Πόσων ετών ήταν η Παναγία όταν άφησε τη γη; Ποια ήταν η ζωή της Παναγίας; Γιατί δεν βρέθηκε ποτέ το σώμα Της; Αυτές είναι τρείς βασικές ερωτήσεις τις απαντήσεις των οποίων γνωρίζουν λίγοι.
Η Μαριάμ όπως ήταν το πραγματικό της όνομα της Παναγίας, πριν εξελληνιστεί σε Μαρία, ήταν η μονάκριβη κόρη ενός ηλικιωμένου ζευγαριού, της Άννας και του Ιωακείμ.
Όλη τους την ζωή πάλευαν να αποκτήσουν ένα παιδί όμως δεν είχαν σταθεί τυχεροί. Αντίθετα ζούσαν σε καθεστώς κοινωνικής απομόνωσης, αφού οι άτεκνοι εκείνη της εποχή θεωρούνταν λίγο έως πολλοί καταραμένοι ή όχι ευλογημένοι από τον Θεό.
Κατά την παράδοση η Αγία Άννα προσευχήθηκε στον Θεό δηλώνοντας πως αν της χάριζε ένα παιδί θα το αφιέρωνε σε Εκείνον. Λίγες μέρες μετά, ο αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφθηκε το ζευγάρι και τους ενημέρωσε πως οι προσπάθειες τους θα έχουν αποτέλεσμα και το παιδί τους θα είναι φορέας μιας ξεχωριστής αποστολής.
Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του ζευγαριού, τα λόγια του αγγέλου βγήκαν αληθινά και γέννησαν ένα όμορφο κορίτσι.
Της έδωσαν το όνομα Μαριάμ, το οποίο σημαίνει βασίλισσα, κυρία αλλά και ελπίδα.
Όταν η Μαριάμ έγινε τριών ετών, οι γονείς της, τήρησαν την υπόσχεση τους και την οδήγησαν το Ναό όπου την παρέλαβε ένας ιερέας ο οποίος δεν ήταν άλλος από τον Προφήτη Ζαχαρία, τον πατέρα του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου.
Η Παναγία έζησε 12 χρόνια στο Ναό, στα Άγια των Αγίων. Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτός που της έφερνε καθημερινά τροφή ήταν ο ίδιος ο Αρχάγγελος Γαβριήλ.
Όταν ήρθε η ώρα να βγει από τον Ναό, οι ιερείς αποφάσισαν να την δώσουν σε κάποια οικογένεια, δεδομένου πως οι γονείς της είχαν ήδη φύγει από τη ζωή.
Τότε, γνωρίζοντες κατά την παράδοση, την ειδική αποστολή της Μαριάμ, βρήκαν έναν μεγάλο σε ηλικία άνδρα, τον Ιωσήφ, ο οποίος ήταν χήρος και πατέρας τριών παιδιών.
Τέσσερις μήνες έμεινε κοντά στον Ιωσήφ η Μαριάμ μέχρι να ξεκινήσει πλέον το θεϊκό σχέδιο.
Στη Ναζαρέτ όπου ζουσε την επισκέφθηκε ξανά ο Γαβριήλ όπου της είπε το ιστορικό: «Χαίρε κεχαριτωμένη• ο Κύριος μετά σου». Τότε έμαθε και η ίδια ποια ήταν η αποστολή της την οποία αποδέχτηκε με χαρά.
Λίγους μήνες αργότερα ο Ιησούς γεννήθηκε και η μητέρα του ήταν πάντοτε κοντά του, ακόμη και την στιγμή της Σταύρωσης.
Από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων γνωρίζουμε ότι η Παναγία παρέμεινε κοντά τους μέχρι την ημέρα της Πεντηκοστής.
Η τελευταία συνάντηση με τον αρχάγγελο που την συντρόφευε από τα τρια της χρόνια, έγινε τρεις μέρες πριν την κοίμησή Της.
Τότε ο Γαβριήλ την ενημέρωσε ότι πλέον ήρθε η ώρα, δίνοντας της μεγάλη χαρά αφού θα έβλεπε ξανά το παιδί Της. Η παράδοση αναφέρει ότι την τρίτη ήμερα από την εμφάνιση του αγγέλου, λίγο πριν κοιμηθεί η Θεοτόκος, οι Απόστολοι δεν ήταν όλοι στα Ιεροσόλυμα, αλλά σε μακρινούς τόπους όπου κήρυτταν το Ευαγγέλιο.
