Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης σαν σήμερα, πριν από δύο περίπου αιώνες, αποκρούει στρατιωτική επιχείρηση με 6.000 Τούρκους υπό τον Κιουταχή στο Κερατσίνι.
Ήταν 4 Μαρτίου 1827 όταν οι Έλληνες με επικεφαλής τον Στρατηγό Γεώργιο Καραϊσκάκη αποκρούουν την επίθεση 6.000 Τούρκων υπό τον Κιουταχή συντρίβοντας τους στο Κερατσίνι. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης είχε φθάσει στην Ελευσίνα, συνοδευόμενος από τούς οπλαρχηγούς Χατζημιχάλη Νταλιάνη, Κώστα Χόρμοβα, Χατζηπέτρο, Γιαννούση Πανομάρα, Σπυρομήλιο, Καλύβα, Μήτρο Σκυλοδήμο, Βασίλη Μπούσγο, Πέτρο Φαρμάκη καί Δημήτρη Μπιρμπίλη.
Αφού παρέλαβε τις δυνάμεις της Καστέλλας και του Πειραιά κατευθύνθηκε στο Κερατσίνι, όπου έστησε το στρατόπεδο του. Κατασκευάζει οχυρώματα γύρω από το λόφο του Αγίου Γεωργίου με την περιοχή αυτή έκτοτε να ονομάζεται Ταμπούρια. Ο Κιουταχής γνωρίζοντας ότι απέναντί του έχει τον Καραϊσκάκη οργανώνει στρατιωτική επιχείρηση με 6.000 άνδρες στοχεύοντας με τον πυροβολικό του το μετόχι του Κερατσινίου.
Οι Έλληνες αντιστέκονται ηρωικά, καθηλώνουν τους Τούρκους και ο Καραϊσκάκης δίνει εντολή στο ιππικό τού Χατζημιχάλη Νταλιάνη να περάσει στην αντεπίθεση με τις υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις να επιτίθενται από το λόφο της Καστέλλας. Οι Τούρκοι μετρούν βαρύτατες απώλειες με 800 νεκρούς και τραυματίες ενώ στη μάχη χάνονται και 3 Έλληνες πολεμιστές.
Τις προπαρασκευαστικές ενέργειες και τη μάχη στο Κερατσίνι περιγράφει με γλαφυρό τρόπο ο Δήμητριος Αινιάν(21 Νοεμβρίου 1800-25 Σεπτεμβρίου 1881), αγωνιστής της Επανάστασης του 1821, δικαστικός και πολιτικός, αλλά πάνω από όλα στρατιώτης στο πλευρό του Γεώργιου Καραϊσκάκη, του οποίου υπήρξε ο πρώτος βιογράφος και ιδιαίτερος γραμματέας του:
«Ο Καραϊσκάκης είχε προσκληθή καί προλαβόντως παρά τής Διοικήσεως διά νά υπάγη εις βοήθειαν τής Ακροπόλεως τών Αθηνών κινδυνευούσης, αλλά δέν ηδυνήθη νά ακολουθήση τήν διαταγήν ταύτην διά τήν επισυμβάσαν εκστρατείαν τού Ομέρ πασά. Αφ’ ού δέ ελευθερώθη καί από αυτήν, απεφάσισε πλέον νά τρέξη εις βοήθειαν, διότι μάλιστα επροσκαλείτο καί από τούς εντός τού φρουρίου