Στέλιος Καζαντζίδης: Ο Έλληνας τραγουδιστής γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου του 1931. Ο ίδιος έχει καταγωγή από τον Πόντο, μεγαλώνοντας φτωχικά από μικρή ηλικία. Ο ίδιος έκανε πολλές δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει. Ο γνωστός τραγουδιστής εργάστηκε σε εργοστάσια, υφαντουργεία και σε μία σειρά από άλλες δουλειές.
Από εκεί και πέρα, οι δυσκολίες συνεχίστηκαν και στον στρατό, όπου υπηρέτησε σε τάγμα μουλαράδων. Μια κλωτσιά που δέχτηκε στα γεννητικά του όργανα ήταν η αιτία που δεν τεκνοποίησε ποτέ.
Με δάσκαλο ένα τυφλό συνθέτη και μια κιθάρα που του έκανε δώρο κάποιο από τα αφεντικά του έκανε δειλά δειλά τα πρώτα του βήματα στη μουσική. Το πρώτο του τραγούδι ήταν το “Για μπάνιο πάω” που είχε γραφτεί για τον καύσωνα στην Αθήνα. Το τραγούδι απέτυχε, όμως ο Γιάννης Παπαϊωάννου διέκρινε τη μοναδική φωνή του Στέλιου και του έδωσε να τραγουδήσει το τραγούδι με τίτλο “Οι βαλίτσες”. Τότε, ξεκίνησε η μεγάλη καριέρα του Καζαντζίδη που κράτησε σχεδόν μισό αιώνα.
Μερικά από τα πιο γνωστά τραγούδια που ερμήνευσε είναι: “Υπάρχω”, “Συννεφιασμένη Κυριακή”, “Της γερακίνας γιος”, “Η ζωή μου όλη”, “Πριν μου φύγεις γλυκιά μου”, “Ζιγκουάλα”, “Αυτη η νύχτα μένει”, “Κάτω απ’το πουκάμισό μου”, “Ότι αγαπάω εγώ πεθαίνει”, “Το θολωμένο μου μυαλό” και “Μαντουμπάλα”.
Μάλιστα, το τελευταίο τραγούδι πυροδότησε τη θρυλική κόντρα του Καζαντζίδη με τη δισκογραφική εταιρεία Columbia. Όλα ξεκίνησαν όταν κυκλοφόρησε το τραγούδι “Μαντουμπάλα” το οποίο σημείωσε τεράστια επιτυχία με τις πωλήσεις να αγγίζουν τις 100.000. Ωστόσο, ο τραγουδιστής πληρώθηκε μόλις 1.000 δραχμές, καθώς την εποχή εκείνη οι δισκογραφικές πλήρωναν τους τραγουδιστές εφάπαξ ανεξαρτήτως των πωλήσεων. Ενώ λοιπόν η εταιρεία είχε κερδίσει εκατομμύρια, ο Καζαντζίδης είχε βγάλει μόλις 1.000 δραχμές με αποτέλεσμα να διεκδικήσει ποσοστά.
Ο Καζαντζίδης αποφάσισε να πάει στη μικρότερη δισκογραφική «ODEON», στην οποία μόλις είχε αναλάβει διοικητικά καθήκοντα ο γιος του Μίνωα Μάτσα, Μάκης. Η κόντρα των δύο πλευρών συνεχίστηκε όταν Columbia κυκλοφόρησε δισκάκι 45 στροφών με τραγούδια από τα πρώτα βήματα του Καζαντζίδη. Η μεταξύ τους διαμάχη κατέληξε στα δικαστήρια με τον Καζαντζίδη να ισχυρίζεται πως τα συγκεκριμένα τραγούδια τον δυσφημούσαν σαν καλλιτέχνη.
Οι δικηγόροι της «COLUMBIA» απάντησαν ότι ήταν αναντίρρητο δικαίωμα της εταιρίας να εκμεταλλευτεί εμπορικά το καλλιτεχνικό έργο της και το δικαστήριο τελικά δικαίωσε την εταιρεία. Ο Καζαντζίδης τα έβαλε με το σύστημα. Ήταν ο πρώτος που διεκδίκησε ποσοστά για τους καλλιτέχνες και διαμαρτυρήθηκε και για την κατάσταση που επικρατούσε στη νύχτα. Αποκορύφωμα των διαμαρτυριών του ήταν η απόφασή του να σταματήσει τις εμφανίσεις στα νυχτερινά κέντρα και να αποχωρήσει από το πάλκο. Η είδηση έπεσε σαν βόμβα στη νύχτα.
