Στο okmag.gr μίλησε η δημοσιογράφος Νάνσυ Νικολαΐδου, η οποία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την οικία όπου διέμενε στην Δροσοπηγή λόγω της μεγάλης φωτιάς που ξέσπασε στην περιοχή. Μάλιστα, η ίδια όταν επέστρεψε διαπίστωσε πως το σπίτι της είχε καεί ολοσχερώς.
Με δηλώσεις της στο περιοδικό, τόνισε πως «δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό, όταν δεν έχει χαθεί άνθρωπος, από το να χαθεί το σπίτι σου είτε να σου πλημμυρίσει είτε να σου καεί το βιός», ενώ παράλληλα ανέφερε πως «πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε την επόμενη μέρα».
«Η ζωή μου αυτή τη στιγμή χωράει σε ένα αυτοκίνητο: δύο σακβουαγιάζ στο πορτ παγκάζ του αυτοκινήτου, τα παιδιά μου στο πίσω κάθισμα, τα σκυλιά μας και φύγαμε. Δεν μας περισσεύει κάτι που να μην μπορούμε να το κουβαλήσουμε στο αυτοκίνητο αυτή τη στιγμή», περιγράφει η Νάνσυ Νικολαΐδου.
«Ήταν η φωτιά που έκαιγε πριν τρεις μέρες πίσω από το κοιμητήριο του Κρυονερίου για την οποία έτσι κι αλλιώς είχαμε φύγει και είχαμε ακολουθήσει τις οδηγίες της Πολιτικής Προστασίας. Υποτίθεται θα την έλεγχαν αφού έσβησε καθώς όλοι ξέρουμε ότι υπάρχουν σε αυτές τις περιπτώσεις πιθανότητες αναζωπύρωσης. Πέρασε μια ολόκληρη μέρα που ήμασταν όλοι ήσυχοι και ξαφνικά αυτή η φωτιά, την Πέμπτη το μεσημέρι, ξεκίνησε και ξέφυγε και τρέχαμε να δούμε από πού μας ήρθε.
Την ώρα που έγινε αυτό είχα φύγει από το σπίτι μου κανονικά, το πρωί. Είχα ένα επαγγελματικό ραντεβού στην Παιανία και με πήρε ο άντρας μου, που ήταν μαζί με τα παιδιά, και μου είπε ότι υπάρχει μια αναζοπύρωση. Εκείνη την ώρα δεν μπορείς να φανταστείς τι θα συμβεί αφού είχε υποτίθεται σβήσει. Λέω «Οκ, φεύγω από το ραντεβού κι έρχομαι αμέσως πίσω» γιατί μου είπε ότι φεύγε με τα παιδιά γιατί προληπτικά μας εκκενώνουν. Μέχρι να γυρίσω με πήρε και μου είπε ότι η κατάσταση έχει φύγει εκτός ελέγχου. «Έχω πάρει δύο σακβουαγιάζ με τα παιδιά. Έχεις κάτι συγκεκριμένο να πάρω από το σπίτι;» Και είπα όχι γιατί δεν πίστευα ότι θα φτάναμε σε αυτό το σημείο. Έτσι κι αλλιώς, την ώρα που σου λένε εκκενώστε, τι να πάρεις μαζί σου; Πήραμε απλώς δύο σακβουαγιάζ που αυτή είναι όλη μας η ζωή αυτή τη στιγμή. Κι αυτά τα είχαμε φτιάξει γιατί θα φεύγαμε για διακοπές σήμερα, στη Λευκάδα. Τα πήραμε, έφυγα κι εγώ και δεν ξαναγυρίσαμε ποτέ…
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό, όταν δεν έχει χαθεί άνθρωπος, από το να χαθεί το σπίτι σου είτε να σου πλημμυρίσει είτε να σου καεί το βιός. Σε εμένα είναι πολύ μεγάλο το συναισθηματικό φορτίο γιατί πρόκειται για ένα σπίτι που ήταν το σπίτι του μπαμπά μου. Ξέρω πολύ καλά με πόσο πόθο, μόχθο, πάθος, πείσμα και όνειρα έγινε. Πώς το ονειρευτήκαμε και το σχεδιάσαμε βήμα βήμα και ο μπαμπάς μου και η μητέρα μου. Δεν είναι ένα διαμέρισμα που απλά το βρήκαμε κάπου, πήραμε ένα δάνειο και πήγαμε και το αγοράσαμε. Με τι όνειρα και με τι λαχτάρα και με τι αγάπη… Δεν υπάρχουν λόγια για να σου περιγράψω τα συναισθήματα μου…
Σε αυτό το σπίτι ξεκίνησα και έφτιαξα τη δική μου ζωή, τη δική μου οικογένεια και αυτή τη στιγμή έχουν γίνει στάχτη όλα. Δεν έχω ούτε μια φωτογραφία των παιδιών μου, μια παιδική μου φωτογραφία… Από τον μπαμπά μου (σ.σ. ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής της ΑΕΚ Κώστας Νικολαΐδης) είχα μια συλλογή από όλη του την πορεία με αποκόμματα, τις φανέλες του από την Εθνική -δεν υπάρχει πλέον τίποτα από όλα αυτά- τα οποία φύλαγε για τα εγγόνια του. Δεν είναι μόνο το σπίτι, είναι και όλο το υπόλοιπο κομμάτι. Οι αναμνήσεις του, ο κόπος του, ο κόπος σου.
