Συγκινεί η κόρη του πρώην αρχηγού ΓΕΕΘΑ, Μιχάλη Κωσταράκου που πριν 40 μέρες έφυγε από τη ζωή.
Η Άσπα Κωσταράκου περιγράφει μια ιδιαίτερη ιστορία, η οποία δείχνει το μεγαλείο ψυχής του πατέρα της, που έφυγε από τη ζωή στις αρχές Ιουνίου.
Με ανάρτησή της στο Facebook, η κόρη του Μιχάλη Κωσταράκου, Άσπα, διηγείται μια συγκινητική ιστορία που βίωσε μαζί του πριν από λίγα χρόνια, η οποία «έδειξε το μεγαλείο της ψυχής του».
Υπενθυμίζεται πως ο πρώην αρχηγός ΓΕΕΘΑ, Μιχάλης Κωσταράκος, έφυγε από τη ζωή στις αρχές Ιουνίου σε ηλικία 67 χρονών, καθώς νοσηλευόταν βαριά άρρωστος στο 424 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη.
«Καλημέρα και καλή βδομάδα σε όλους.
Κλείνοντας 40 μέρες από το θάνατο του πατέρα μου θα ήθελα να πω μία ιστορία λίγο διαφορετική απο όσες ακούγονται μέχρι τώρα. Το έργο του και η προσφορά του στην πατρίδα σχολιάζονται καλύτερα από όσους δούλεψαν μαζί του. Εγώ θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα γεγονός διαφορετικό που μου έμεινε και μου έδειξε το μεγαλείο της ψυχής του.
Πριν από κάποια χρόνια επιστρέφοντας από δουλειές βρισκόμασταν στο αμάξι εγώ ως οδηγός και εκείνος ως συνοδηγός. Φτάνοντας σε μια μεγάλη διασταύρωση της πόλης, είμαστε πρώτοι στο φανάρι σταματημένοι και τότε παρατηρούμε μία κυρία η οποία ετοιμαζόταν να διασχίσει την διασταύρωση διαγώνια. Αναρωτηθήκαμε και οι δυο που πάει και γιατί δείχνει ζαλισμένη και σε δευτερόλεπτα διαπίστωσα και του το είπα, ότι η κυρία είναι τυφλή και έχει χαθεί, ενώ ετοιμάζεται να βγει στη διασταύρωση ταυτόχρονα με την αλλαγή των φαναριών. Και τότε ο πατέρας μου, χωρίς να πει κουβέντα, άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και αφήνοντας την ανοιχτή άρχισε να τρέχει τόσο γρήγορα – δεν τον είχα ξαναδεί να τρέχει τόσο γρήγορα, δεν ήξερα ότι μπορούσε να τρέξει τόσο γρήγορα! – προκειμένου να προλάβει την κυρία πριν αρχίσει να διασχίζει το δρόμο και προκληθεί αναπόφευκτα κάποιο ατύχημα.
Τον είδα να την πλησιάζει να πηγαίνει από δίπλα της να την πιάνει από το μπράτσο να της μιλάει και να φεύγουν μαζί, ενώ εγώ έκλεισα την πόρτα του συνοδηγού και έφυγα για το σπίτι περιμένοντας τον εκεί. Μπαίνοντας μέσα είχε το χαρακτηριστικό του βλέμμα, με κατεβασμένο το κεφάλι, σκεπτικός και του λέω: «τι έκανες; πως έτρεξες τόσο γρήγορα και πως σκέφτηκες να το κάνεις αυτό; Που πήγατε;» και μου απαντάει με τον γλυκό του τρόπο: «Δεν γινόταν να την αφήσω έτσι θα σκοτωνόταν, το είδες κι εσύ, την πήρα από το μπράτσο μου είπε ότι είχε χαθεί, δεν καταλάβαινε που βρισκόταν, της είπα να μη φοβάται και ότι βρίσκεται στη συμβολή των οδών χ κ ψ και μου εξήγησε πως την περιμένουν στη παραπάνω γωνία να την παραλάβουν. Την πήγα μέχρι εκεί και την παρέδωσα».
Η ιστορία αυτή μου έμεινε ανεξίτηλη αν και συνέβη περίπου 7-8 χρόνια πίσω. Ένιωσα πολύ περήφανη. Να νιώθετε όλοι περήφανοι όσοι τον γνωρίζατε και να μην τον ξεχνάτε. Σας ευχαριστώ.
ΥΓ. Προσπαθούσα τον τελευταίο χρόνο να βγάλω και μια 3η ίδια φωτογραφία ως συνέχεια όμως δεν μου άρεσε το πώς έβγαινε και δεν ήθελα να τον ταλαιπωρώ με επαναλήψεις. Εξάλλου ο πατέρας μου φαίνεται ξεκάθαρα στη πάνω φωτογραφία, στα καλύτερά του, τότε που το βλέμμα του ήταν κοφτερό και σίγουρο για τις επιτυχίες που είχε στοχεύσει το μυαλό του. Το υπέροχο μυαλό του».