Βουλγαρικά Ίμια του 1952 – Χρήσιμες πληροφορίες: Τα Ίμια των Βουλγάρων έλαβαν χώρα στις 27 Ιουλίου του 1952. Η Ελληνική περίπολος κινούνταν εντός του ποταμού Έβρου. Βούλγαροι στρατιώτες φέρονταν να βρίσκονταν σε νησίδα με όνομα «Γ». Στόχος τους ήταν να εγκαταστήσουν μόνιμα εκεί, βοσκούς της Βουλγαρίας.
Οι Έλληνες στρατιωτικοί δέχθηκαν πυρά, όταν έφτασαν στο σημείο. Ήταν προφανές πως τους στήθηκε ενέδρα. Ο ανθυπασπιστής Ν. Ψαράκης και δύο άνδρες του Τάγματος Εθνοοφυλακής Αμύνης έπεσαν νεκροί. Επιπλέον, υπήρξε τραυματισμός τριών οπλιτών, ενώ έπεσαν νεκροί και τρεις Βούλγαροι στρατιώτες.
Στις 29 Ιουλίου, οι ελληνικές διπλωματικές αρχές επέδωσαν διαμαρτυρία στον ΟΗΕ «δια των Βουλγάρων στρατιωτών καταπάτησιν της ελληνικής νησίδος του Έβρου, την προκαλέσασαν την πρόσφατον σύγκρουσιν», προσπαθώντας να αναδείξουν διεθνώς το ζήτημα (Βραδυνή, 30.7.1952).
Η ελληνική κυβέρνηση (Νικόλαου Πλαστήρα) διατεινόταν ότι οι Βούλγαροι είχαν καταλάβει τη νησίδα «Α». Από κει διενεργούσαν επιδρομές στις νησίδες «Β» και «Γ». Επιπλέον, ο θάνατος των Ελλήνων ήταν το αποτέλεσμα «ωργανωμένης και προπαρασκευασθείσης επιμελώς ενέδρας» (Καθημερινή, 30.7.1952).
Η Αθήνα, επίσης, ζητούσε την ανανέωση ορισμένων διατάξεων της Συνθήκης του Νεϊγύ. Αφορούσαν τη διευθέτηση συνοριακών διαφορών μεταξύ των δυο χωρών. Από την άλλη πλευρά, η Σόφια αμφισβητούσε την ελληνική κυριαρχία επί της νησίδας «Α». Αποτέλεσμα ήταν να έχουν δημιουργηθεί κατά το παρελθόν πλείστα μεθοριακά επεισόδια μεταξύ των δυο χωρών.
Η διπλωματική, όμως, κινητοποίηση δεν φάνηκε να έχει κάποιο από το αποτέλεσμα. Παρότι η Αθήνα έκανε γνωστό ότι «η Ελλάς θα εκδιώξη βιαίως τους Βούλγαρους εκ της νησίδος Γάμα εάν ο Ο.Η.Ε. δεν λαβη τα επιβαλλόμενα μέτρα ίνα αποχωρήσουν οικειοθελώς». Ως εκ τούτου, μια εβδομάδα μετά, την Δευτέρα 4 Αυγούστου, το πρωί, η ελληνική πλευρά διαβίβασε δια μεγαφώνου στην αντίπερα (βουλγαρική) όχθη του Έβρου 48ωρη προθεσμία εκκένωσης της νησίδας «Γ».
Ωστόσο, το απόγευμα της Τετάρτης 6 Αυγούστου, οπότε και έληξε η προθεσμία, δεν υπήρξε «ουδεμία στρατιωτική ενέργεια» από ελληνικής πλευράς (Καθημερινή, 7.8.1952). Φαίνεται ότι οι Βούλγαροι δεν πτοήθηκαν από το ελληνικό τελεσίγραφο. Σύμφωνα με ανακοινωθέν του Γενικού Επιτελείου Στρατού, τη νύχτα της 6ης Αυγούστου παρατηρήθηκαν μεμονωμένες κινήσεις «ολίγων» Βουλγάρων επί της νησίδας “Γ” (Βραδυνή, 7.8.1952).