«Το φετεινό καλοκαίρι θα είναι η τελευταία μου εμφάνιση στο πάλκο και στην Ελλάδα. Αποσύρομαι και φεύγω. Γράψτε το. Και τονίστε ότι όταν λέει κάτι ο Καζαντζίδης, το κάνει.», είχε δηλώσει. Όταν τον ρώτησαν γιατί αποφάσισε να σταματήσει στο ζενίθ της καριέρας του απάντησε: «Έτσι πρέπει. Κάποτε θα πω τους λόγους, όταν θα γράψω για τη ζωή μου…»
Πράγματι, το 1965 ο Καζαντζίδης αποχώρησε από τις πίστες οριστικά σε ηλικία μόλις 33 ετών. Σύμφωνα με τη Μαρινέλλα, απαγόρευε στα κέντρα που εμφανιζόταν στις τραγουδίστριες να κάθονται στα τραπέζια των πλούσιων πελατών. Η αποχώρηση του ήταν αποτέλεσμα της αποστροφής του για την κατάσταση που επικρατούσε στα νυχτερινά κέντρα. Σε συνέντευξή του στον Βασίλη Βασιλικό στα 1980 είχε αναφέρει την εξής ιστορία που συνέβη το 1965 στο χειμερινό «Φαληρικόν» του Γιάννη Μαργωμένου:
«Ήμασταν στη μέση περίπου του προγράμματος. Είχα προσέξει μια νεαρή κοπέλα, μια ωραία κοπέλα, που ερχότανε κάθε βράδυ παρέα με τον ταξιτζή που την κουβαλούσε. Τον είχε για συντροφιά της στο τραπέζι προφανώς τα είχαν βρει κιόλα αλλιώτικα οι δυο τους. Εκείνο το συγκεκριμένο βράδυ δεν ήταν μαζί της ο ταξιτζής. Είχα συνηθίσει να τη βλέπω εκεί κι έτσι δε μου έκανε εντύπωση όταν σηκώθηκε και βγήκε στην πίστα, που ήταν άδεια, με το άδειο μπουκάλι της μαυροδάφνης στο χέρι της.
Την είδα να ανοίγει τα κανιά της, να δίνει μια στο μπουκάλι, που του έφυγε ο πάτος και πέρασε ξυστά από το μάγουλο το δικό μου, για να καρφωθεί στην «αχιβάδα» του παλκοσένικου. Μπήκε μέσα στο πλαστικό της «αχιβάδας» δύο δάχτυλα. Τρόμαξα. Σταματάω το τραγούδι και κατεβαίνω απ’ το πάλκο με την κιθάρα, πάω, χώνομαι μες στο καμαρίνι, το κλειδώνω από μέσα και μονολογώ. Μιλάω με τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Λέω: «Τι θέλεις πια; Το πράγμα έφτασε στο ζενίθ του. Δεν έχει άλλο!». Και εκεί πήρα τη μεγάλη απόφαση και έδωσα όρκο ότι δεν πρόκειται να ξανατραγουδήσω σε νυχτερινό μαγαζί».
Ο μπουζουκτσής Λάκης Καρνέζης είχε αποκαλύψει ότι εκείνη την εποχή ο Καζαντζίδης ήταν περιζήτητος από όλους τους επιχειρηματίες, οι οποίοι δεν δίσταζαν να τον απειλούν με μπράβους για να δεχτεί να τραγουδήσει στο μαγαζί τους. Οι πιέσεις των μπράβων της νύχτας και των επιχειρηματιών φαίνεται πως ήταν ο λόγος που ο Καζαντζίδης αποχαιρέτησε μια για πάντα τις πίστες, παρόλο που είχε προτάσεις εκατομμυρίων για να επιστρέψει. Ωστόσο, συνέχισε να δισκογραφεί τραγούδια μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 14 Σεπτεμβρίου 2001. Πέθανε σε ηλικία 70 ετών μετά από σκληρή μάχη με τον καρκίνο.