Η 37χρονη έγκυος “έσβησε” αβοήθητη στο νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης, πριν από έναν χρόνο και κανείς δεν θα τιμωρηθεί γι’ αυτό.
Ένας χρόνος πέρασε από τον αιφνίδιο θάνατο της 37χρονης Δέσποινας Καραγεώργου, επτά μηνών εγκύου, που “έσβησε” από αιμορραγία, χωρίς βοήθεια, στο νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης.
Όπως υπογράμμισε ο σύζυγος της, η 37χρονη έγκυος σφάδαζε από τους πόνους, ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της και είχε τάσεις λιποθυμίας. Την πήγε εσπευσμένα στο νοσοκομείο, της έδωσε ένα κινητό για να μπορεί να επικοινωνεί μαζί της και ζήτησε επανειλημμένα να μείνει στο πλευρό της μέσα στον θάλαμο, αλλά δεν τον άφησαν.
Όταν επικοινώνησε μαζί της τού είπε ότι οι πόνοι ήταν αφόρητοι, αυτή ήταν και η τελευταία φορά που μίλησαν. Ύστερα από λίγη ώρα προσπάθησε ξανά να επικοινωνήσει μαζί της, αλλά μάταια. Ενημερώθηκε για τον χαμό της συζύγου και του παιδιού τους την επόμενη μέρα το πρωί, όταν πήγε στο νοσοκομείο να παραδώσει τον ιατρικό φάκελο που τού είχαν ζητήσει οι γιατροί.
«Μου είπαν ότι έγινε ρήξη μήτρας και αυτό υπήρχε στο ιστορικό της, ότι είχε κάνει μια επέμβαση που χρειαζόταν για να μείνει έγκυος. Τους το είχαμε πει, τους το έλεγε και η ίδια. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι τη μια στιγμή μιλούσαμε στο τηλέφωνο και την άλλη δεν υπήρχε και ότι δεν μπορούσα να είμαι δίπλα της, να της κρατήσω το χέρι, να ειδοποιήσω κάποιον» επεσήμανε με λυγμούς.
Έναν ολόκληρο χρόνο μετά, τα βασικά ερωτήματα σχετικά με τις τραγικές συνθήκες θανάτου της 37χρονης Δέσποινας παραμένουν αναπάντητα, ενώ δεν έχουν ασκηθεί ποινικές διώξεις, παρότι η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αλεξανδρούπολης διέταξε αμέσως τη διενέργεια προκαταρκτικής έρευνας για τις συνθήκες θανάτου, αλλά ούτε και πειθαρχικές κυρώσεις από τη διοίκηση του νοσοκομείου, παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες της «Εφ.Συν.», η Ενορκη Διοικητική Εξέταση (ΕΔΕ) έχει ολοκληρωθεί.
Αντίθετα, η διοίκηση του νοσηλευτικού ιδρύματος μοιάζει απρόθυμη, όχι μόνο να επιταχύνει τις διαδικασίες απόδοσης ευθυνών, αλλά και να αλλάξει τον στρεβλό τρόπο λειτουργίας νευραλγικών δομών του νοσοκομείου, που ίσως συνέβαλαν στο τραγικό αποτέλεσμα.
Από την πρώτη στιγμή που το περιστατικό είδε το φως της δημοσιότητας, προκάλεσε ένα «τσουνάμι» καταγγελιών στα κοινωνικά δίκτυα για την ανασφαλή λειτουργία της Πανεπιστημιακής Μαιευτικής Κλινικής του ΠΓΝΑ, η οποία, σύμφωνα με τις καταγγελίες, διαχρονικά υπολειτουργεί, αλλά ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, οπότε, με πρόσχημα τη μη διασπορά του Covid-19, υιοθετήθηκε μια πρακτική που μπορεί να αποβεί επικίνδυνη για τις ασθενείς και τις εγκύους που φιλοξενεί.
Η «Εφ.Συν.» φέρνει στο φως της δημοσιότητας ντοκουμέντα που εντείνουν τα ερωτήματα σχετικά με το κατά πόσον το επίμαχο διάστημα η νευραλγική Μαιευτική/Γυναικολογική Κλινική του ΠΓΝΑ, ενός τριτοβάθμιου νοσοκομείου που εξυπηρετεί μια περιφέρεια με πληθυσμό άνω των εξακοσίων χιλιάδων κατοίκων, λειτουργούσε επαρκώς στις βραδινές εφημερίες.