Το πρωί της Πέμπτης 7 Αυγούστου, ο αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως, ο οποίος αναπλήρωνε από τον Μάρτιο του 1952 τον ασθενή πρωθυπουργό, Σοφοκλής Βενιζέλος, σε ανακοινώσεις του στον τύπο, έκανε λόγο ότι, σύμφωνα με πληροφορίες των συνοριακών σταθμών, «ουδείς Βούλγαρος υπήρχε σήμερον την πρωΐαν επί της νησίδος “Γ” του Έβρου».
Ο ίδιος ξεκαθάρισε ότι δεν θα γινόταν καμία κατάληψη της νησίδας από ελληνικό απόσπασμα. Αυτό, γιατί ήταν αδύνατη η μόνιμη εγκατάσταση στρατιωτικής δύναμης επ’ αυτής. Θα ασκούνταν, όμως, άμεσος έλεγχος για να μην επιχειρηθεί ξανά νέα απόβαση Βουλγάρων.
Παρ’ όλα αυτά, ο ημερήσιος τύπος διέψευδε τον Βενιζέλο. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της εφημερίδας Βραδυνής, από το Διδυμότειχο, στις 8.15΄ το πρωί της Πέμπτης εθεάθησαν βουλγαρικές δυνάμεις επί της νησίδας. Αντίθετα, στη περιοχή βρισκόταν και κλιμάκιο παρατηρητών του ΟΗΕ. Έγινε μια προσπάθεια να μην κλιμακωθεί η ένταση μεταξύ των δυο χωρών (Βραδυνή, 7.8.1952).
Τελικά, η εξέλιξη των πραγμάτων δικαίωσε την εφημερίδα. Δεν δικαίωσε την κυβέρνηση. Στις 9.30΄ το πρωί της Πέμπτης, το ελληνικό πυροβολικό άρχισε πυρ εναντίον της νησίδας “Γ”. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, «η νησίς καλύπτεται αυτήν την στιγμήν υπό καπνού». «Επί τόπου καταφθάνουν συνεχώς θωρακισμέναι δυνάμεις». Ωστόσο, με βάση την ίδια πηγή, «ουδεμία μέχρι της στιγμής αντίδρασις (από τη βουλγαρική πλευρά) εξεδηλώθη».
Στο σημείο αυτό, να αναφέρουμε τη δήλωση του Γιουγκοσλάβου ηγέτη, Τίτο. «Πάσα επίθεσις εκ μέρους της Βουλγαρίας θα εύρη την Γιουγκοσλάβιαν παρά το πλευρόν του θύματος» (Βραδυνή, 8.8.1952). «Λίαν φιλική στάσις των Τούρκων». Εξελίξεις που πιθανότατα έκαναν τη Σόφια διστακτική προς την κατεύθυνση της κλιμάκωσης.
Η Αθήνα διατεινόταν σε όλους τους τόνους ότι αν οι Βούλγαροι δεν απαντήσουν στα πυρά, «λήγει το ελληνοβουλγαρικόν επεισόδιον». Πρώτα, όμως, έπρεπε να αποχωρήσουν οι εισβολείς από τη νησίδα “Γ”. Οι βολές όλμων συνεχίσθηκαν μέχρι τις 6 μμ. της 7ης Αυγούστου, έκτοτε «απόλυτος ησυχία επικρατεί κατά μήκος του Έβρου. Επί της νησίδος, ουδεμία κίνησις παρατηρείται…».
Η ελληνική στρατιωτική ηγεσία έκρινε σκόπιμο να μην ανέλθουν ελληνικές δυνάμεις στη νησίδα με το σκεπτικό ότι, υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις, οι Βούλγαροι είχαν ναρκοθετήσει το μέρος και είχαν κατασκευάσει πολυβολεία. «Γενικώς, επικρατεί αμφιβολία, εάν οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν την νησίδα». Καταλήγοντας το δημοσίευμα, ανέφερε ότι εάν παρατηρούνταν κίνηση, «θα αρχίση εκ νέου βολή».