οπλαρχηγούς. Περιπλέον, τήν εις εκείνα τά μέρη εκστρατείαν του, κατέστησεν αναγκαιοτάτην η φθορά τήν οποίαν έπαθον εις Καματερόν τά στρατεύματα τά υπό τόν Μπούρμπαχη, Βάσο καί Παναγιώτη Νοταρά. Όθεν διορίσας εις μέν τά Κράβαρα τόν Γιώτη Δαγκλή, εις δέ τό Λιδωρίκι τόν Σεφάκα καί εις τό Δίστομον τόν Αθανάσιο Κουτσονίκα μέ περίπου πεντακοσίους, αυτός παραλαβών όλους τούς λοιπούς οπλαρχηγούς καί έως χιλίους διακοσίους στρατιώτας ανεχώρησεν από Δίστομον τήν 21ην Φεβρουαρίου 1827. Μετά δύω δέ ημερονυκτίων συνεχή οδοιπορείαν έφθασεν εις Ελευσίνα, όπου τοποθετήσας τό στράτευμα, διέταξε καί τόν Βάσο, διατρίβοντα τότε εις Μέγαρα, νά μεταβή αμέσως μέ τούς περί αυτόν. Μετέβη έπειτα εις Φαληρέα, παρετήρησε τό εκεί στρατόπεδον καί συνωμίλησε τά δέοντα μέ τόν Ιωάννη Νοταρά καί τούς μετ’ αυτού οπλαρχηγούς. Μετά τούτο επέρασεν εις Σαλαμίνα, όπου διορίσας πολιτάρχην τόν Νικολόν Καραμήτσον διεκήρυξεν ότι εντός εικοσιτεσσάρων ωρών όλοι οι εκεί στρατιώται νά μεταβώσιν εις Ελευσίνα καί επέρασεν ευθύς καί αυτός εις Ελευσίνα, αφήσας εις τόν πολιτάρχην νά φροντίση διά τήν εκπλήρωσιν τής διαταγής του.
Μόλις ανεπαύθη ολίγον καί αμέσως επροσκάλεσε κατ’ ιδίαν μόνον τούς αρχηγούς τών υπ’ αυτώ διαφόρων σωμάτων διά νά τούς κοινοποιήση τό σχέδιον, τό οποίον είχε κατά νούν νά βάλη εις ενέργειαν. Καί διά νά μήν λάβη τινά αντίκρουσιν, εφρόντισεν αφ’ ενός μέν μέρους νά ενσπείρη ελπίδας τινάς πληρωμής καί αμοιβής τών αγώνων των, αφ’ ετέρου δέ νά κολακεύση τήν φιλοτιμίαν των. Είναι δέ αληθές ότι κατ’ εκείνην τήν εποχήν είχε μεγάλας ελπίδας ο Καραϊσκάκης ότι έμελλε νά βοηθηθή διά χρημάτων εις τό επιχείρημά του. Επειδή οι πληρεξούσιοι τού έθνους ήσαν εις δύω διηρημένοι καί έκαστον τών μερών ενόμιζεν ότι ήθελεν υπερισχύσει, άν προσελάμβανε μέ τό μέρος του τόν Καραϊσκάκην. Αυτός δέ ζητούμενος καί από τά δύω μέρη επολιτεύετο αμφότερα, χωρίς νά προστεθή φανερά καί σταθερά εις κανένα, ελπίζων μέ τούτον τόν τρόπον νά επιτύχη καλύτερα τόν σκοπόν τής πολιτικής του. Ήλπιζεν ομοίως καί εις εξωτερικά βοηθήματα καί πρό πάντων τής φιλελληνικής εταιρείας τών Παρισίων, τής οποίας επεθύμει καθ’ υπερβολήν ν’ αποκτήση καί τήν αγάπην καί τόν έπαινον.