Δεν είναι αναστρέψιμη η κατάσταση με το σπίτι, είναι ολοσχερώς κατεστραμμένο. Αυτό τελείωσε για εμάς. Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε την επόμενη μέρα. Πού επιστρέφεις; Πώς επιστρέφεις; Αν θα μπεις στη διαδικασία να ξαναχτίσεις από την αρχή σε μια περιοχή που έχει καταστραφεί εντελώς κι από εκεί που ήταν δάσος τώρα είναι κρανίου τόπος. Εγώ δεν στην κατηγορία των ανθρώπων που αυτή τη στιγμή θα επέστρεφα να ξεκινήσω μια τέτοια τιτάνια διαδικασία σε έναν τόπο που είναι κατεστραμμένος. Είναι ένα κουφάρι σπιτιού που θυμίζει ότι κάποτε εδώ έγινε κάτι και υπήρχαν κάποιοι άνθρωποι.
Πάντα σε τέτοιες καταστροφές εξαγγέλλονται πράγματα από την Πολιτεία τα οποία όμως όταν δεν έχεις ούτε πιρούνι για να φας, είναι τουλάχιστον αστεία. Είναι μια βοήθεια αλλά το να σου δώσει κάποιος, ας πούμε, ένα επίδομα 500 ευρώ και τι να λύσεις με αυτά τα λεφτά. Δεν ξέρω κιόλας, δεν μου έχει ξανασυμβεί… Ή να σου δώσει 6.000 ευρώ για το σπίτι σου που κάηκε και τι να κάνεις ακριβώς με αυτά; Όχι ότι είναι λίγα αλλά, καταλαβαίνεις πως, όταν χάνεις μια περιουσία δεν φτάνουν… Είναι μια πολύ μικρή βοήθεια με πολύ βάθος χρόνου, συνήθως, πολύ τρέξιμο και χαρτούρα.
Όταν, ευτυχώς, δεν υπάρχουν ανθρώπινες απώλειες, δεν νομίζω ότι μπορεί να γίνει κάτι άλλο από το να συνεχίσεις. Είναι μονόδρομος. Δεν υπάρχει πίσω μπρος. Το να σηκωθείς και να συνεχίσεις είναι μονόδρομος. Αυτό προσπαθώ κι εγώ να κάνω, να μαζέψω τα κομμάτια μου και να συνεχίσουμε. Όπως συνεχίσουμε και με όποιον τρόπο συνεχίσουμε και να το πάμε βήμα βήμα. Δυστυχώς, δεν μπορεί να πάει γρήγορα.
Είναι συγκλονιστικό το συναίσθημα του να γυρίζεις και να πας να στρίψεις στο δρόμο και να μην έχεις κάπου να πας. Δεν έχεις σπίτι να σε περιμένει. Προφανώς έχεις ανθρώπους να σε φιλοξενήσουν και συγγενείς και καλούς φίλους, είναι όμως συγκλονιστικό το συναίσθημα να επιστρέφεις από κάπου και να μην έχεις πού να πας. Φυσικά, όλο αυτό είναι πολύ δύσκολο γιατί εκτός από τους γονείς μου, είναι τα παιδιά μου… Και όλοι οι άνθρωποι που είναι στην ίδια φάση με εμένα που πρέπει να στηρίξουν τα παιδάκια τους, που πρέπει να τους εξηγήσουν ότι δεν τελείωσαν όλα εδώ. Πρέπει να βρεις το κουράγιο για να τους το μεταφέρεις αυτό και για να τους πείσεις ότι δεν τελείωσαν όλα εδώ, όταν ουσιαστικά τελείωσαν όλα εδώ. Ότι είχαν ζήσει μέχρι τώρα -τα παιδιά μου είναι 10 χρονών- δεν υπάρχει πουθενά αυτή τη στιγμή.
Η ζωή μου αυτή τη στιγμή χωράει σε ένα αυτοκίνητο: δύο σακβουαγιάζ στο πορτ παγκάζ του αυτοκινήτου, τα παιδιά μου στο πίσω κάθισμα, τα σκυλιά μας και φύγαμε. Δεν μας περισσεύει κάτι που να μην μπορούμε να το κουβαλήσουμε στο αυτοκίνητο αυτή τη στιγμή».