Σήφης Βαλυράκης: Η ζωή του Έλληνα πολιτικού μοιάζει με σενάριο από ταινία του κινηματογράφου. Έχει ταυτιστεί με την αντίσταση κατά της χούντας των συνταγματαρχών. Όμως, έχει ταυτιστεί και με την προσπάθεια αποκατάστασης της Δημοκρατίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ο Σήφης Βαλυράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1943. Ο πατέρας του, Γιάννης Βαλυράκης, ήταν αξιωματικός του Στρατού Ξηράς και βουλευτής της Ένωσης Κέντρου. Σπούδασε ηλεκτρονικός μηχανικός στη Γερμανία και τη Σουηδία, με ειδίκευση στους βιομηχανικούς αυτοματισμούς.
Στα χρόνια της επταετίας της χούντας των συνταγματαρχών εντάχθηκε στην αντίσταση και στο ένοπλο παρακλάδι του ΠΑΚ. Το καθεστώς της 21ης Απριλίου τον συνέλαβε το 1971 για βομβιστικές επιθέσεις, τον φυλάκισε στο ΕΑΤ – ΕΣΑ και τον βασάνισε φρικτά.
Ο ίδιος όμως κατάφερε να αποδράσει, κόβοντας τα κάγκελα του κελιού του και προκαλώντας καταστροφικό βραχυκύκλωμα στο ηλεκτρικό δίκτυο των φυλακών. Επιχείρησε να διαφύγει στην Γιουγκοσλαβία. Το έκανε, κρυμμένος στην στέγη ενός τραίνου. Όμως, για κακή του τύχη το τραίνο σταμάτησε για ανεφοδιασμό στα σύνορα. Οι προβολείς των φυλακίων τον εντόπισαν με αποτέλεσμα να συλληφθεί για δεύτερη φορά και να οδηγηθεί στις σκληρές φυλακές της Κέρκυρας. Τελικά καταφέρνει και πάλι να αποδράσει και να αναζητήσει καταφύγιο στην Αλβανία του Χότζα. Αυτό έγινε, καθώς κολύμπησε έως τα παράλια της γειτονικής χώρας.
Σήφης Βαλυράκης: «Λαϊκό δικαστήριο στους Άγιους Σαράντα»
Ο ίδιος σε παλαιότερο άρθρο του για την χούντα και τις αποδράσεις του, είχε γράψει: «Θυμάμαι την απόδραση μου από τις φυλακές της Κέρκυρας την νύκτα 19 Μαΐου 1971,τον τραυματισμό στο πέσιμο από το πανύψηλο εξωτερικό τοίχο της φυλακής, του συντρόφου μου Μπάμπη Γεωργακάκη, από την Κοξαρέ του Ρεθύμνου. Θυμάμαι το νυκτερινό πέρασμα στα παγωμένα ρεύματα, κολυμπώντας στο στενό από την Κέρκυρα στην Αλβανία, την σύλληψη μου από την συνοριακή περίπολο των Αλβανών στρατιωτών.
Δεν μπορώ να ξεχάσω την τρίχρονη καταδίκη μου από «λαϊκό δικαστήριο» στους Άγιους Σαράντα για τη παραβίαση των αλβανικών συνόρων, τους 18 μήνες στο «σταλινικό» στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας της Αλβανίας στο Fierι (περιγραφή Σολζενίτσιν στο βιβλίο του «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς»). Δεν ξεχνώ τον πόνο της πείνας, το ψωμί με πριονίδι, τον πόνο του κρύου βουτηγμένοι στην λάσπη του χειμώνα, την αφόρητη ζέστη κάτω από τη κυματοειδή αμιαντοσανίδα της σκεπής του αλβανικού στρατοπέδου το καλοκαίρι, τα ζωύφια που έστηναν χορό στην ανιπλυσιά μας.
Νοέμβριος 1973, στα μεγάφωνα προπαγάνδας του Emver Hotza χλιαρή αναφορά, ταραχές στο πολυτεχνείο στην Αθήνα, υπάρχουν νεκροί και τραυματίες. Αλλαγή φρουράς στην Αθήνα, πέφτει ο δικτάτορας συνταγματάρχης Παπαδόπουλος. Έρχεται ο Δικτάτορας ταξίαρχος Ιωαννίδης. Θεαματική αλλαγή στην συμπεριφορά των Αλβανών. Ο ίδιος αυτοπροσώπως, ο διοικητής του στρατοπέδου με καλεί στο γραφείο του! Μου ανακοινώνει «επισήμως» πως η Αλβανική Βουλή (kouventipopulor) μου χαρίζει το υπόλοιπο της ποινής μου, με διαβεβαιώνει ότι ελευθερώνομαι, ούτε αυτός το πίστευε!
