Συζυγοκτόνος, αλλά αθώα στο δικαστήριο: Πολλές ιστορίες έχουν βγει στη δημοσιότητα. Όμως, η συγκεκριμένη ιστορία είναι διαφορετική από τις άλλες. Μία συζυγοκτόνος κατάφερε να συγκινήσει τους δικαστές και τους ενόρκους.
Μια ιστορία εγκλήματος που έλαβε μέρος στην Αττική και κατάφερε να συγκινήσει δικαστές, ενόρκους αλλά και όσους διάβασαν ή άκουσαν γι’ αυτήν. Αυτή η γυναίκα έγινε δòλοφόνος αλλά πολλές φορές οι ρόλοι του θύματος και του θύτη είναι δύσκολο να κατανεμηθούν.
Αποφασίσαμε να φέρουμε ξανά στην δημοσιότητα αυτήν την ιστορία διότι πιστεύουμε ότι αξίζει να την θυμόμαστε. Πιστεύουμε επίσης ότι είναι μία πολύ καλή αφορμή για συζήτηση. Οπότε όταν την διαβάσετε, θα χαρούμε να μας πείτε την δική σας άποψη για το θέμα στα σχόλια.
Πως ξεκίνησαν όλα
Στις 29 Δεκεμβρίου του 1989 η 37χρονη Γ.Π έβαλε βιαστικά τα ρούχα της, κάθισε στη θέση του οδηγού και έφτασε μέχρι την Ασφάλεια Αττικής. Ο συνεπιβάτης στο αυτοκίνητό της ήταν ο νεκρός σύζυγός της. Λίγοι θα πρόσεχαν ότι το φòνικό όπλο υπήρχε και αυτό στο αμάξι της 37χρονης. Η γυναίκα έφτασε στο αστυνομικό τμήμα λίγο πριν τις 5 τα ξημερώματα και το φòνικό όπλο που χρησιμοποίησε για να σκ0τώσει τον σύζυγό της, κρεμόταν από τον λαιμό του νεκρού.
Όταν μπήκε στο αστυνομικό τμήμα η όψη της σòκαρε του αστυνομικούς που την αντίκρισαν. Ήταν γεμάτη μελανιές στο πρόσωπο και εμφανώς αναστατωμένη και ταλαιπωρημένη. Τα λόγια που ψέλλισε όμως ήταν αυτά που αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα στην μνήμη των αστυνομικών που ήταν παρόντες: Έπνιξα τον άντρα μου. Τον έχω εδώ στο αυτοκίνητο. Ήρθα να παραδοθώ…
Μόλις άκουσαν αυτή την φράση να βγαίνει από το στόμα της γυναίκας, οι αστυνομικοί έτρεξαν στο όχημά της για να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενά της. Πράγματι μέσα στο αυτοκίνητο αντίκρισαν το σώμα του νεκρού συζύγου. Όταν η γυναίκα ηρέμησε λίγο ξεκίνησε να εξιστορεί την ιστορία της στους αστυνομικούς, η οποία είχε διαδραματιστεί το προηγούμενο βράδυ. Ήταν παντρεμένη με τον σύζυγό της 20 χρόνια και είχαν αποκτήσει τρία παιδιά. Εκείνος δούλευε τα πρωινά σε μία εταιρία κι εκείνη τα βράδια ως σερβιτόρα σε μία χαρτοπαικτική λέσχη.
Συζυγοκτόνος, αλλά αθώα στο δικαστήριο: Τι την οδήγησε στο έγκλημα
Λίγο πριν φύγει η χρονιά η κίνηση στις χαρτοπαικτικές λέσχες ήταν αυξημένη κι έτσι η γυναίκα είχε πολύ δουλειά. Το βράδυ της 28ης προς 29ης Δεκεμβρίου κι ενώ η γυναίκα δούλευε, είδε το αυτοκίνητο του συζύγου της να παρκάρει έξω από την δουλειά της. Όταν μπήκε μέσα ο σύζυγός της, φαινόταν ότι ψαχνόταν για καυγά και απαίτησε από την γυναίκα να τον ακολουθήσει στο σπίτι. Εκείνη, μη θέλοντας να προκαλέσει φασαρίες στον χώρο της δουλειάς της, τον ακολουθήσε υπάκουη. Ενώ ο 45χχρονος άντρας οδηγούσε προς τον Ωρωπό, σε όλη την διαδρομή την χτυπούσε άσχημα και την έβριζε.
Αυτή η συμπεριφορά βέβαια δεν ήταν ξένη προς την άτυχη γυναίκα. Όπως η ίδια κατέθεσε επί 22 χρόνια η ζωή της μαζί του ήταν ένα μαρτύριο. Ό σύζυγός της ήταν άπιστος, βίαιος και την κακòποιούσε τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά, Εκείνο το βράδυ όμως φαινόταν πως είχε βγει εκτός εαυτού. Πάρκαρε το αυτοκίνητό του σε μία ερημική τοποθεσία και διέταξε την γυναίκα να κατέβει. Μόλις εκείνη εκτέλεσε τις εντολές του άρχισε να της βγάζει τα ρούχα με την βία και να την απειλεί λέγοντάς της «Απόψε ετοιμάσου να πεθάνεις!».
