Ο δολοφόνος της 32χρονης Σούλας Καλαθάκη και του 46χρονου Γιώργου Νικολαΐδη, πριν 24 χρόνια, είχε εμφανιστεί στην Αγγελική Νικολούλη, προκειμένου να θολώσει τα νερά.
Το 1998, στις 8 Μαΐου, το απόγευμα, ένας βοσκός, στην περιοχή Κατζιλιέριζα – Σέσι Γραμματικού, βρήκε το διαμελισμένο πτώμα της Σούλας Καλαθάκη και ξετυλίχθηκε το κουβάρι της διπλής απαγωγής και της στυγερής δολοφονίας.
Αμέσως, ειδοποιεί την αστυνομία, η οποία ανακαλύπτει μέσα σε θάμνους ένα γυναικείο κρανίο με αποκολλημένα μακριά μαλλιά και τα οστά ενός χεριού κομμένου στο ύψος του αγκώνα, ενώ σε ένα δάχτυλο υπήρχε ένα ασημένιο δαχτυλίδι.
Τρεις μέρες αργότερα, στην περιοχή, οι άντρες της αστυνομίας ανακαλύπτουν το πτώμα ενός άντρα, καταπλακωμένο από μεγάλες πέτρες. Γύρω από το κεφάλι ήταν δεμένη μια λουρίδα υφάσματος σχισμένη από το πουκάμισό του, με την οποία του είχαν κλείσει το στόμα, ενώ τα χέρια του τα είχαν δέσει με τη γραβάτα του.
Σύμφωνα με τη Μηχανή του Χρόνου, ήταν τα πτώματα της 32χρονης Σούλας Καλαθάκη και του 46χρονου Γιώργου Νικολαΐδη, που ήταν εξαφανισμένοι για πέντε ολόκληρους μήνες.
Ο Γιώργος Νικολαΐδης ήταν φωτογράφος, αλλά ασχολούνταν με το εμπόριο, με πετρελαιοειδή ακόμα και χρηματοπιστωτικά. Στις 28 Νοεμβρίου το 1997, οι Νικολαΐδης και Καλαθάκη είχαν πάει σε τράπεζα στη Πατησίων και στη συνέχεια για έναν καφέ με έναν φίλο τους. Όπως είχε αναφέρει ο τελευταίος, ο Νικολαΐδης είχε δεχθεί πολλές κλήσεις και όταν σηκώθηκαν να φύγουν για ένα επείγον ραντεβού, ο Νικολαϊδης είπε στην Καλαθάκη ότι πρέπει να πάνε σε άλλη τράπεζα να εισπράξουν χρήματα «γιατί εκεί που θα πάμε θα τα χρειαστούμε». Μετά χάθηκαν τα ίχνη τους.
Την ίδια μέρα, οι γονείς του ζευγαριού άρχισαν να τους ψάχνουν και μετά από 48 ώρες δηλώθηκε η εξαφάνισή τους. Την 1η Δεκεμβρίου, ο πατέρας του Νικολαΐδη κατήγγειλε ότι είχαν διαρρήξει το σπίτι του γιο του με αντικλείδι και είχαν αφαιρέσει μετοχές και επιταγές εταιρείας του γιου του. Μετά από μερικές ημέρες βρέθηκε το αυτοκίνητο του Νικολαΐδη παρκαρισμένο στην Κηφισιά.
Όσο οι έρευνες της αστυνομίας βρίσκονταν σε εξέλιξη, παρατηρήθηκαν αγορές μεγάλης αξίας με τις πιστωτικές κάρτες του επιχειρηματία, ενώ εξαργυρώθηκαν οι επιταγές που είχαν κλέψει από το σπίτι του. Τέτοιες κινήσεις γίνονταν, όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και στο Λονδίνο, το Παρίσι, το Άμστερνταμ και άλλες ευρωπαϊκές πόλεις.
Η Ασφάλεια κατάφερε να φτάσει στα ίχνη του Παναγιώτη Κράμπη, φίλο του Νικολαϊδη, ο οποίος είχε τηλεφωνήσει μάλιστα και στο «Φως στο Τούνελ» και την Αγγελική Νικολούλη, που είχε ασχοληθεί με την εξαφάνιση του ζευγαριού, προφανώς για να θολώσει τα νερά, ενώ είχε πει πως ο Νικολαΐδης βρισκόταν στο Λονδίνο.
