάμα, οι περισσότεροι τον φέρνουν στο μυαλό του ως «δίδυμο» του Θανάση Βέγγου καθώς οι δύο άνδρες παρουσίαζαν πολλά κοινά στην καλλιτεχνική τους φύση. Συνεργάστηκαν πολλές φορές στη μεγάλη οθόνη. Σκορπούσαν, βλέπεις, άπλετο γέλιο. Και χωρίς καν να προσπαθήσουν, σαν το κωμικό στοιχείο να πήγαζε από την ψυχή τους την ίδια.
Οι γυναίκες, από την άλλη, τον έβλεπαν πολύ διαφορετικά. Τον ερωτεύτηκαν, τον αγάπησαν, τον αντιμετώπισαν σαν γνήσιο, «βαρύ» αρσενικό με τεράστια αδυναμία στο γυναικείο φύλο. Από τις κατακτήσεις του, μόλις τρεις γυναίκες κατάφεραν να τον οδηγήσουν στα σκαλιά της εκκλησίας, δύο εκ των οποίων ήταν επίσης γνωστές στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Ήταν οι δύο πρώτες του σύζυγοι, οι Μπέτυ Μοσχονά και Σάσα Καζέλη. Τον γιο του τον απέκτησε με την τρίτη και τελευταία γυναίκα που τον έντυσε γαμπρό, Παρασκευή Κόλλια.
Η φήμη του γυναικά, πάντως, τον ακολουθούσε μέχρι το τέλος. Είχε καταφέρει άλλωστε να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια γάμων που του έδινε η Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο θεατρικός συγγραφέας Βύρων Μακρίδης παρουσίασε μια δική του ιστορία και έναν άκρως ενδιαφέροντα διάλογο που είχε μαζί του:
«Είχε μανία με το ντύσιμο. Ήταν πάντα ωραία ντυμένος και πάντα ερωτευμένος. Δε θα τον ξεχάσω. Πολλές φορές, όταν πήγαινα στο καμαρίνι και τον ρωτούσα ‘Τάκη μου, πώς πάνε τα πράγματα;’, μου απαντούσε: ‘Όλα καλά, Βύρων μου. Δεν είμαι ερωτευμένος. Άρα όλα πάνε πολύ καλά’. Άλλοτε, πάλι, ο διάλογος είχε ως εξής:
– Τάκη μου, πώς πάνε τα πράγματα;
– Έξελαντ! Είμαι απελπιστικά ερωτευμένος και… απελπισμένος.
– Γιατί απελπισμένος;
– Διότι εγώ είμαι ερωτευμένος. Η άλλη δε με θέλει…».
Αυτό που ελάχιστοι γνωρίζουν για την καλλιτεχνική του πορεία, είναι το γεγονός πως αποτέλεσε ένα από τα πρώτα ονόματα που συμμετείχαν στις ελληνικές μεταγλωττίσεις ταινιών του παγκοσμίου παιδικού κινηματογράφου. Ο ίδιος, χάρισε τη φωνή του στον «συναχωμένο νάνο» της ταινίας «Η Χιονάτη και οι Επτά Νάνοι», στον «Διονύσιο» από τις «Αριστόγατες» και τον έναν εκ των δύο ληστών στα «101 Σκυλιά της Δαλματίας». Στις original version του φυσικά κατά τις δεκαετίες των ’70 – ’80.
Μέχρι το τέλος της ζωής του γύριζε ταινίες και έκανε θέατρο. Η ζωή του τερματίστηκε βίαια στην ηλικία των 63 ετών σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα λίγο έξω από τα Γιάννενα. Οι συνθήκες του δυστυχήματος χαρακτηρίστηκαν ως περίεργες, καθώς δύσκολα θα τραυματιζόταν κανείς τόσο σοβαρά σε κάτι τέτοιο. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με πολλά κατάγματα και κατέληξε δύο ημέρες αργότερα, στις 17 Απριλίου του 1985. Ο τάφος του βρίσκεται στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, μαζί με αυτούς άλλων μεγάλων αστέρων του ελληνικού κινηματογράφου που απασχόλησαν την κοινή γνώμη τόσο λόγω ταλέντου όσο και τις πολυτάραχης προσωπικής τους ζωής.