Ο Ευθύμιος Λέκκας προκαλεί ανησυχία με την τοποθέτησή του στην ΕΡΤ για τον μεγάλο σεισμό που περιμένουν όλοι να γίνει στην Κωνσταντινούπολη.
Όπως υπογράμμισε ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ «η διεθνής επιστημονική κοινότητα έχει επισημάνει ότι πρέπει να γίνει άμεσα ένας σεισμός στην Κωνσταντινούπολη» και εξήγησε ότι μέσα στην επόμενη πενταετία πρέπει να εκτονωθούν οι εντάσεις.
Επιτακτική ανάγκη να γίνει άμεσα σεισμός στην Κωνσταντινούπολη για τον Ευθύμιο Λέκκα
Ειδικότερα, για τον σεισμό στην Κωνσταντινούπολη επεσήμανε «λέω “πρέπει”, γιατί είναι το τελευταίο κομμάτι του ρήγματος. Το ρήγμα της Ανατολίας αποτελείται από 13 κομμάτια, 13 τμήματα. Τα 12 τμήματα έχουν σπάσει. Το τελευταίο τμήμα που έχει σπάσει, έχει δώσει δηλαδή μεγάλο σεισμό, ήταν το 1999 στη Νικομήδεια. Το τελευταίο ρήγμα τώρα που δεν έχει σπάσει, από το 1911 μέχρι τώρα, είναι το ρήγμα που είναι νότια της Κωνσταντινούπολης, στον υποθαλάσσιο χώρο. Είχαν υπολογίσει οι διεθνείς επιστημονικές ομάδες ότι έπρεπε να είχε σπάσει μέχρι το 2020. Όσο καθυστερεί συσσωρεύονται εντάσεις και μπορεί να γίνει μεγαλύτερος σεισμός. Επίσης το θέμα ήρθε στην επικαιρότητα, γιατί είχαμε δύο σεισμούς στην Προύσα και στο Κοβατσκίλι, προάστιο της Κωνσταντινούπολης, το οποίο είναι στις άκρες και στις άκρες του ρήγματος και υποψιαστήκαμε ότι εδώ κάτι γίνεται, σπάνε οι άκρες του ρήγματος, πιθανώς να σπάσει και όλο το ρήγμα».
Όσον αφορά τον χρόνο που πρέπει να γίνει σεισμός στην Κωνσταντινούπολη, ο Ευθύμιος Λέκκας σημείωσε «σε κάθε περίπτωση, όμως, πρέπει στην επόμενη πενταετία να υπάρχει ένας μεγάλος σεισμός, γιατί όσο περνάει το χρονικό διάστημα, ο σεισμός από τα 7,8 μεγαλώνει και πάει στο 8, πάει στο 8,2. Οπότε, καταλαβαίνετε, εκεί θα υπάρχουν τεράστιες απώλειες».
Ο Ευθύμιος Λέκκας για το πρόβλημα με τα παλιά κτήρια
Ο ίδιος σχολίασε το δυστύχημα στο Πασαλιμάνι, με την κατάρρευση μέρους κτηρίου, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του ειδικός φρουρός 31 ετών, αναφέροντας ότι “με βάση τον σεισμό της Σάμου, δημιουργήθηκε ένα καινούργιο θεσμικό πλαίσιο, όπου τα παλιά, εγκαταλελειμμένα και ετοιμόρροπα κτήρια, μπορούν οι Δήμοι μέσω τεχνικών επιτροπών να εισηγούνται για να κατεδαφιστούν. Είναι ένα πολύπλοκο θεσμικό πλαίσιο. Υπάρχουν τεράστιες δυσκολίες. Υπάρχουν κτήρια σε κάθε δήμο και στο Δήμο Αθηναίων και σε άλλους δήμους, παλιά εγκαταλελειμμένα κτήρια, τα οποία δεν έχουν τις απαραίτητες συνθήκες στατικής επάρκειας και πραγματικά είναι ένας κίνδυνος μέσα στα σημεία της πόλης, που είναι και πολυσύχναστα σημεία. Δεν είναι απλά μόνο ένα κτήριο».
Και συμπλήρωσε «ειδικά σε περίπτωση σεισμικής φόρτισης, ενδεχομένως να έχουμε προβλήματα μεγάλα σε πολλά κτήρια. Έχει μπει ένα πρόγραμμα κατεδάφισης των κτηρίων αυτών, γιατί δεν μπορεί να γίνει αντισεισμική αναβάθμιση, γιατί τα ποσά είναι μεγάλα. Πολλές φορές υπάρχουν κληρονόμοι που δεν μπορεί να τους εντοπίσει κανένας. Δηλαδή είναι αδήλωτα ουσιαστικά», τονίζοντας ότι τα ετοιμόρροπα κτήρια είναι καταγεγραμμένα σε κάθε Δήμο.