Σήφης Βαλυράκης: «Ήμουν ελεύθερος»
Με «εξαφανίζουν» στο πουθενά, με παχαίνουν με υπερσίτιση, με ντύνουν με κουστούμι «μιας χρήσης» και με φορτώνουν«cargo» με απόλυτη μυστικότητα, την τελευταία στιγμή στο μικρό ελικοφόρο UPI χωρίς ταξιδιωτικά έγγραφα, με ένα πεντοδόλαρο στο χέρι και «τράνζιτ» στο αεροδρόμιο της Ρώμης, Fumitsino.
Ήμουν ελεύθερος, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Από το αεροδρόμιο της Ρώμης επικοινωνώ με τη Στοκχόλμη, την έδρα μου και η είδηση της απελευθέρωσης μου γίνεται γνωστή στους συναγωνιστές μου.
Οι καραμπινιέροι με φιλοξενούν στο τμήμα ασφαλείας του Fumitsino, μεταφέροντας μου το καλωσόρισμα και τις ευχές του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας. Ο Αλέκος Παναγούλης με την Οριάνα Φαλάτσι με βρίσκουν πρώτοι λίγο μετά τα μεσάνυχτα, αγκαλιές και φιλιά, «μου θυμίζεις μυρωδιά φυλακής» μου λέει ο Αλέκος.
Το πρωί, με ειδική άδεια της Ιταλικής κυβέρνησης, με βγάζει από το αεροδρόμιο η Αμαλία Φλέμινγκ. Η Αμαλία με φιλοξενεί στο σπίτι της στη Ρώμη με λίγες από τις γάτες της. Ο μουσμούσης της είχε μήνη αιχμάλωτος στην Αθήνα.
Η συνάντηση μου με τον ενθουσιώδη Ανδρέα Παπανδρέου, στη σκιά του Περσέα να κραδαίνει το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας, ολοκληρώνει τα καλωσορίσματα. Υπήρχε δουλειά να γίνει, το αντιδικτατορικό κίνημα, ο αγώνας για την δημοκρατία δεν περιμένει, οφείλαμε να ξανακερδίσουμε την χώρα μας».
Σήφης Βαλυράκης: Τι συνέβη την 1η Φεβρουαρίου του 2009
Όπως γράφει και ο ίδιος το καθεστώς του Χότζα τον θεωρεί κατάσκοπο της χούντας και του επιβάλει ποινή τριών ετών σε καταναγκαστικά έργα στο στρατόπεδο του Φίερι. Όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου κινητοποίησε τις επαφές του με το διεθνές Μαοϊκό και φιλοκινεζικό κίνημα (εκείνη την εποχή η Αλβανία ήταν δορυφόρος της Κίνας του Μάο) για να τον σώσει. Τελικά ο πρίγκιπας της Καμπότζης Σιχανούκ, στενός φίλος του Ανδρέα Παπανδρέου, επενέβη στους Κινέζους, οι οποίοι επενέβησαν στους Αλβανούς, και έτσι ο Σήφης Βαλυράκης αφέθηκε ελεύθερος.
Ο Σήφης Βαλυράκης εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής Χανίων με το ΠΑΣΟΚ το 1977. Διετέλεσε υφυπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών (Οκτώβριος 1981 – Νοέμβριος 1984), υφυπουργός Πολιτισμού με αρμοδιότητα τον Αθλητισμό (Ιούλιος 1985 – Ιούνιος 1988), υφυπουργός Δημόσιας Τάξης (Ιούνιος 1988 – Ιούλιος 1989 και Ιούλιος 1994 – Μάρτιος 1995) και υπουργός Δημόσιας Τάξης (Μάρτιος 1995 – Ιανουάριος 1996).
Την 1η Φεβρουαρίου 2009 ο Σήφης Βαλυράκης κρατήθηκε για αρκετές ώρες από τις αμερικάνικες αρχές αμέσως μετά την άφιξή του σε αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης λόγω ανάκλησης της βίζας του ενώ πετούσε. Αυτό το περιστατικό επανέφερε στο προσκήνιο την παλιά έχθρα του Βαλυράκη με την αμερικανική κυβέρνηση, η οποία τη δεκαετία του ’80 τον θεωρούσε «προστάτη» της 17 Νοέμβρη.