Τότε, ξαφνικά νεφέλη τους άρπαξε και τους έφερε όλους μπροστά στο κρεβάτι, όπου ήταν ξαπλωμένη η Θεοτόκος και περίμενε την κοίμηση Της. Μαζί δε με τους Αποστόλους ήλθε και ο Διονύσιος Aρεοπαγίτης, ο Άγιος Ιερόθεος ο διδάσκαλος του Διονυσίου, ο Απόστολος Τιμόθεος, και άλλοι.
Όταν εκοιμήθη, με ψαλμούς και ύμνους την τοποθέτησαν στο μνήμα της στη Γεσθημανή. Ο μοναδικός που δεν ήταν παρών στο γεγονός ήταν ο Απόστολος Θωμάς.
Λέει η παράδοση πως όταν η νεφέλη, το σύννεφο δηλαδή, μετέφερε τον Θωμά στη Γεσθημανή συνάντησε την Θεοτόκο την στιγμή της ανόδου Της στον ουρανό.
Εκείνη του χάρισε την ζώνη Της για να μπορεί να αποδείξει την συνάντησή τους.
Όταν ο Θωμάς πήγε και εξιστόρησε το γεγονός στους υπόλοιπους Αποστόλους, άνοιξαν τον τάφο και είδαν πως το σώμα έλειπε.
Η Παναγία όταν μπήκε στο Ναό ήταν τριών ετών. Έμεινε στο ιερό δώδεκα χρόνια. Τρείς μήνες αφού βγήκε από το ιερό μέχρι τον Ευαγγελισμό και εννέα μήνες κυοφορία, δεκαέξι ετών γεννά τον Χριστό. Έζησε με τον Χριστό τριάντα δύο χρόνους, άρα 48 ετών ζει την Σταύρωση, την Ανάσταση και την Ανάληψή Του. Έζησε μετά απ’ την Πεντηκοστή άλλα έντεκα χρόνια και εκοιμήθη στη Γεσθημανή.
Ήταν 59 ετών.
Η Παναγία λοιπόν, όπως όλοι οι θνητοί, «τη νομίμω ταφή παραδίδοται». Το πανάγιο, αλλά φθαρτό ακόμη σώμα της κατατέθηκε στον τάφο. Εκεί όμως δεν το άγγιξε η φθορά του θανάτου. Δεν μπήκε στη διαδικασία της αποσύνθεσης. Συνέβη σ’ αυτήν «νέκρωσις άφθορος». Η μητέρα της Ζωής δεν μπορούσε να μένει κάτω από την κυριαρχία του θανάτου. Από το μνήμα το σώμα της «τριταίον και άφθαρτον προς ουρανίους δόμους μετεωρίζεται» (Αγ. Ιω. Δαμασκηνός). Στις τρεις ημέρες από την Κοίμησή της ο Υιός και Θεός της την ανέστησε. Της έδωσε αμέσως το άφθαρτο, ένδοξο και αιώνιο σώμα που θα της έδινε κατά τη Δευτέρα Παρουσία του. Και την ανέβασε ολοζώντανη και ολοφώτεινη στον ουρανό, κάνοντάς την χαρά και βασίλισσα αγγέλων και ανθρώπων και μητέρα του κόσμου.
Έτσι λοιπόν, αν και, μιμούμενη τον Υιό της, υποκύπτει στους νόμους της φύσης, ταυτόχρονα νικάει τη φύση. Αν και αποθνήσκει, όμως «συν τω Υιώ εγείρεται διαιωνίζουσα». Δεν έχουμε μόνο Κοίμηση, αλλά και Μετάσταση. Και το γεγονός αυτό είναι για μας ο,τι καλύτερο θα μπορούσε να μας συμβεί. Διότι δεν θα ξεχάσει ποτέ τους οικείους της, εμάς, η Παναγία. «Συγγενούς οικειότητος μη επιλάθη, Δέσποινα»!
Ας χαρούμε λοιπόν απέραντα όλοι για τη Μητέρα μας!