Όπως φαίνεται από τον πίνακα εφημεριών που έχει στην κατοχή της η «Εφ.Συν.», το μοιραίο εκείνο βράδυ που η 37χρονη έγκυος κατέφυγε στην κλινική, σε ενεργή εφημερία δεν υπήρχε κανένας ειδικός ιατρός, παρά μόνο δύο ειδικευόμενες, ενώ ο ειδικός ιατρός ήταν σε ετοιμότητα στο σπίτι του και, κατά τα πρωτόκολλα, καλείται σε επείγουσες περιπτώσεις. Μάλιστα, η μία από τις δύο ειδικευόμενες στην πραγματικότητα πραγματοποιούσε το αγροτικό της και υπηρετούσε στο ΠΓΝΑ με απόσπαση από την οργανική της θέση στα ακριτικά Ρίζια Εβρου.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Εφ.Συν.», από τη σχηματισθείσα δικογραφία, προκύπτει πως ο ειδικός ιατρός που βρισκόταν σε ετοιμότητα δεν ειδοποιήθηκε ποτέ να συνδράμει. Ο ίδιος, αλλά και άλλοι συνάδελφοί του, ισχυρίζονται στις μαρτυρικές τους καταθέσεις πως πρόκειται για μια πάγια κατάσταση που επικρατεί εδώ και πολύ καιρό στην κλινική όπου εφημερεύουν ενεργά μόνο ειδικευόμενοι και οι ειδικοί βρίσκονται μόνο σε ετοιμότητα από το σπίτι.
Η πρακτική αυτή της διεύθυνσης της κλινικής συνεχίστηκε αρκετούς μήνες μετά το τραγικό περιστατικό, καθώς σε έναν ακόμη πίνακα εφημεριών που έχει στα χέρια της η «Εφ.Συν.», στις 24/11/2021, έξι μήνες περίπου μετά τον θάνατο της Δέσποινας, το μοτίβο επαναλαμβάνεται: η εφημερία πραγματοποιείται χωρίς ειδικό ιατρό, με τρεις ειδικευόμενους, μεταξύ των οποίων και η ιατρός που εμπλέκεται στην υπόθεση το μοιραίο βράδυ.
Όλα ξεκίνησαν στις 11 Απριλίου 2021, όπου η 37χρονη έγκυος άρχισε να παρουσιάζει κάποιους αδιευκρίνιστους πόνους. Αυτό στάθηκε η αφορμή ώστε το ζευγάρι, να μεταβεί στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών. Εκεί, το πρώτο που της έκαναν, ήταν μια εξέταση ούρων, ώστε να δουν αν οι πόνοι αυτοί είχαν ως αιτία κάποια ουρολήμωξη. Τα αποτελέσματα έδειξαν μια σχετικά μικρή αύξηση πυοσφαιρίων, τα οποία αποτελούν μια σχετικά συχνή ένδειξη σε εγκύους.
Η ταλαιπωρία που βίωσε τόσο η 37χρονη έγκυος, όσο και ο σύζυγός της την 11η Απριλίου, ήταν μεγάλη, χωρίς ωστόσο να πάρει απαντήσεις για το τι ακριβώς συμβαίνει, ενώ η κα. Μαρινάκη, υπογραμμίζει πως η κοπέλα είχε αναφέρει στους γιατρούς, ότι σχετικά πρόσφατα είχε κάνει μια γυναικολογική επέμβαση λαπαροσκοπικά, χωρίς ωστόσο κανείς να το αξιολογήσει. Έτσι η ίδια και ο σύζυγός της αναχώρησαν από το ΠΓΝΑ.
Στις 14 Απριλίου ημέρα Τετάρτη και περί τις 21.30, η ίδια δεν αισθάνθηκε καλά, οι πόνοι δεν ήταν πια ήπιοι, αλλά αδιευκρίνιστοι και ιδιαίτερα δυνατοί. Αυτό είχε ως συνέπεια, να την μεταφέρουν στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του ΠΓΝΑ, οι γονείς της, αφού την ώρα εκείνη ο σύζυγός της βρισκόταν στη δουλειά του ( ο οποίος άμεσα, έσπευσε στο νοσοκομείο). Εκεί, ξεκίνησαν όλα.
