Ο Παναγιώτης Φραντζής, που στραγγάλισε, τεμάχισε και πέταξε στα σκουπίδια το διαμελισμένο σε έντεκα κομμάτια, σώμα της γυναίκας του, Ζωής Γαρμανή, προκειμένου να το εξαφανίσει, τη δεκαετία του 1980, έχει δημιουργήσει νέα οικογένεια.
Ο εισαγγελέας της έδρας, τότε, ακούγοντας τον Παναγιώτη Φραντζή, κατά τη διάρκεια της δίκης, να περιγράφει ότι χρειάστηκαν 4 ώρες για να κομματιάσει το άψυχο σώμα της 18χρονης Ζωής, είχε προτείνει τη θανατική ποινή (σ.σ. είχε καταργηθεί από το 1972), ενώ ο συνήγορος πολιτικής αγωγής είχε υπογραμμίσει «πήγαινε να αυτοκτονήσεις».
Ο Παναγιώτης Φραντζής κρίθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και περιυβρίσεως νεκρού, ενώ του επιβλήθηκε η ποινή της ισοβίου καθείρξεως.
Τριάντα έξι ολόκληρα χρόνια μετά, έχει αποκτήσει τη δική του οικογένεια. Τον Οκτώβριο του 2005 αποφυλακίστηκε, αφού εξέτισε 18 χρόνια στη φυλακή και αποφάσισε να γυρίσει σελίδα στη ζωή του και να ενταχθεί στην κοινωνία.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι, λίγα χρόνια μετά την αποφυλάκισή του, ερωτεύτηκε μια γυναίκα και έχει κάνει οικογένεια.
Τον 25 Ιουνίου του 1987, στα Κάτω Πατήσια, ένας ρακοσυλλέκτης ψάχνει ανάμεσα στα σκουπίδια και ανακαλύπτει το τεμαχισμένο σώμα μιας ακέφαλης γυναίκας. Στην αρχή η αστυνομία δυσκολεύεται να ανακαλύψει ότι το κομματιασμένο σώμα ανήκει στην 18χρονη Ζωή Γαρμανή κι ο δολοφόνος της είναι ο 27χρονος σύζυγός της, Παναγιώτης Φραντζής.
Στον πανικό του να ξεφορτωθεί το τεμαχισμένο σώμα της Ζωής Γαρμανή, ο δολοφόνος είχε ξεχάσει μέσα σε μια από τις σακούλες με τα ανθρώπινα μέλη την απόδειξη ενός κρεοπωλείου, στοιχείο που θα έφτανε πολύ κοντά στα ίχνη του.
Βλέποντας ότι ο κλοιός σφίγγει, αποφάσισε να παραδοθεί μόνος του στις αστυνομικές αρχές, να ομολογήσει την αποτρόπαια πράξη του και να αποκαλύψει την τοποθεσία που είχε πετάξει το κεφάλι της Ζωής.
Στη συνέχεια, παραπέμφθηκε σε δίκη για ανθρωποκτονία από πρόθεση και κατά την απολογία του, στους δικαστές είχε επισημάνει «ήμουν σε κακή ψυχολογική κατάσταση. Έκανα εμετό όταν την τεμάχιζα, σταματούσα και ξανάρχιζα.Υπήρχε και μια έντονη μυρωδιά από τα αίματα …Καυγαδίσαμε, βγήκα εκτός εαυτού. Την έσπρωξα κι εκείνη χτύπησε στην κόγχη του κρεβατιού.Όταν έσκυψα να τη σηκώσω, κατάλαβα ότι ήταν νεκρή. Δεν τη στραγγάλισα, δεν είμαι φονιάς. Παραδέχομαι την κατηγορία της προσβολής νεκρού αν και δεν μπορώ να δώσω στην πράξη μου αυτή, λογική εξήγηση.Τύψεις θα έχω σε όλη μου τη ζωή και δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου, που δεν μπόρεσα να δείξω ψυχραιμία, εννοώ τη στιγμή που πέθανε η Ζωή».
Η ιατροδικαστική εξέταση είχε δείξει ότι η Ζωή Γαρμανή είχε πεθάνει από στραγγαλισμό κι ενώ είχαν βρεθεί ασφυκτικά φαινόμενα στον πνεύμονα και την καρδιά της, ο δολοφόνος επέμενε ότι ήταν ατύχημα και δήλωνε ότι την αγαπούσε ακόμα.
Η Ζωή Γαρμανή τελείωνε το Λύκειο όταν στραγγαλίστηκε και τεμαχίστηκε από τα χέρια του Φραντζή. Οι δυο τους γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν όταν εκείνη ήταν μόλις 16 ετών κι εκείνος φοιτητής της Α.Σ.Ο.Ε.Ε.
Η Ζωή ήταν όμορφη και φιλάρεσκη, γεγονός που έκανε τον 27χρονο να τη ζηλεύει παράφορα και να καβγαδίζουν συνέχεια, αλλά όπως ο ίδιος υποστήριξε αργότερα στους δικαστές, κάθε καυγάς τους τελείωνε όταν τους συνέπαιρνε παράφορος έρωτας.
Εκείνο το βράδυ, μετά από έναν ακόμη έντονο καβγά που είχαν, συνευρέθηκαν και τον αποκάλεσε ανίκανο, σύμφωνα με όσα είχε ισχυριστεί ο Παναγιώτης Φραντζής, με αποτέλεσμα να «γυρίσει το μυαλό του» και να τη σκοτώσει.
Όταν διαπίστωσε ότι η 18χρονη είναι νεκρή, πήρε ένα κουζινομάχαιρο κι ένα σφυρί για να την τεμαχίσει και να την αποκεφαλίσει. Την πέταξε στα σκουπίδια, προκειμένου να την εξαφανίσει, σκεπτόμενος το σενάριο ότι η γυναίκα του, τον εγκατέλειψε.
Το σκεπτικό της απόφασης ανέφερε ότι βγήκε από τη φυλακή «συνεπεία ευεργετικού υπολογισμού 2316 ημερών εργασίας και αναστολής εκτελέσεως του υπολοίπου της ποινής του».