Σήμερα, λοιπόν, γιορτάζουμε απ’ άκρη σε άκρη της γης, την αγία Μετάσταση της Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας. Είναι η στιγμή, πού ο Χριστός μας επέλεξε να παραλάβει κοντά Του πλέον τη Μητέρα Του, γνωστοποιώντας της τη Μετάστασή της από τη γη με Άγγελο τρεις μέρες νωρίτερα και λέγοντας· «Έφτασε ὁ καιρός, εσένα τη Μητέρα μου, να σε πάρω κοντά μου. Να μη θορυβηθείς, λοιπόν, καθόλου γι’ αυτό, αλλά χαρούμενη να δεχτείς την είδηση, γιατί μεταβαίνεις στην αιώνιο ζωή».
Όταν το έμαθε αυτό η Παναγία Μητέρα του Χριστού μας, χάρηκε. Αμέσως, λοιπόν, οδεύει στο όρος των Ελαιών με ζήλο για να προσευχηθεί. Μετά την προσευχή της, επιστρέφει σπίτι της και αμέσως συγκεντρώνει τούς συγγενείς και τούς γείτονές της, καθαρίζει το σπίτι, ετοιμάζει το νεκρικό κρεβάτι της και ό,τι άλλο χρειάζεται για την ταφή της, αποκαλύπτει στους γύρω της τα λόγια, πού της είπε ο Άγγελος για τη Μετάστασή της στον ουρανό.
Οι γυναίκες, πού είχαν συγκεντρωθεί στην οικία της, όταν άκουσαν αυτά τα λόγια από την Παναγία, ξέσπασαν σε θρήνους και οδύρονταν γοερά. Όταν, όμως, σταμάτησαν το κλάμα, την παρακαλούσαν να μην τίς αφήσει ορφανές. Η Παναγία Μητέρα μας διαβεβαίωσε όχι μόνον αυτές, αλλά και όλον τον κόσμο, ότι μετά τη Μετάστασή της θα περιφρουρεί και θα επιβλέπει τούς πάντας.
Ενώ στο σπίτι της Θεομήτορος διαδραματίζονται όλα όσα αναφέρουμε πιο πάνω, ξαφνικά ακούγεται ένας ισχυρός θόρυβος και οι Μαθητές του Χριστού με θαυμαστό τρόπο, φθάνουν όλοι μαζί στο σπίτι της Θεομήτορος. Ανάμεσα σ’ αυτούς βρίσκονται ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο Ιερόθεος και μαζί του ο Τιμόθεος, οι πεπληρωμένοι με Άγιο Πνεύμα Ιεράρχες, πού με νέφη μεταφέρθηκαν από μακριά και αυτοί στην οικία της. Όλοι, όταν έμαθαν την αιτία της συγκεντρώσεώς τους, της έλεγαν τα εξής· «Εσένα, Δέσποινα, όταν παρέμενες στον κόσμο σε βλέπαμε σαν να βλέπαμε τον ίδιο τον Δεσπότη και Δάσκαλό μας και γι’ αυτό παρηγοριόμασταν· τώρα, όμως, όπως βλέπεις, γεμίσαμε από λύπη και δάκρυα, εξαιτίας της Μεταστάσεώς σου. Επειδή, όμως, πηγαίνεις στα υπερκόσμια, χαιρόμαστε, πού έτσι αποφάσισε ο Θεός για σένα». Ενώ τα έλεγαν αυτά, η Παναγία τούς απαντούσε· «Μη, φίλοι και Μαθητές του Υιού και Θεού μου, μη μετατρέπετε τη χαρά μου σε πένθος, αλλά το σώμα μου να το κηδεύσετε, όπως θα το τακτοποιήσω εγώ πάνω στην κλίνη μου».
Αφού διαδραματιζόντουσαν όλα αυτά, φθάνει και ο θεσπέσιος Παύλος, ο οποίος πέφτει στα πόδια της Θεοτόκου, την προσκυνά και αρχίζει να της λέει πολλά εγκώμια· «Σέ χαιρετώ, Μητέρα της Ζωής και θεμέλιο του κηρύγματός μου. Αν και δεν είδα τον Χριστό, βλέποντας εσένα, νόμιζα ότι έβλεπα Εκείνον».