Σχετικά με την άσκηση «Μίνωας», η οποία ξεκίνησε στην Κρήτη, τον Νοέμβριο, με εντολή πρωθυπουργού, υπογράμμισε «θα γίνει σε όλη την Κρήτη, σε όλους τους Δήμους της Κρήτης. Περιλαμβάνει 75 επεισόδια στο σενάριο και θα ασκηθούν όλες οι δημόσιες υπηρεσίες. Θα γίνει εκκένωση 1.000 σχολείων περίπου στην Κρήτη, θα υπάρχουν επεμβάσεις σε αεροδρόμια, λιμάνια, σε νοσοκομεία. Το σενάριο περιλαμβάνει δύο σεισμούς. Ο πρώτος υποτιθέμενος σεισμός θα γίνει τη Δευτέρα στα Χανιά και θα επηρεαστούν τα Χανιά και το Ρέθυμνο. Την Τρίτη, ένας δεύτερος σεισμός 7,2 βαθμούς θα εκδηλωθεί κοντά στο Ηράκλειο, οπότε ουσιαστικά θα μπουν στην άσκηση οι Περιφερειακές Ενότητες του Ηρακλείου και του Λασιθίου. Είναι μια άσκηση πλήρους ανάπτυξης πεδίου σε όλη την Κρήτη. Συμμετέχουν όλοι οι δημόσιοι φορείς. Θα μεταφερθούν δυνάμεις από την Αθήνα. Είναι η μεγαλύτερη άσκηση που έχει γίνει στην Ελλάδα».
Ανακοίνωσε τα δυσάρεστα ο Ευθύμιος Λέκκας & όλοι θορυβήθηκαν: «Κίνδυνος τσουνάμι στην Ελλάδα – Ποιες περιοχές κινδυνεύουν»
Νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών αναφέρει σημαντικά στοιχεία για τον κίνδυνο τσουνάμι στη Δυτική Ελλάδα!
Τον κώδωνα του κινδύνου για εκδήλωση τσουνάμι στο Ιόνιο κρούουν οι καθηγητές Ευθύμης Λέκκας, Σπύρος Μαυρούλης και Μαρίλια Γώγου – Ποιες περιοχές κινδυνεύουν περισσότερο
Σημαντικά στοιχεία παρουσιάζει έρευνα για τον κίνδυνο ενός ενδεχόμενου τσουνάμι στη Δυτική Ελλάδα, που δημοσίευσαν οι καθηγητές του Τμήματος Δυναμικής Τεκτονικής Εφαρμοσμένης Γεωλογίας, της Σχολής Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευθύμης Λέκκας, Σπύρος Μαυρούλης και Μαρίλια Γώγου.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα στο επιστημονικό περιοδικό Geosciences, οι ερευνητές μελέτησαν το ιστορικό της περιοχής από το Ιόνιο μέχρι τη δυτική Πελοπόννησο καθώς οι ίδιοι κρίνουν απαραίτητο η ευρύτερη περιοχή να επανεκτιμηθεί σε ό,τι αφορά τους σεισμούς, ενώ διαπίστωσαν ότι υπάρχει πλούσια ιστορία τσουνάμι από το 6.000 π.Χ.
Στην περίληψη της έρευνας, αναφέρεται ότι “εκτός από τις επιπτώσεις τηλετσουνάμι των μακρινών σεισμών, υπάρχουν επίσης τοπικά τσουνάμι με μικρότερο αντίκτυπο στις ακτές, που αποδίδονται κυρίως σε τοπικά υπεράκτια ρήγματα και σε κατολισθήσεις που προκαλούνται από σεισμούς. Το γεγονός ότι μέχρι στιγμής δεν έχουν εντοπιστεί καταστροφικά τοπικά τσουνάμι, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο μελλοντικής πυροδότησης“.
Με βάση τα δεδομένα που έχουν συλλεχθεί, οι περιοχές που επλήγησαν από τσουνάμι στο παρελθόν και που είναι επιρρεπείς στις επιπτώσεις ενός μελλοντικού ανάλογου γεγονότος είναι μεταξύ άλλων η παραθαλάσσια δυτική Πελοπόννησος, ιδιαίτερα οι ακτές του Κυπαρισσιακού κόλπου και γενικότερα το κεντροδυτικό και νοτιοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου.
