Ποια παιχνίδια παίζανε τα μικρά παιδιά στις γειτονιές της παλιά Ελλάδας; Παρακάτω θα σας θυμίσουμε όλα εκείνα τα αθώα παιχνίδια που χάθηκαν στον χρόνο.
Η εποχή εκείνη για πολλούς μπορεί να μοιάζει πολύ μακρινή, αλλά οι γλυκές θύμησες ξαναζωντανεύουν τις εικόνες.
Και το καταπληκτικό αφιέρωμα με φωτογραφίες από την παλιά Ελλάδα που ακολουθεί δείχνει αυτό ακριβώς:
Πως έπαιζαν δηλαδή τα παιδιά έξω στις αλάνες σε μια εποχή που η τεχνολογία δεν είχε κάνει την εμφάνισή της.
Ένα σημαντικό ποσοστό των παρακάτω παιχνιδιών έκαναν θραύση στη δεκαετία του 70 και του ’80. Πλέον πολλά εξ αυτών μοιάζουν με άγνωστες λέξεις για τη σημερινή γενιά.
Η επέλαση των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, η καθιέρωση του διαδικτύου και των κινητών τηλεφώνων, η έλλειψη χώρων και αύξηση της εγκληματικότητας συνετέλεσαν στο να δημιουργηθεί ένα αποστειρωμένο περιβάλλον για τα παιδιά.
Παλιότερα δεν υπήρχαν τηλεοράσεις, στερεοφωνικά, ή τηλεοπτικά παιχνίδια, δεν υπήρχαν χρήματα για ακριβά παιχνίδια και οι γονείς μας ήταν πολύ απασχολημένοι για να ασχοληθούν.
Ευτυχώς η κίνηση στους δρόμους ήταν μικρή ή δεν υπήρχε, οπότε ο δρόμος ήταν η παιδική χαρά.
Οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια, καθώς και στους μικρούς κήπους μπροστά
Παίζαν έξω έως ότου βράδιαζε και δεν βλέπαν πια.
Απο τα χαρακτηριστικά στοιχεία της παλιότερης εποχής ήταν ότι τα πιό αγαπημένα παιχνίδια ήταν αυτά που τα φτιάχναν μόνα τους τα παιδιά αφού η κατασκευή τους, η συνεχής τροποποίηση και τελειοποίησή τους αποτελούσε από μόνη της το μεγαλύτερο ίσως παιχνίδι.
Είχαν, το παιχνίδι με τα τσέρκια.Υπήρχαν ξύλινα σε διάφορα μεγέθη για τα κορίτσια με τα ραβδιά τα κυλούσαν στα πεζοδρόμια.Τα αγόρια είχαν σιδερένια τσέρκια. Κέρδιζε το παιδί που θα έφτανε πρώτο στο προκαθορισμένο σημείο.
Το πατίνι είναι ένα όχημα χωρίς μηχανή, χωρίς πεντάλ και χωρίς σέλα ή άλλο κάθισμα, στο οποίο ο οδηγός στέκεται όρθιος η» καθιστός τοποθετώντας το ένα πόδι του στον πεπλατυσμένο άξονα που ενώνει τους δυο τροχούς ενώ με το άλλο δίνει ώθηση με συνεχείς παλινδρομικές κινήσεις εκκρεμούς ώστε να μετακινηθεί το όχημα.
Τα παιδιά, από 6 και πάνω, διαλέγουν από τα πιο μεγάλα, δυο μάνες και η κάθε μια παίρνει με λάχνισμα τον ήλιο ή το φεγγάρι. Οι 2 μάνες σχηματίζουν με τα χέρια τους μια καμάρα και στέκονται όρθιες στη μέση. Τα υπόλοιπα παιδιά σχηματίζουν μια γραμμή, το ένα πίσω απ’ το άλλο, κρατημένα απ’ τη μέση ή απ’ τη ζώνη τους. Όπως έχουν σχηματίσει τη σειρά προχωρούν προς την καμάρα τραγουδώντας:Περνά, περνά η μέλισσα Με τα μελισσόπουλα Και με τα παιδόπουλα!
Πιάνονται απ’ το χέρι και σχηματίζουν κύκλο, ενώ ένα κορίτσι απ’ τα μεγαλύτερα, η κυρα-Μαρία, στέκεται στη μέση. Αρχίζουν να γυρίζουν γύρω γύρω και τραγουδούν, ενώ η κυρα-Μαρία προσπαθεί να περάσει ανάμεσά τους.
Εκείνη την εποχή, τα παιδιά είχαν απαραίτητα μαζί τους και από μία ξύλινη σφεντόνα ( τέγκαλα ) για το κυνήγι των πουλιών και για το σημάδι διαφόρων στόχων.
Μετά από κλήρο, ένας παίκτης τα «φυλούσε» (δηλ. μετρούσε μέχρι ένα αριθμό με κλειστά μάτια) . Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, οι άλλοι παίκτες κρυβόντουσαν . Αυτός που τα φύλαγε είχε σκοπό να βρεί έναν παίκτη. Μόλις τον έβρισκε, τα φύλαγε αυτός.
Η τυφλόμυγα παίζεται από δύο παιδιά και πάνω. Στην αρχή όλοι τραβάνε έναν κλήρο για να δούνε ποιος θα τα φυλάει. Αυτός κλείνει τα μάτια του με ένα μαντήλι . Την ώρα που τα έχει κλειστά τα παιδιά ανακατεύονται. ΄Οποιο παιδί πιάσει πρέπει να βρει πως το λένε δηλαδή ποιο είναι. Αν το αναγνωρίσει τότε αυτό το παιδί κάνει τη τυφλόμυγα. Και έτσι αυτό συνεχίζεται.
Μαζεύονται τα παιδιά και αποφασίζουν ποιος θα τα «φυλάει». Αυτός λοιπόν κάθεται σ’ ένα σκαμνί ή στέκει σκυφτός και βάζει το δεξί του χέρι κάτω από την αριστερή του μασχάλη, κρατώντας την παλάμη ανοιχτή προς τα επάνω, ενώ με το αριστερό του χέρι κρατάει κλειστά τα μάτια του.
Οι άλλοι παίκτες στέκονται προς τ’ αριστερά του και ένας απ’ αυτούς τον πλησιάζει, του χτυπάει την ανοιχτή παλάμη και ύστερα απομακρύνεται μαζί με τους άλλους. Όλοι χοροπηδούν γύρω του και στρυφογυρίζουν το δάχτυλο τους φωνάζοντας «Μπιζζ!» όπως κάνει η μέλισσα. Αυτός που τα φυλάει πρέπει να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Αν τον ανακαλύψει, τότε αυτός παίρνει τη θέση του αλλιώς το παιχνίδι συνεχίζεται κατά τον ίδιο τρόπο.
Τα αγόρια έπαιζαν «βόλους» έστρωναν τους βόλους σε μια σειρά, και τα παιδιά έριχναν το καθένα το δικό του βώλο από κάποια καθορισμένη απόσταση, προσπαθώντας να πετύχουν κάποιον απο τους «στρωμένους» βώλους. Οποιο βώλο πετύχαινε το παιδί, τον κέρδιζε.