Συζυγοκτόνος, αλλά αθώα στο δικαστήριο: Η κατάθεση
Σύμφωνα με την κατάθεση της 37χρονης γυναίκας, την έδεσε με ένα καλώδιο στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου και συνέχισε να την χτυπάει. Έπειτα την ανάγκασε να μπει και στο αμάξι, έβαλε μπρος την μηχανή και της είπε: «Θα σε πάω στην Ομόνοια και θα σε σκ0τώσω». Συνέχισε να οδηγεί και να την χτυπά παράλληλα ενώ δεν είχε σταματήσει λεπτό να την απειλεί. Για πρώτη φορά στην ζωή της η 37χρονη ένιωσε ότι πραγματικά η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο. Ήξερε πως αν δεν αντεπιτεθεί δεν θα ξανά έβλεπε ποτέ τα παιδιά της.
Έτσι, όταν ο άντρας σταμάτησε για λίγο στην άκρη του δρόμου στο ύψος της Μαλακάσας άδραξε την ευκαιρία. Τον άρπαξε από την γραβάτα του και τον έσφιξε με όλη της την δύναμη μέχρι που τον άφησε αναίσθητο. Στην συνέχεια του έβγαλε την γραβάτα, την τύλιξε σαν θηλιά γύρω από τον λαιμό του και συνέχισε να τον σφίγγει. Σταμάτησε όταν σιγουρεύτηκε ότι είναι νεκρός. Όπως ανέφερε η γυναίκα, δεν σκέφτηκε ούτε για μία στιγμή να το σκάσει. Τον έβαλε στη θέση του συνοδηγού και πήγε κατευθείαν στο αστυνομικό τμήμα να παραδοθεί.
Αφού τελείωσε την απολογία της η 37χρονη συνελήφθη και οδηγήθηκε στις γυναικείες φυλακές όπου και παρέμεινε μέχρι να ξεκινήσει η δίκη. Από την πρώτη στιγμή τα τρία παιδιά της ήταν στον πλευρό της. Στις προανακριτικές καταθέσεις παραδέχτηκαν κι εκείνα ότι ζούσαν με τον φόβο ότι κάποια μέρα ο πατέρας τους θα δòλοφονούσε την μητέρα τους. Στο πλευρό της στάθηκαν και αρκετοί φίλοι και συγγενείς που κι εκείνοι με την σειρά τους παραδέχθηκαν ότι ο 45χρονος ήταν άκρως βίαιος και επικίνδυνος. Ακόμη και ο αδερφός του 45χρονου αναγνώρισε πολλά ελαφρυντικά στην νύφη του.
Συζυγοκτόνος, αλλά αθώα στο δικαστήριο: Το δικαστήριο
Το δικαστήριο ξεκίνησε σχεδόν έναν χρόνο μετά, στις αρχές του Δεκέμβρη του 1990. Η συμπαράσταση της κοινής γνώμης προς την γυναίκα που δ0λοφόνησε τον άντρα της ήταν πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα. Η 37χρονη αφού είχε ομολογήσει με κάθε λεπτομέρεια την πράξη της, θεωρούσε την καταδίκη αυτονόητη.
Η γραμμή που ακολούθησε η υπεράσπιση στόχευε στην αναγνώριση των ελαφρυντικών του πρότερου έντιμου βίου και της νόμιμης άμυνας, προκειμένου η ποινή της να μειωθεί στο ελάχιστο. Κατά τη διάρκεια της δίκης οι περισσότεροι μάρτυρες περιέγραφαν μια εφιαλτική καθημερινότητα στο σπίτι.
Μιλούσαν για έναν άντρα βάναυσο, άπιστο, βίαιο που την χτυπούσε, την εξευτέλιζε και την απειλούσε καθημερινά. Υπήρξαν βέβαια κι εκείνοι που έλεγαν ότι στην πραγματικότητα την αγαπούσε πολύ και δεν θα της έκανε ποτέ κακό. Η 37χρονη υποστήριξε ότι ήθελε χρόνια να πάρει διαζύγιο, όμως ο άντρας της δεν το δεχόταν.
Η απόφαση
Όταν η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε, η απόφαση του προέδρου του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου άφησε όλη την αίθουσα άναυδη. Οι δικαστές είχαν αποφασίσει ομόφωνα την αθώωση της γυναίκας με το σκεπτικό ότι βρισκόταν σε πλήρως νόμιμη άμυνα.
Ήταν μία από τις ελάχιστες φορές που λαϊκοί και τακτικοί δικαστές συμφωνούσαν. Παρά την εισήγηση του εισαγγελέα να κριθεί ένοχη, αναγνωρίζοντάς της μόνο το ελαφρυντικό του βρασμού ψυχικής ορμής, οι δικαστές στηρίχθηκαν περισσότερο στην ανθρώπινη ψυχή και όχι στο γράμμα του νόμου. «Ευχαριστώ τους δικαστές που με πίστεψαν, σκέφτηκαν με συναίσθημα και κατάλαβαν ότι το έγκλημά μου δεν το επιδίωξα. Ήταν ξαφνικό. Θα με σκότωνε αν δεν τον σκότωνα. Ακόμα δεν ξέρω που βρήκα τη δύναμη να το κάνω», δήλωσε στους δημοσιογράφους η γυναίκα όταν η δικαστική της περιπέτεια είχε πια τελειώσει.