Θάνος Μικρούτσικος: Ο γνωστός μουσικός δεν παραχώρησε μόνο μία συνέντευξη εν ζωή. Αντίθετα, παραχώρησε διάφορες συνεντεύξεις και σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του. Παρακάτω ακολουθούν διάφορα αποσπάσματα από συνεντεύξεις, τα οποία έμειναν στο χρόνο, διότι έδειχναν την οπτική γωνία του καλλιτέχνη για διάφορα θέματα της ζωής και όχι μόνο. Αναλυτικότερα:
«Γεννήθηκα στις 13 Απριλίου 1947 στην Πάτρα, σε ένα νεοκλασικό, Αράτου 33 και Κορίνθου. Παλιά, αστική οικογένεια, που ήρθε στην Πάτρα από τους Δελφούς στις αρχές του 19ου αιώνα. Ένας πρόγονός μου λεγόταν Γιάννης Μικρούτσικος -γνωστός και ως Γοργόγιαννος- είχε ένα καΐκι και έκανε εμπόριο, Πάτρα -Γαλαξίδι -Ιτέα. Γύρω στο 1830 εγκαθίσταται στην Πάτρα».
«Θα σας πάω πολλά χρόνια πίσω, τότε που η θεία μου η Ηλέκτρα μού έβαλε τα χέρια στο πιάνο, τεσσάρων ετών, το 1951, και παίξαμε μαζί μια improptu του Σούμπερτ. Την αίσθηση ενός ηλεκτρικού ρεύματος που ακόμη και τώρα την αισθάνομαι. Από τεσσάρων μέχρι 12 ετών έπαιζα πιάνο καθημερινά και, μάλιστα, πριν μπω στα 13, ήμουν προ του πτυχίου, παίζοντας Ντεμπισί και Μπετόβεν. Δεν ήταν ότι απλώς έπαιζα, το ευχαριστιόμουν!».
«Την ώρα που πέφτω στο κρεβάτι, στα λεπτά που απομένουν μέχρι να με πάρει ο ύπνος κάνω απίθανα ταξίδια».
«Κινητήρια δύναμη ήταν! Είμαι δοτικός και καθόλου τσιγκούνης στα συναισθήματα. Προτιμώ να φάω μια σφαλιάρα άνευ προηγουμένου, παρά να είμαι επιφυλακτικός και να μη δίνομαι. Ακόμη και τα one night stands της νεότητας έπρεπε να διαθέτουν τρυφερή ατμόσφαιρα για να συμβούν».
«Η σημερινή γενιά, οι εικοσάρηδες, θεωρούν το έργο τωρινό, δικό τους, όχι έργο μνήμης. Το «Άξιον Εστί», οι «Όρνιθες», όπως και η Ενάτη του Μπετόβεν είναι τεράστια, αλλά είναι και έργα μνήμης. Θα παίζονται ως το 3514 ως έργα που καθόρισαν μια εποχή. Ο «Σταυρός του Νότου» διαφοροποιείται, καθώς κάθε νέα γενιά βρίσκει το δικό της σημείο αναφοράς. Αυτό όλο με κάνει να μη βαριέμαι ποτέ το εν λόγω έργο μου, απεναντίας με οδηγεί να το ψάχνω ολοένα και παραπάνω».
«Η Ρόζα μας παίδεψε πολύ στο στούντιο. Δεν μπορούσαμε να βρούμε τον τρόπο που θα έπαιζαν τα τύμπανα. Ήμαστε έξι ώρες και προσπαθούσαμε να βρούμε κάτι που θα με ικανοποιούσε. Ντράμερ ήταν ο σπουδαίος μουσικός Νίκος Καπηλίδης. Δεν ήθελα τα τυπικά χτυπήματα του ζεϊμπέκικου. «Σοβαρολογείτε;» μου λέει. «Απολύτως» του απαντάω. Βγάζει το πουκάμισο και ζητάω αν υπάρχει στο στούντιο καμιά προβιά για να φορέσει! Προβιά, βέβαια, δεν βρήκαμε, αλλά λέω στον Καπηλίδη να σκεφτεί ότι είναι ένας Βίκινγκ και να παίξει το κομμάτι όπως θα έπαιζε το ζεϊμπέκικο ένας Βίκινγκ. Τα κατάφερε απόλυτα. Όποιος προσέξει τα χτυπήματα της ντραμς σε αυτό το κομμάτι, θα καταλάβει τι εννοώ».
«Με συγκινεί ότι η πιτσιρικαρία εντάσσεται (και όχι επιφανειακά): παίζω τον Καββαδία στην Κύπρο σε έναν πολύ µεγάλο χώρο, σε ένα γυµναστήριο 6.000 θέσεων στη Λευκωσία. Τραγουδάει ο Θηβαίος τον «Λύχνο του Αλλαδίνου». Πριν από δέκα χρόνια έγινε αυτό. Εγώ παίζω και δεν τον κοιτάω. Κάποια στιγµή τον ακούω στο κενό ανάµεσα σε δύο φράσεις του να µου σφυρίζει. Οπότε γυρίζω και µου λέει: «Κοίτα». Σηκώνοµαι και βλέπω τρία παιδιά –αποκλείεται να ήταν πάνω από 16 χρόνων– που έχουν βγάλει τις µπλούζες τους και τι έχουν κάνει τατουάζ; «Την ανεξήγητη γραφή να λύσω πολεµώ»! Να έγραφαν στίχο από τον «Γουίλι» ή το «Μαχαίρι», να πεις ότι πήραν τα δύο πιο γνωστά κοµµάτια και χαράκτηκαν ένα βράδυ που ήπιαν και µια µπίρα παραπάνω…».