Τό σχέδιον ήτον νά τοποθετηθή τό εν Ελευσίνι στράτευμα εις Κερατσίνι, όθεν προχωρούν ολίγον κατ’ ολίγον αναλόγως τών προστιθεμένων νέων δυνάμεων, νά φθάση εις τόν ελαιώνα (Χαϊδάρι) καί διά τού ελαιώνος, επειδή δέν ήθελε βλάπτεσθαι από τό εχθρικόν ιππικόν, νά προχωρήση έως εις τό φρούριον (Ακρόπολη) καί νά ανοίξη συγκοινωνίαν τών πολιορκουμένων μέ τήν θάλασσαν. Όταν δέ τούτο ήθελε κατορθωθή, ο εχθρός ήθελε κρίνει περιττόν νά επιμένη εις μίαν ανωφελή πολιορκίαν καί ήθελεν αναχωρήσει, αφίνων ελεύθερον από τούς βεβήλους πόδας του τό ιερόν έδαφος τών Αθηνών. Ούτω λοιπόν διέταξε τριακοσίους στρατιώτας υπό τόν Καλύβα, Κασομούλη καί Αθανασούλα Βαλτινό νά αναχωρήσωσι διά θαλάσσης καί ακολουθούντες ένα έμπειρον τής τοποθεσίας οδηγόν, μέ τόν οποίον τούς εσυντρόφευσε, νά υπάγωσιν εις Κερατσίνι καί νά κατασκευάσωσιν έν οχύρωμα εις τήν αρμοδιωτέραν θέσιν. Τό δέ λοιπόν στράτευμα νά μεταβή τήν νύκτα διά ξηράς, τό κίνημα τόσον τών διά ξηράς, καθώς καί τών διά θαλάσσης απεφασίσθη νά γένη μετά τήν δύσιν τού ηλίου, διά νά μή γνωσθή από τάς σκοπιάς τών εχθρών. Η σάλπιγξ εσήμανε τήν ώραν, καί ο Καραϊσκάκης, αφ’ ού έμβασεν εις τά πλοία τούς διωρισμένους νά υπάγωσι διά θαλάσσης καί τούς εκίνησεν, ανεχώρησεν από Ελευσίνα μέ τό επίλοιπον στράτευμα.
Οι διά θαλάσσης εκστρατεύσαντες, φθάσαντες εις τόν διωρισμένον τόπον καί αποβάντες εις τήν ξηράν, κατεσκεύασαν αμέσως έν οχύρωμα ανάλογον μέ τόν αριθμόν των. Φθάσας μετά ταύτα καί ο αρχηγός μέ τό λοιπόν στράτευμα διώρισε τόν Χριστόδουλον Χατζή Πέτρου νά τοποθετηθή εις μίαν εκκλησίαν καί τινα περί αυτήν ερείπια οικιών, θέσιν κειμένην πρός τό μέρος τού εχθρικού στρατοπέδου. Ομού μέ αυτόν ετοποθέτησε καί τούς διά θαλάσσης ελθόντας, εις δέ τό υπ’ αυτών κατασκευασθέν οχύρωμα εδιόρισε τόν Γιαννούση καί Βάσο Μαυροβουνιώτη μεταξύ δέ εις τάς δύω ταύτας θέσεις ετοποθέτησε τόν Παναγιώτη Νοταρά. Ενώ οι στρατιώται ενησχολούντο εις τήν οχύρωσιν τών θέσεων τούτων, ο Καραϊσκάκης μέ τόν Ρούκην καί Γαρδικιώτην επροχώρησεν εις τό εχθρικόν στρατόπεδον παρατηρών τόν τόπον έφθασε δέ εις έν μετόχι, τό οποίον εφάνη εύλογον εις αυτόν καί τούς μετ’ αυτού νά πιασθή από τούς Έλληνας καί νά οχυρωθή.
Τήν επομένην ημέραν πολλά πρωί επήγεν έφιππος ομού μέ ένα εκ τού ιππικού διά νά κατασκοπεύση τήν θέσιν τού εχθρικού στρατοπέδου. Συρόμενος από τήν περιέργειαν του νά ίδη πλησιέστερον καί νά μάθη τί περισσότερον, επλησίασεν υπέρ τό δέον εις ένα εχθρικόν προμαχώνα, ώστε τόν επυροβόλησαν. Μετέβη εκ τούτου εις άλλον, καί λαβών δύω ίππους βόσκοντας πρό τών οφθαλμών τών εχθρών, επέστρεψεν αφ’ ού έκαμε τάς αναγκαίας παρατηρήσεις του. Επειδή δέ είδε τριακοσίους ιππείς αποκοπέντας από τό εχθρικόν στρατόπεδον καί διευθυνομένους πρός τό ελληνικόν, έδωκεν αμέσως διαταγήν νά ετοιμασθώσιν όλοι καί νά ευρίσκωνται εις τάς θέσεις των.