Η 37χρονη έγκυος, παρά τους φριχτούς πόνους, το μόνο πράγμα που έλεγε, ήταν η επέμβαση που είχε κάνει λαπαροσκοπικά. Ουδόλως εισακούστηκε, ουδόλως αξιολογήθηκε από τους γιατρούς που εφημέρευαν, υπογραμμίζει η δικηγόρος της οικογένειας της αδικοχαμένης εγκύου από την Αλεξανδρούπολη.
Το μοιραίο εκείνο βράδυ, εφημέρευαν δύο γιατροί, σύμφωνα με την κα. Μαρινάκη, οι οποίοι πριν από λίγο καιρό τελείωσαν την ειδικότητά τους και ένας ειδικευόμενος, οι οποίοι όπως τονίζει η ίδια, όχι μόνο δεν έλαβαν υπόψιν το ιστορικό της γυναίκας, αλλά αντίθετα, θεώρησαν πως έπρεπε να δώσουν έμφαση στα ευρήματα της καλλιέργειας ούρων που είχε προηγηθεί (στις 11/4) και στα ευρήματα αυτής.
Η γιατρός, ΔΕΝ είδε την εξέταση (η οποία σημειώνεται πως ήταν αρνητική). Στη συνέχεια, της έγινε καρδιοτοκογραφία, με “προβληματικό” καρδιοτοκογράφο (υπάρχουν στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία, ο καρδιοτοκογράφος των ΤΕΠ δεν λειτουργεί σωστά), ενώ πρόβλημα παρουσιάζει και ο υπέρηχος των μαιευτικών ΤΕΠ.
Μάλιστα, κανείς δεν μετέφερε την 37χρονη ούτε στα Μαιευτικά Χειρουργεία, προκειμένου να γίνει ο εν λόγω έλεγχος με μηχανήματα, τα οποία λειτουργούν σωστά, αλλά και ούτε στην Μαιευτική Κλινική, όπου επίσης θα μπορούσαν να τη μεταφέρουν γι αυτές τις εξετάσεις.
Ωστόσο, ζητήθηκε να γίνει ένας υπέρηχος από το Παθολογικό Τμήμα και τελικώς έγινε από έναν ακτινολόγο, όπου τα ευρήματα του ήταν ιδιαίτερα ανησυχητικά, καθώς είχε διαπιστώσει μικρή ποσότητα υγρού στην κοιλιακή χώρα. Κάτι τέτοιο, σύμφωνα με την κα. Μαρινάκη, θα έπρεπε να έχει σημάνει συναγερμό, καθώς, ήταν εύρημα, το οποίο έδειχνε πως κάτι δεν πάει καλά στην μήτρα της εγκύου και είτε πρόκειται για ποσότητα αμνιακού υγρού, είτε για αίμα.
Άλλωστε ο εντοπισμός υγρού σε τέτοια σημεία στον οποιονδήποτε υγιή άνθρωπο θορυβεί τους γιατρούς και σπεύδουν να δουν από που προέρχεται, ώστε να το αντιμετωπίσουν άμεσα, γιατί ο κίνδυνος απώλειας ζωής είναι μεγάλος. Στη συνέχεια, ζητήθηκε ο ιατρικός φάκελος της 37χρονης, από τον σύζυγο, ο οποίος, τα είχε όλα σε ένα στικάκι, το οποίο και έδωσε στη γιατρό, με την ίδια, να αρνείται να το δει, ενώ του ζήτησε να προσκομίσει εκτυπωμένα όλα τα έγγραφα που υπήρχαν σε αυτό την επόμενη μέρα.
Η γιατρός, αφού οδηγήθηκε στη λανθασμένη διάγνωση, πως η έγκυος έπασχε από “ουρολοίμωξη”, προσπάθησε να της ξαναπάρει ούρα φυσικά και όχι με καθετήρα, ενώ η κοπέλα, σφάδαζε από τους πόνους.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η κα. Μαρινάκη, η προσπάθεια αυτή έγινε με 4 άτομα, 2 να της κρατούν τα πόδια, ο σύζυγος το κεφάλι, ώστε να μη χάσει τις αισθήσεις της και ένα άτομο, προσπαθούσε να συλλέξει ούρα.
Μάλιστα, η γιατρός αρνήθηκε πεισματικά την αυτονόητη σε τέτοιες περιπτώσεις τοποθέτηση του καθετήρα, λέγοντας πως τα θέλει “φυσικά”. Αφού η προσπάθεια επετεύχθη, έστειλαν τα ούρα για εξέταση, η οποία έδειξε, ότι υπήρχαν κάποια πυοσφαίρια σχετικά αυξημένα, ένδειξη η οποία είναι συνηθισμένη σε εγκύους υπογραμμίζει η κα. Μαρινάκη. Ήταν μια εξέταση, η οποία δεν σχετιζόταν σε καμία περίπτωση με την κλινική κατάσταση της κοπέλας, υποστηρίζει η ίδια.