Ήταν παντρεμένος με τη γνωστή ζωγράφο Μίνα Παπαθεοδώρου-Βαλυράκη, που έχει κερδίσει πολλά διεθνή βραβεία για τα έργα της. Το ζεύγος έχει αποκτήσει 2 παιδιά.
Σήφης Βαλυράκης: Απόδραση από τον ΕΑΤ ΕΣΑ
Ο Βαλυράκης συνελήφθη και οδηγήθηκε στον ΕΑΤ ΕΣΑ. Από τα κρατητήρια της Στρατιωτικής Αστυνομίας όπου τον βασάνιζαν σε καθημερινή βάση, απέδρασε μετά από μικρό χρονικό διάστημα. Κατάφερε να κόψει τα κάγκελα του κελιού του και στην συνέχεια με μία φουρκέτα προκάλεσε βραχυκύκλωμα στο ηλεκτρικό δίκτυο των φυλακών. “Γύρω στις δύο την νύχτα, βγαίνοντας από το πλέγμα, σηκώθηκα και κυκλοφόρησα κανονικά ως μέλος της φρουράς, έφθασα στις τουαλέτες και από εκεί στην ταράτσα, πέρασα στο ΝΙΜΙΤΣ και μετά έμεινα στην Αθήνα για περίπου 15 ημέρες” θυμάται ο ίδιος.
Παντού όμως έβρισκε πόρτες κλειστές. “Όλοι μου έδιναν λεφτά αλλά κανείς δεν μου έδωσε στέγη”. Προσπάθησε να βγει εκτός Ελλάδας μέσω Πάτρας με το πλοίο για Ιταλία, αλλά δεν τα κατάφερε. Δοκίμασε τότε να ταξιδεύσει στην Γιουγκοσλαβία στην οροφή ενός τρένου. Ούτε αυτή η απόπειρα στέφθηκε με επιτυχία. Για κακή του τύχη λίγο πριν περάσει τα σύνορα το τρένο σταματάει για ανεφοδιασμό και ένας προβολέας ρίχνει μία δέσμη φωτός επάνω του. Συλλαμβάνεται για άλλη μία φορά και οδηγείται πίσω στην ΕΑΤ ΕΣΑ με χειροπέδες στα χέρια.
“Η ΕΑΤ ΕΣΑ δεν θύμιζε σε τίποτα τις φυλακές που είχα αφήσει πίσω μου πριν από λίγες ημέρες. Είχαν κλείσει τα πάντα, είχαν χτίσει τα παράθυρα και η διαφυγή ήταν σχεδόν αδύνατη” αναφέρει στο ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ. Μετά τη δεύτερη σύλληψη του θα καταδικαστεί από το έκτακτο Στρατοδικείο σε ποινή κάθειρξης επτά ετών. Κατά την ακροαματική διαδικασία ο 28χρόνος κρατούμενος ανέφερε:
Κι άλλες λεπτομέρειες για την απόδραση
“Δεν αναγνωρίζω το δικτατορικό καθεστώς, παλεύω για την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας. Αισθάνομαι αιχμάλωτος με υποχρέωση να δραπετεύσω. Αφιερώνω τη σκέψη και τον χρόνο μου σε αυτό. Είμαι ήδη με την σκέψη μου ελεύθερος.”
Στην συνέχεια οδηγείται στις φυλακές Κορυδαλλού. Έφτασε κι εκεί κοντά στην απόδραση. Κατάφερε να ανοίξει μια τρύπα στο κελί του πίσω από τον νιπτήρα, αλλά το σχέδιό του θα μείνει στη μέση. Μεταφέρεται στις φυλακές της Κέρκυρας, κι εκεί μαζί με τον Μπάμπη Γεωργακάκη και την βοήθεια του Γιάννη Κλωνιζάκη οργανώνουν μία νέα απόδραση. Με πριονάκια αργυροχρυσοχοΐας αρχίζουν να κόβουν τα κάγκελα του κελιού την ώρα του βόλεϋ ώστε να μην ακούγεται ο θόρυβος.
Βαλυράκης και Γεωργακάκης καταφέρνουν από το μικρό πέρασμα ανάμεσα στα κομμένα σίδερα να βρεθούν εκτός κελιού και να σκαρφαλώσουν στην ταράτσα της φυλακής, με τη βοήθεια μίας αυτοσχέδιας σκάλας που έφτιαξαν από τις σανίδες του κρεβατιού. Γίνονται αντιληπτοί από τους φρουρούς, οι οποίοι ρίχνουν το φως του προβολέα πάνω τους και ζητούν από τους φύλακες να πυροβολήσουν τους δύο υποψήφιους δραπέτες. Ο Βαλυράκης πηδάει από ύψος 10 μέτρων και με την βοήθεια του καλωδίου του ΟΤΕ προσγειώνεται ομαλά στον εξωτερικό χώρο της φυλακής. Αντίθετα ο Γεωργακάκης κατά την πτώση του σπάει την κνήμη του και ακινητοποιείται.