Οι Τούρκοι ιππείς φθάσαντες πλησίον εις τό Μετόχι (κτίσμα στό Κερατσίνι), τό οποίον, ως ανωτέρω, δέν είχε πιασθή από τούς Έλληνας, απέβησαν από τούς ίππους, συνεκεντρώθησαν εις έν καί εκάθισαν. Κατά περίστασιν τήν στιγμήν ταύτην είχον ευρεθή μέσα εις τό Μετόχιον τούτο διάφοροι αξιωματικοί εκ τού σώματος τών Παλαμηδιωτών, ελθόντες χάριν περιεργείας, οι οποίοι ιδόντες τούς εχθρούς ανεχώρησαν από τό Μετόχιον, αφήσαντες πέντε στρατιώτας μόνον διά νά φαίνωνται εις τούς εχθρούς καί νά δίδωσιν αιτίαν νά υποπτεύωσιν, ότι η θέσις αύτη δέν είναι αφύλακτος. Μετά ικανήν ώραν συνήχθη καί πεζικόν εχθρικόν στράτευμα, συγκείμενον από οκτακοσίους περίπου στρατιώτας. Τό στράτευμα τούτο ωδηγείτο από τόν ίδιον Κιουταχήν, όστις μαθών από τά περί τόν Φαληρέα στρατεύματά του, ότι ήλθον τά υπό τόν Καραϊσκάκην στρατεύματα, επήγε νά παρατηρήση μόνος του καί νά δοκιμάση τήν δύναμιν αυτών.
Τόν αυτόν σκοπόν έχων καί ο Καραϊσκάκης ετοίμασε τούς Έλληνας καί διώρισε νά εξέλθωσι κατά τών εχθρών νά κάμωσι δέ αρχήν τού ακροβολισμού οι ολίγοι ιππείς Έλληνες, βοηθούμενοι καί από τούς έχοντας ίππους αξιωματικούς τού πεζικού, όσοι επροθυμήθησαν νά μεθέξωσι καί τούτου τού κινδύνου. Αφ’ ού συνεκρούσθησαν ολίγην ώραν τά δύω σώματα, χωρίς νά υπερτερήση ούτε τό έν, ούτε τό άλλο μέρος, οι Τούρκοι διεύθυναν έν απόσπασμα στρατιωτών διά νά πιάση έν ύψωμα γής, τό οποίον απείχεν εξ ίσου από αυτούς καί από τούς Έλληνας, εφαίνετο δέ ότι έκειτο ευφυώς καί εις ασφάλειαν καί εις περίστασιν καταδρομής εναντίον τών Ελλήνων. Ο Καραϊσκάκης εννοήσας εν ακαρεί καί τόν σκοπόν τών εχθρών καί τήν σημαντικότητα τής θέσεως, διέταξε τινάς τών Ελλήνων νά τρέξωσιν εις ταύτην τήν θέσιν. Η ταχύτης τού αρχηγού καί η προθυμία τών στρατιωτών συνέτρεξαν εις τό νά προληφθή η θέσις αύτη, τό οποίον ηνάγκασε τούς Τούρκους νά οπισθοδρομήσωσι πρώτον, έπειτα νά τραπώσιν εις φυγήν όλοι, ιππείς καί πεζοί, καί νά μείνωσιν οι Έλληνες νικηταί, από τό οποίον ενεθαρρύνθησαν εις τούς λοιπούς αγώνας.