«Το 2002 είχα ηχογραφήσει το «Δελτίο ειδήσεων» στο CD «Ο σχοινοβάτης» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, με τη Γεωργία Συλλαίου και τον Κώστα Θωμαΐδη […]. Γυρίζω βράδυ στο σπίτι μου και μου λέει η γυναίκα μου να δω στην τηλεόραση τη νέα εκπομπή του Χατζηνικολάου στον ALPHA, που θα εγκαινιαζόταν με καλεσμένο τον Ανδρέα. Υπ’ όψιν, είχα να μιλήσω έξι μήνες με τον αδελφό μου. Κάτι τον είχε πιάσει τον Χατζηνικολάου, πες το φιλοσοφική διάθεση, και ξεκινάει την εκπομπή, ρωτώντας τον φιλοξενούμενό του: «Μετά απ’ όλα αυτά, τι μένει, Ανδρέα;». Και τι του απαντάει αυτός; «Μένει μονάχα εκείνος ο πέτρινος άγγελος, ακέφαλος / μπορείς να του βάλεις ό,τι κεφάλι θες / έτσι είπε κι έφυγε»! Το ακούω και λιποθυμώ! Ήταν στίχοι του Ρίτσου από το «Δελτίο Ειδήσεων»! Μέχρι σήμερα το θεωρώ ένα από τα πολύ λίγα μεταφυσικά πράγματα που έχουν συμβεί στη ζωή. Πώς να μην αγαπώ αυτό τον άνθρωπο με όλη την τρυφερότητα και τη γενναιοδωρία του; Έναν άνθρωπο με παιδεία και κουλτούρα που σχεδόν διαμοίρασε τα ιμάτιά του;».
«Όχι, δεν φοβήθηκα. Έχω πλήρη συνείδηση ότι πρόκειται για πολυπαραγοντική ασθένεια η οποία αυτονομείται -άρα δεν εξαρτάται από σένα πώς το παλεύεις. Όμως θα σου πω κάτι. Στον όποιο βαθμό κάποια πράγματα εξαρτώνται από μένα, το παλεύω του κερατά… Σε εκείνο τον βαθμό που έχω έστω μικρό ρόλο, θα του βγάζω τη γλώσσα. Δεν θα τον κοροϊδεύω έτσι κι αλλιώς, όχι. Ξέρω πως μπορεί να αυτονομηθεί. Δεν είμαι βλαξ ούτε ζω με ψευδαισθήσεις».
«Όταν έχεις ένα δημόσιο λόγο πρέπει να μπορείς να βοηθήσεις τον κόσμο να αντιμετωπίσει το πρόβλημά του. Η δική μου είναι μια δύσκολη περίπτωση, αλλά αν αρχίσεις να αναρωτιέσαι, γιατί συνέβη αυτό σε εμένα, και αρχίσεις την κατάθλιψη και θα θρέψεις τον καρκίνο και δεν θα συνεχίσεις να είσαι αυτό που ήσουν. Αυτό που σίγουρα δεν χρειάζεται είναι να φοβάσαι. Σε όλα τα πράγματα. Πρέπει να μπορούμε να ονειρευόμαστε, ειδικά οι νέοι. Σε μια τόσο βάρβαρη εποχή που ζούμε πρέπει να αγωνιζόμαστε και να μην φοβόμαστε. Έτσι μόνο αξίζει να ζεις».
«Γεννιόμαστε για να παλέψουμε στο ρινγκ με έναν τύπο τρία μέτρα ψηλό, γεροδεμένο, φορμαρισμένο, ο οποίος είναι προδιαγεγραμμένο ότι στον πέμπτο γύρο θα μας βγάλει νοκ-άουτ. Το στοίχημα που έχω βάλει, και μέχρι τώρα τα ’χω καταφέρει, είναι σε κάθε γύρο να του γαμώ τη μάνα! Τον κερδίζω στα σημεία και με αυτό τον τρόπο τον φρενάρω! Τι θα κάνουμε, θα χεστούμε απάνω μας; Μετά από μια τέτοια ζωή, με όλα αυτά που έκανα στα προσωπικά και στα επαγγελματικά μου, να φτάσω να του λέω: «Σε παρακαλώ, δώσε μου δυο χρόνια ακόμα;». Μη σώσει και μου δώσει!».
«Να σου αποκαλύψω και κάτι… Όταν τους παίζω τους 7 Νάνους, ο κόσμος έχει ψευδαισθήσεις. Νομίζει ότι με βλέπει. Νομίζει ότι βλέπει το πιάνο. Θέλω να τους πω μέσα από την εκπομπή σου, ότι δεν βλέπουν εμένα και το πιάνο, νομίζουν ότι το βλέπουν. Γιατί από την ώρα που αρχίζω, εγώ έχω πάρει το πιάνο και ίπταμαι. Απλώς έρχομαι μετά για το χειροκρότημα».