Η γιατρός, στη συνέχεια είπε στον σύζυγο ότι ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΠΑΡΕΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ, αλλά του πρότεινε να την κρατήσουν στο ΠΓΝΑ, ώστε να την φροντίσουν καλύτερα, ενώ θα της έβαζαν και αντιβίωση για την “ουρολοίμωξη”. Στη συνέχεια, όπως αναφέρει η κα. Μαρινάκη, η Δέσποινα οδηγήθηκε σε ένα δωμάτιο απομόνωσης (covid) στην Μαιευτική Κλινική τους ΠΓΝΑ, στο τέλος του διαδρόμου, στο οποίο κανένας δεν είχε εποπτεία.
Όπως υπογραμμίζει χαρακτηριστικά, το εν λόγω δωμάτιο, ΔΕΝ είχε κανένα όργανο μηχανικής υποστήριξης, μέτρησης των τιμών των ζωτικών οργάνων του ασθενούς, ενώ παράλληλα, ΔΕΝ είχε ούτε καν ένα μπουτόν έκτακτης ανάγκης. Οι νοσηλεύτριες στη συνέχεια, της έδωσαν ένα χαρτάκι με έναν αριθμό τηλεφώνου, να καλέσει αν πονάει πάρα πολύ και έδιωξαν τον σύζυγο της Δέσποινας από το απομονωμένο δωμάτιο, καθώς δεν είχε βγει ακόμα το PCR τεστ για κορονοϊό στο οποίο υποβλήθηκε, παρά το γεγονός ότι το rapid test, ήταν αρνητικό και βρισκόταν οι δυο τους σε ένα απομονωμένο όπως προαναφέραμε δωμάτιο.
Η κα. Μαρινάκη μάλιστα, υποστηρίζει πως μετά από έρευνα, βρέθηκε έγγραφο του Διοικητή του Νοσοκομείου της Αλεξανδρούπολης, στο οποίο αναφέρεται ότι στην Μαιευτική Κλινική, μπορεί να παραμείνει συνοδός, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται αν πρέπει ή όχι να έχει το αποτέλεσμα του PCR.
Την 37χρονη Δέσποινα παρακολουθούσε και υψηλόβαθμη γιατρός του ΠΓΝΑ, με την οποία είχαν ήδη ορίσει και το ραντεβού του προγραμματισμένου τοκετού, ενώ το πλήρες ιστορικό της υπήρχε και στα αρχεία της κλινικής. Ωστόσο οι γιατροί που εφημέρευαν παρότι τους γνωστοποιήθηκε το γεγονός, δεν θεώρησαν σκόπιμο να τηλεφωνήσουν στη γιατρό, κάτι για το οποίο ο σύζυγος, θεώρησε δεδομένο ότι θα γινόταν επικοινωνία μεταξύ των γιατρών των ΤΕΠ και της γιατρού του ΠΓΝΑ που παρακολουθούσε τη Δέσποινα. Μάλιστα, ο σύζυγος, θεωρούσε τόσο δεδομένη τη διαδικασία, που φεύγοντας από τη Μαιευτική Κλινική ευχαρίστησε το προσωπικό για την φροντίδα που παράσχουν στη γυναίκα του.
Η γιατρός, μετά την αναχώρηση του συζύγου της 37χρονης, πήγε για ύπνο, λέει η κα. Μαρινάκη, ενώ όπως καταγγέλλουν οι νοσηλεύτριες και η άλλη γιατρός που εφημέρευε, παρά τις κλήσεις τους δεν πήγε να επισκεφθεί την 37χρονη, η οποία βρισκόταν σε αυτή την τραγική κατάσταση (με την ίδια να δηλώνει πως πήγε). Νωρίτερα δε, στη Δέσποινα, χορήγησαν και δυο υπόθετα γλυκερίνης και την άφησαν αβοήθητη, ώστε να σηκωθεί μόνη της και να πάει στην τουαλέτα.