Η ελληνική κυβέρνηση, παρόλο που επικρατούσαν συνθήκες εσωτερικής πολιτικής ρευστότητας και κυβερνητικής κρίσης, είχε κάνει την απειλή της πράξη. Μολαταύτα, ο αντιπολιτευόμενος τύπος έκανε λόγο για επιπόλαιο χειρισμό της κατάστασης από τη κυβέρνηση Βενιζέλου με αποτέλεσμα να πληγεί το γόητρο της Ελλάδας.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε ενημερώσει τους συμμάχους (ΝΑΤΟ), καθώς και τον ΟΗΕ, ότι θα κινηθεί στρατιωτικά για την επίλυση της κρίσης.
Μια μέρα μετά, την Παρασκευή 8 Αυγούστου, κατόπιν συμμαχικών πιέσεων, το επεισόδιο θεωρήθηκε λήξαν, ενώ η Αθήνα απέκλειε γενικευμένη σύρραξη με τη Βουλγαρία (Βραδυνή, 8.7.1952). Οι διαταγές που είχαν οι ελληνικές στρατιωτικές μονάδες ήταν να μην επιτρέψουν εγκατάσταση Βουλγάρων επ’ αυτής, έως ότου ο ΟΗΕ εκδώσει την απόφασή του. Δεν προβλεπόταν, όμως, εγκατάσταση ελληνικών δυνάμεων επί της νησίδας, μόνο επιτήρησή της.
Ωστόσο, την ίδια μέρα υπήρξε μεμονωμένη προσπάθεια Βούλγαρου στρατιώτη να ανέβει στη νησίδα με αποτέλεσμα το ελληνικό πυροβολικό να απαντήσει με νέα πυρά. Το απόγευμα ελληνική περίπολος προωθήθηκε στη νησίδα “Γ”, προέβη σε έρευνα για να διαπιστώσει αν υπήρχαν Βούλγαροι πάνω σε αυτή και στη συνέχεια αποχώρησε (Βραδυνή, 9.8.1952).
Οι ελληνικές δυνάμεις θα παρέμεναν πλησίον της νησίδας και αυτή «θα βάλλεται οσάκις θα σημειούται εκεί εμφάνισις Βουλγάρων στρατιωτών». Στις 12 Αυγούστου 1952, η εφημερίδα Βραδυνή έγραφε, ότι «οι Βούλγαροι απεπειράθησαν πάλιν να διέλθουν τον Έβρον και να φθάσουν εις την νησίδα Γ – Εβλήθησαν υπό των τμημάτων μας δι’ όλμων και ριπών πυροβόλων και εξηναγκάσθησαν εις υποχώρησιν – Παρακολουθούνται αγρύπνως αι κινήσεις των επιδρομέων».
Είναι γεγονός ότι η Ελλάδα επέδειξε αποφασιστικότητα στο χειρισμό της κρίσης, αν και ετεροχρονισμένη. Χωρίς αμφιβολία, οι Βούλγαροι είχαν καταλάβει τμήμα του ελληνικού εδάφους και η Αθήνα έπρεπε να απαντήσει δυναμικά, πράγμα που έκανε.
Επιβάλλεται να αντιληφθούμε το επεισόδιο ως μέρος των γενικότερων πιέσεων που ασκούνταν από τα βόρεια κομμουνιστικά καθεστώτα σε βάρος της Ελλάδας, πιέσεις που κορυφώθηκαν την περίοδο του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Σημαντική παράμετρος, επίσης, το γεγονός, ότι η Ελλάδα, λίγους μήνες πριν (Φεβρουάριος του 1952), είχε ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, ενώ η Βουλγαρία αποτελούσε κράτος δορυφόρος του Κρεμλίνου.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, χρονικά στις απαρχές του Ψυχρού Πολέμου, επομένως δεν πρόκειται για ένα απλό συνοριακό επεισόδιο, αλλά για μια διαμάχη, η οποία εντάσσεται σε ένα ευρύτερο παιχνίδι ισχύος και ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ και Σοβ. Ένωσης.