Έπειτα τούς αποχαιρετά όλους η Παρθένος, ξαπλώνει στο κρεβάτι της, τακτοποιεί το άχραντο σώμα της όπως ήθελε, δέεται για την ευρυθμία του κόσμου και για ειρηνική συμπεριφορά των ανθρώπων, δίδει την ευχή της σε όλους και έτσι, τέλος, παραδίδει το πνεύμα της στα χέρια του Υιού και Θεού της.
Μετά απ’ αυτά, ο Πέτρος αρχίζει να ψάλλει νεκρικά τροπάρια, ενώ μέρος του αποστολικού χορού σηκώνει το νεκρικό φορείο κι άλλοι με λαμπάδες και ύμνους προχωρούν και συνοδεύουν το θεοδόχο σώμα στο μνήμα. Τότε λοιπόν ακριβώς, ακούγονταν Άγγελοι να υμνολογούν και φωνές από τίς υπερκόσμιες τάξεις των Αγγέλων να γεμίζουν τον αέρα. Εκείνη τη στιγμή, οι άρχοντες των Ιουδαίων παρακίνησαν μερικούς από τον όχλο και τούς πείθουν να δοκιμάσουν να ανατρέψουν το φορείο, όπου είχε τοποθετηθεί το ζωαρχικό σώμα, και να το ρίξουν κάτω. Όμως, ἡ δικαιοσύνη του Θεού, προφταίνει και τιμωρεί με τύφλωση όλους τούς αυθάδεις. Ενός απ’ αυτούς του στερεί και τα δύο χέρια, κόβοντάς τα στους καρπούς, επειδή με μεγαλύτερη μανία όρμησε και άγγιξε το ιερό εκείνο φορείο. Αυτός δίπλα στο φορείο με κομμένα τα μιαρά χέρια του από το ξίφος της δικαιοσύνης και κρεμασμένα στο κενό, έμεινε εκεί, ελεεινό θέαμα, μέχρις ότου πίστεψε μ’ όλη του τη ψυχή και θεραπεύτηκε και έγινε πάλι υγιής, όπως ήταν και προηγουμένως. Μάλιστα δε, θέλοντας με κάθε τρόπο να σώσει τούς τυφλούς, παίρνοντας ένα κομμάτι κλαδί φοινικιάς από το φορείο και αγγίζοντας με αυτό τούς παθόντες, τούς γιάτρεψε, επειδή πίστεψαν κι αυτοί.
Οι Απόστολοι, όταν έφτασαν στο χωριό, πού λεγόταν Γεθσημανή, και απόθεσαν στον τάφο το σώμα, που υπήρξε η πηγή της Ζωής, παρέμειναν εκεί τρεις μέρες, ακούγοντας μόνον αυτοί τις αγγελικές φωνές, οι οποίες δεν σταμάτησαν καθόλου. Η παράδοση μάλιστα λέει ότι, σύμφωνα με θεία οικονομία, ένας από τούς Αποστόλους, ο Θωμάς, δεν παρευρίσκετο την ώρα της κηδείας του σώματος, πού ήταν η πηγή της Ζωής, γιατί έφτασε την τρίτη μέρα. Το έφερε δε αυτό βαρέως και στενοχωριόταν, πού δεν αξιώθηκε κι αυτός να πάρει μέρος στην τελετή, όπως όλοι οι άλλοι συναπόστολοι. Έτσι αποφάσισαν, για χάρη του Αποστόλου πού δεν πρόφτασε, να ανοίξουν τον τάφο για να προσκυνήσει κι αυτός, αλλά αυτό πού είδαν τούς άφησε άναυδους. Βρήκαν τον τάφο άδειο από το άγιο σώμα. Τί θαύμα! Και μόνον το σάβανο ήταν εκεί, παρηγοριά για όλους, όσοι στο μέλλον θα γνώριζαν λύπη και πόνους και θάνατο, αλλά και αδιάψευστη απόδειξη για τη Μετάστασή της. Μέχρι σήμερα, βέβαια, φαίνεται ο λαξεμένος στην πέτρα τάφος, κενός από το σώμα της Θεοτόκου, αλλά πλήρης από την ευλογία και την χάρι, με την οποία τον περιέβαλλε ο Υιός και Θεός της.