Η 37χρονη έγκυος, μέχρι και τις 02.30 το πρωί, μιλούσε στο τηλέφωνο με τον σύζυγό της, ώστε να της κρατάει παρέα και της συμπαραστέκεται στην δύσκολη αυτή κατάσταση. Η ίδια, του ζήτησε να κλείσουν το τηλέφωνο, λέγοντάς του ότι ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΙ ΑΛΛΟ γιατί οι πόνοι έχουν γίνει αφόρητοι. Από εκεί και μετά, η Δέσποινα, χάνει τη ζωή της, μόνη και αβοήθητη. Όπως λέει η κα. Μαρινάκη, η άτυχη Δέσποινα, πέθανε από το σοκ των φρικτών πόνων και την αιμορραγία.
Στις 05.30 το πρωί της 15ης Απριλίου, όταν και πήγαν οι νοσηλεύτριες στο απομονωμένο δωμάτιο, βρήκαν τη Δέσποινα νεκρή και κινητοποιήθηκαν, ενώ υπάρχει όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η κα. Μαρινάκη, μαρτυρία ανθρώπου, ο οποίος λέει ότι μπήκαν στο δωμάτιο της συζύγου του που τη συνόδευε για να γεννήσει και έπαιρναν οι νοσηλευτές από εκεί σωληνάκια και υλικά που χρειαζόταν, ενώ τότε, όταν πλέον ήταν ήδη αργά ειδοποιήθηκε και αναισθησιολόγος, όπου τη διασωλήνωσε στο δωμάτιο χωρίς αναισθησία, υποστηρίζοντας πως ήταν ήδη νεκρή. Η γυναικολόγος (που εφημέρευε) έφθασε στο δωμάτιο γύρω στις 06.00 το πρωί και επέμενε, πως πρόκειται για μια απλή ουρολοίμωξη και σε αυτή την κατάσταση όπου κλήθηκε και ένας καρδιολόγος για να κάνει ΚΑΡΠΑ μήπως προλάβαιναν να σώσουν το μωρό, οδηγήθηκε στα Μαιευτικά Χειρουγεία.
Το πρωί, ειδοποιήθηκαν τόσο ο Διευθυντής της Μαιευτικής Κλινικής όσο και ο Υποδιευθυντής, καθώς οι εφημερεύοντες γιατροί ΔΕΝ το είχαν θεωρήσει σκόπιμο, αφού είχαν διαγνώσει “ουρολοίμωξη”, παρά την εμφάνιση υγρού στην κοιλιακή χώρα, όπως είχε δείξει ώρες νωρίτερα ο υπέρηχος. Άμεσα, η νεκρή πλέον 37χρονη έγκυος, χειρουργήθηκε από τους έμπειρους γιατρούς, αλλά ήταν ήδη αργά και για το μωρό.
Η λογική λέει, ότι όταν κάποιος δεν έχει την απαιτούμενη εμπειρία, ζητάει πάντα τη βοήθεια κάποιου που να μπορεί πραγματικά να τον βοηθήσει, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για ανθρώπινες ζωές. Όπως λέει η κα. Μαρινάκη, και οι δύο κοπέλες γιατροί που εφημέρευαν, ήταν άτομα ελάχιστης εμπειρίας. Η μια ήταν ειδικός 3-4 μήνες και η άλλη 2. Ούτε κλήθηκε η γιατρός που παρακολουθούσε την έγκυο, αλλά ούτε και η Δ/νση της Κλινικής. Μάλιστα, εκείνο το βράδυ, υπήρχε κι άλλος γιατρός ειδικός (με εμπειρία) σε ετοιμότητα, ο οποίος επίσης δεν κλήθηκε ποτέ.
Το παιδί, όπως υποστηρίζει η κα. Μαρινάκη, θα ζούσε οπωσδήποτε, ήταν 7 μηνών και ζύγιζε 2.200 kg, μαζί και η μητέρα, που αν γινόταν εξ αρχής σωστή διάγνωση θα την έβαζαν εσπευσμένα στο χειρουργείο, θα είχαν ειδοποιηθεί οι έμπειροι γυναικολόγοι του ΠΓΝΑ και σήμερα θα ήταν όλοι καλά.
Οι ελλείψεις είναι τραγικές, τονίζει η κα. Μαρινάκη και γι αυτό μιλάμε για ενδεχόμενο δόλο, υπογραμμίζει χαρακτηριστικά και συνεχίζει “από την ώρα που τη νοσηλεύεις, έπρεπε διαρκώς να της είχαν τον καρδιοτοκογράφο στην κοιλιά και συνεχώς υπό παρακολούθηση”.