Τήν ακόλουθον ημέραν περί τήν ανατολήν τού ηλίου ο Κιουταχής συνήθροισεν όλον τό εις τάς θέσεις ταύτας ευρισκόμενον στράτευμά του, συμποσούμενον, ως ελέγετο, από τέσσαρας χιλιάδας πεζούς καί δύο χιλιάδας ιππείς, καί τό εδιόρισε νά προσβάλη εις τό Μετόχιον. Ανά χίλιοι πεζοί προσέβαλον από εκάστην πλευράν, οι δέ λοιποί, προηγουμένων δύω κανονίων, εκινήθησαν κατά πρόσωπον, ηκολούθουν δέ καί οι ιππείς παρατεταγμένοι εις τρείς σειράς. Κατ’ αυτόν τόν τρόπον επροχώρουν κανονοβολούντες, έως ου επλησίασαν πανταχόθεν εις τό Μετόχιον εντός βολής τουφεκίου. Τέσσαρας περίπου ώρας διέμειναν εις ταύτην τήν θέσιν κανονοβολούντες μόνον τό Μετόχιον. Φαίνεται δέ ότι επερίμενον νά καταστρέψωσι τά εμπροσθινά οχυρώματα διά νά κάμωσιν επομένως έφοδον, οι δέ εντός, μ’ όλον ότι οι τοίχοι κρημνιζόμενοι καί αι πέτραι συντριβόμεναι τούς επροξένουν ικανάς πληγάς, επέμενον όμως μέ καρτερίαν καί ανήγειρον προθύμως τά κρημνιζόμενα μέρη. Δέν ανταπεκρίνοντο δέ διόλου μέ όπλα εις τούς εχθρούς, θέλοντες νά ήναι όλοι έτοιμοι διά νά πυροβολήσωσι ταυτοχρόνως, όταν έμελλον νά κάμωσιν έφοδον, τό οποίον ήλπιζον εξ άπαντος. Ούτω λοιπόν έμειναν εις βαθυτάτην σιωπήν, καί δέν ηκούετο ειμή μόνον η σάλπιγξ, καί αύτη από καιρόν εις καιρόν. Ο αρχηγός βλέπων τόν κατεδαφισμόν τών οικοδομών, τόν οποίον επροξενούσαν τά εχθρικά κανόνια, καί υποπτεύων μή δειλιάσωσιν οι αποκλεισμένοι καί αφήσαντες τήν θέσιν αναχωρήσωσιν, έπεμψεν ένα ιππέα καί τούς ενεθάρρυνεν ότι αυτός επαγρυπνεί εις τά κινήματα τού εχθρού καί ότι θέλει έλθει εις βοήθειάν των, όταν ήναι ώρα αρμοδία, εν τοσούτω αυτοί ν’ αντέχωσι γενναίως εις τάς εχθρικάς προσβολάς. Οι εις τό Μετόχιον επεβεβαίωσαν τόν ιππέα ότι θέλουν επιμείνει σταθερώς εις τήν θέσιν των, καί οι έξωθεν ας κάμωσιν υπέρ αυτών ό, τι η τιμή καί τό συμφέρον υπαγορεύει.
Περί τό μεσημέρι τέλος πάντων οι εις τά αριστερά τού Μετοχίου εχθροί εφώρμησαν κατά τών Ελλήνων, ωχυρωμένων εις τά ερείπια μίας οικίας, αυτοί δέ μή δυνηθέντες ν’ ανθέξωσιν εις τήν ορμήν των, απεσύρθησαν. Τούτο βλέπων ο αρχηγός απεφάσισε νά κινηθή, καί πρός μέν τούς εν δεξιά εχθρούς έστειλεν έως εκατόν πεζούς καί δεκαπέντε ιππείς δι’ αντιπερισπασμόν. Αυτός δέ εμψυχώσας τούς μεθ’ εαυτού εφώρμησε κατά τών εις τά αριστερά τού μοναστηρίου, τούς οποίους εβίασε νά παραιτήσωσι τήν κυριευθείσαν θέσιν καί νά επανέλθωσι φεύγοντες εις τόν πρώτον τόπον των. Μετ’ ολίγον ο Κιουταχής έδωκε τό σύνθημα τής επιθέσεως, καί μετά τήν συνήθη δι’ αλαλαγμών ευχήν των οι Τούρκοι εκίνησαν διηθημένοι εις δύω σώματα, τό μέν κατά τού στρατοπέδου τού Καραϊσκάκη, τό δέ έτερον, τό οποίον ήτον καί τό πολυπληθέστερον, κατά τού Μετοχίου. Οι εν τω Μετοχίω αφήσαντες τούς Τούρκους νά πλησιάσωσιν έως είκοσι βήματα, τούς ετουφέκισαν ταυτοχρόνως, οι Τούρκοι όμως διά ν’ αποφύγωσι τήν εκ τών ελληνικών όπλων φθοράν, εξαπλώθησαν κατά γής, περιμένοντες τήν κατάπαυσιν διά νά ανανεώσωσι τήν έφοδον. Αλλ’ οι Έλληνες, αφ’ ού εις ολίγην ώραν είδον ότι οι εχθροί δέν επροχώρουν, εξέρχονται από τούς προμαχώνας των καί εφορμούν κατ’ αυτών. Οι Τούρκοι ωφελούμενοι από τήν κατάπαυσιν τού πυροβολισμού, φεύγουν αβλαβείς, διότι οι Έλληνες φοβούμενοι τό εχθρικόν ιππικόν δέν ετόλμησαν νά τούς καταδιώξωσιν επί πολύ.