Σήφης Βαλυράκης: Η περιπέτεια στην Αλβανία
“Ήμουν μόνος μου και η μόνη επιλογή που είχα ήταν η απόδραση στην Αλβανία. Έβγαλα τα ρούχα μου, τα έβαλα σε μία νάιλον σακούλα για να τα έχω στεγνά όταν φτάσω, αλείφτηκα με μαγειρικό λίπος που είχα κλέψει από τα μαγειρεία ώστε να αντέχω στο κρύο και έπεσα στην θάλασσα. Ξεκίνησα να κολυμπάω και έφθασα εξουθενωμένος, σχεδόν λιπόθυμος στις αλβανικές ακτές. Ντύθηκα τουρτουρίζοντας και στριμώχτηκα σε κάτι θάμνους μέχρι να έρθει το πρωί. Την άλλη ημέρα είχα ανακτήσει τις δυνάμεις μου και ήμουν χαρούμενος καθώς θεωρούσα ότι πλέον βρισκόμουν σε ελεύθερη γη”.
Τα πράγματα όμως πήραν άλλη τροπή απ’ αυτή που περίμενε. Ο Βαλυράκης θεωρούσε ότι θα τον υποδέχονταν έως έναν αντιστασιακό στη δικτατορία. Όμως, συνελήφθη, κατηγορήθηκε για κατασκοπεία και καταδικάστηκε σε τρία χρόνια καταναγκαστικά έργα.
“Μετά το λαϊκό δικαστήριο με οδήγησαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Βόρεια Αλβανία σε πρώτη φάση, λίγο στα Τίρανα και μετά στο Φιέρι όπου ήταν στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Ακριβώς το σταλινικό στρατόπεδο με τον κρύο, την πείνα, τα έντομα και τους κοριούς. Δικαιούμουν 15 γραμμάρια κρέας την ημέρα!”
Κι άλλες λεπτομέρειες για την περιπέτεια στην Αλβανία
Κανείς από τους συντρόφους του δεν γνώριζε αν ήταν ζωντανός. “Προσπαθούσα από την αρχή να επικοινωνήσω, έστελνα γράμματα για μήνες αλλά αυτά δεν έφευγαν. Κάποιος μου πρότεινε να γεμίσω το γράμμα με γραμματόσημα με το κεφάλι του Εμβέρ Χότζα και στις δύο πλευρές και όντως το γράμμα που έστελνα στην μητέρα μου έφτασε στον αποδέκτη. Η μητέρα μου το έδωσε στην δημοσιότητα, έτσι και η οργάνωση μου έμαθε μετά από μήνες ότι ζω και ότι βρίσκομαι στην Αλβανία”.
Ακολούθησε διεθνής κινητοποίηση. Αυτός που μεσολάβησε στον Χόντζα ήταν ο πρίγκιπας Σιχανούκ της Καμπότζης. Υπήρξε πίεση και από άλλες πλευρές και τελικά το καθεστώς της γειτονικής χώρας απελευθέρωσε τον Βαλυράκη.
“Με πήραν με ένα τζιπ και με μετέφεραν στην βόρεια άκρη της Αλβανίας όπου με έκλεισαν μέσα σε μία πολυκατοικία. Εκεί άρχισαν να με ταΐζουν. Το φαγητό ήταν πλούσιο και λιπαρό ώστε να πάρω ξανά το βάρος που είχα χάσει. Μου πήραν μέτρα για ένα κοστούμι, μου έδωσαν πέντε δολάρια για τυχαία έξοδα και με έβαλαν στο αεροπλάνο που πήγαινε Ρώμη”.
Έτσι, τελείωσε η “κινηματογραφική” περιπέτειά του. Οι πρώτοι που θα τον συναντούσαν ήταν ο Αλέκος Παναγούλης και η Οριάνα Φαλάτσι. Η Αμαλία Φλέμινγκ με ειδική άδεια της ιταλικής κυβέρνησης, τον φιλοξένησε στο σπίτι της. Λίγες ημέρες αργότερα ήρθε σε επαφή με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η χούντα μετρούσε μήνες και η επιστροφή τους στην Αθήνα ήταν κοντά.