“Στις ζώνες αυτές, η μορφολογία του βυθού και η εμφάνιση σεισμικής παραμόρφωσης του βυθού ή δευτερογενών υποθαλάσσιων φαινομένων, κυρίως κατολισθήσεις, αυξάνει την πιθανότητα καταστροφής στην παράκτια ζώνη“, επισημαίνεται στην έρευνα.
Το μέρος που έχει “υποφέρει” περισσότερο
Να σημειωθεί πως τα τσουνάμι που εκδηλώθηκαν στο πέρασμα των αιώνων από την Ηλεία, επηρέασαν σημαντικά την εξέλιξη του τοπίου της παράκτιας ζώνης που εκτείνεται από την περιοχή της Κυλλήνης έως τη χερσόνησο της Πυλίας.
Η βορειότερη τοποθεσία της Πελοποννήσου με εντοπισμένα κοιτάσματα τσουνάμι είναι το Αρχαίο λιμάνι της Κυλλήνης, πιθανότατα μεταξύ των αρχών του 7ου και του τέλους του 4ου αιώνα π.Χ., πριν από το λιμάνι θεμελίωσης και μεταξύ του 4ου και του 6ου αιώνα μ.Χ. ή αργότερα.
Ακόμη, στον κόλπο του Αγίου Ανδρέα, εντοπίστηκε ένα κοίτασμα τσουνάμι τύπου παραλιακού βράχου, ενώ το λιμάνι της αρχαίας Φείας φαίνεται ότι καταστράφηκε από τσουνάμι τον 6ο αιώνα μ.Χ.
Τέσσερις γενιές τσουνάμι εντοπίστηκαν στην πρώην λίμνη Μουριάς, στο Κάτω Σαμικό και στην πρώην λίμνη Αγουλινίτσας, ενώ τουλάχιστον τέσσερα τσουνάμι έχουν εντοπιστεί τα τελευταία 300 χρόνια στον Κυπαρισσιακό Κόλπο με βάση ευρήματα στην Αγουλινίτσα, στον Καϊάφα και στην Παραλία Κακόβατου.
Σύμφωνα με την έρευνα, η κοιλάδα του Επιταλίου είναι και αυτή που έχει υποφέρει περισσότερο από επαναλαμβανόμενες πλημμύρες από τσουνάμι, τα οποία θεωρήθηκαν μέρος υπερ-περιφερειακών γεγονότων που δημιουργήθηκαν περίπου την περίοδο 5300-5200 π.Χ., 4350-4250 π.Χ. και κατά τη διάρκεια της τρίτης χιλιετίας π.Χ.
Στα συμπεράσματά τους, η ομάδα των ερευνητών αναφέρουν ξεκάθαρα ότι το δυναμικό γένεσης τσουνάμι στο Ιόνιο Πέλαγος δεν φαίνεται να είναι χαμηλό, αλλά εγκυμονεί κινδύνους για το μέλλον.
“Διαπιστώθηκε ότι υπάρχει μεγάλος αριθμός προϊστορικών, ιστορικών και πρόσφατων γεγονότων τσουνάμι, που αποκαλύπτουν ότι τα νησιά του Ιονίου και οι νότιες ακτές της Πελοποννήσου υπόκεινται σε υψηλό κίνδυνο τσουνάμι. Εκτός από τις επιπτώσεις που προκαλούνται από καταστροφικά τσουνάμι που προκαλούνται από σεισμούς, υπάρχουν και άλλα τοπικά τσουνάμι με αξιοσημείωτα αποτελέσματα, που προκαλούνται από σεισμούς εντός του Ιονίου. Το γεγονός ότι δεν έχει σημειωθεί μέχρι στιγμής τέτοιο καταστροφικό γεγονός στο Ιόνιο, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να συμβεί στο μέλλον. Αντίθετα, όπως έχει αποδειχθεί για άλλες περιοχές με σεισμογόνες και “τσουναμο-γενείς” δομές σε όλο τον κόσμο, αυτό είναι πολύ πιθανό“, εξηγούν οι ειδικοί.
Προτείνουν παράλληλα την ένταξη του Ιονίου στις “τσουναμο-γενείς” ζώνες της Ελλάδας και τον εντοπισμό όλων των περιοχών που επλήγησαν από τσουνάμι στο παρελθόν και την εμφάνιση των πιο ευάλωτων σε μελλοντικές επιπτώσεις από τσουνάμι, με την υποθαλάσσια χαρτογράφηση του βυθού και την απευθείας χαρτογράφηση των πηγών κινδύνου, ώστε να γίνει ένα πρώτο σημαντικό βήμα για την επαναξιολόγηση του κινδύνου στη συγκεκριμένη περιοχή.