Εις τούτο τό μεταξύ ο Καραϊσκάκης κρύψας έν μέρος πεζών εις ένα εύθετον τόπον πρός τά δεξιά, διώρισε τό ελληνικόν ιππικόν νά εξέλθη ως εις μάχην κατά τού εχθρού καί έπειτα νά προσποιηθή ότι φεύγει, φεύγον δέ νά σύρη τό εχθρικόν ιππικόν εις τήν προετοιμασθείσαν ενέδραν. Τό σχέδιον εν μέρει επέτυχεν, οι εχθροί ηναγκάσθησαν νά οπισθοδρομήσωσι μέ βιαίαν φυγήν, η ζημία των όμως δέν εστάθη σημαντική. Ταυτοχρόνως διώρισεν ο Καραϊσκάκης τό υπόλοιπον τού ελληνικού ιππικού καί τούς έχοντας ίππους αξιωματικούς νά κινηθώσιν εξ αριστερών κατά τού εχθρού, ώστε ούτος προσβαλλόμενος συγχρόνως καί από τό κέντρον καί από τάς πτέρυγας, ηναγκάσθη ν’ αποσυρθή διά τής φυγής πρός τάς οχυρωμένας θέσεις του. Τούτο ιδόντες καί οι εις Φαληρέα στρατοπεδευμένοι Έλληνες καί εμψυχωθέντες από τό παράδειγμα, έκαμαν έξοδον κατά τών εις αυτούς αντιταγμένων εχθρών καί ευδοκίμησαν. Τό έργον τούτο εγένετο μέγα καί σημαντικόν, όχι διότι αυτό καθ’ εαυτό ήτον τοιούτον, αλλά διότι εμψυχώθησαν οι Έλληνες καί ενεθαρρύνθησαν καί διότι υπήρξεν αρχή καί βάσις τρόπον τινά τών εις Κερατσίνι επιγενομένων αγώνων. Εις τήν συμπλοκήν ταύτην από μέν τούς Έλληνας εφονεύθησαν τρείς καί επληγώθησαν έως είκοσιν, εκ δέ τών εχθρών ευρέθησαν περί τό Μετόχιον φονευμένοι έως είκοσι πέντε. Φαίνεται όμως ότι εφονεύθησαν καί άλλοι ικανοί, πλήν επρόλαβον καί τούς μετεκόμισαν εις τά οχυρώματά των οι εχθροί, καί άν πρέπη νά πιστεύση τις ένα Τζάμην Χριστιανόν, όστις ήλθε τήν ακόλουθον ημέραν ως απεσταλμένος από τόν Λάμπρον Κάντζον, αιχμαλωτισθέντα εις Καματερόν επί τής δυστυχούς εκστρατείας τού Μπούρμπαχη, ο αριθμός τών φονευθέντων εχθρών ανέβη εις τριακοσίους, τών δέ πληγωθέντων εις τούς πεντακοσίους».