Η αστυνομία όμως κατάφερε να βρει την αρραβωνιαστικιά του Κράμπη, τη Μαρία – Μάνια Χωραΐτου, την οποία εντόπισε τον Απρίλιο του 1998 στις αφίξεις του αεροδρομίου της Αθήνας από το Λονδίνο και έκανε συγκλονιστικές αποκαλύψεις, λέγοντας πως ενώ βρισκόταν στο Λονδίνο με τον αρραβωνιαστικό της της, αυτός της είπε ότι Ιταλοί μαφιόζοι απήγαγαν τον Νικολαΐδη και τον σκότωσαν όταν επιχείρησε να αποδράσει, ενώ για την Καλαθάκη της είπε ότι δεν βρισκόταν μαζί του κι ότι κάπου κρύβεται.
Η Χωραΐτου είπε πως το πανάκριβο δαχτυλίδι και παλτό που φορούσε ήταν δώρα του Κράμπη, από τις πιστωτικές του Νικολαϊδη, ενώ παρέδωσε στους αστυνομικούς και μία τραπεζική κάρτα του επιχειρηματία, που είχε κρύψει ο δολοφόνος στο σπίτι της. Παράλληλα, είχε αναφέρει πως στις αρχές Δεκεμβρίου, ο Κράμπης της είχε δώσει 5 εκατομμύρια δραχμές, λέγοντας ότι προέρχονται από δουλειές που είχε κάνει με κάτι Ιταλούς.
Στην κατάθεσή της, ανέφερε και δύο ονόματα, φίλους του Κράμπη, που τον είχαν βοηθήσει να διαφύγει στο εξωτερικό μέσω Ιταλίας, τον Μάριο Ασημάκη και τον Θεόδωρο Κράλλη.
Στις 16 Απριλίου 1999, η Ιντερπόλ ενημέρωσε την Ασφάλεια ότι είχε συλληφθεί το Λονδίνο ο δολοφόνος, ο οποίος εκδόθηκε στην Ελλάδα και παραπέμφθηκε σε δίκη μαζί με άλλους 8 και είπε ότι δεν είχε πάρει μέρος στην απαγωγή και τη δολοφονία και ότι δεν ήξερε ποιοι και γιατί την είχαν διαπράξει.
Το δικαστήριο, στις 8 Ιουλίου 2002, καταδίκασε τον Κράμπη σε δις ισόβια και 25 χρόνια από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, για ηθική αυτουργία στην ανθρωποκτονία και σωρεία άλλων αδικημάτων, μεταξύ των οποίων αυτά της αρπαγής, εκβίασης, απάτης και πλαστογραφίας, χωρίς να του αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό.
Ο Μάριος Ασημάκης καταδικάστηκε σε κάθειρξη 25 ετών, για συνεργία και στις δύο ανθρωποκτονίες και ο Ηλίας Μαζαράκης καταδικάστηκε για παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία σε ποινή φυλάκισης εννιά μηνών. Ήταν απών κατά τη διάρκεια της δίκης και παρά τα εντάλματα, δεν είχε εντοπιστεί. Δικάστηκε μόνο για τα πλημμελήματα.
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης του δικαστηρίου ο δολοφόνος, ο Μαζαράκης, ο Κράλλης, ο Ασημάκης κι ένας Αλβανός αγνώστων λοιπών στοιχείων, παρέσυραν το ζευγάρι στην Κηφισιά, με σκοπό να αποσπάσουν τα PIN των πιστωτικών καρτών του Νικολαΐδη και των λογαριασμών του. Απειλώντας τους και με τη χρήση σωματικής βίας, εξανάγκασαν τον Νικολαΐδη να τους παραδώσει τα κλειδιά του σπιτιού του και τα PIN. Μετά τους μετέφεραν σε ερημική τοποθεσία της Πεντέλης και τους σκότωσαν, ενώ ήταν δεμένοι, χτυπώντας τα κεφάλια τους με σιδερένιο λοστό. Κατόπιν μετέφεραν τα πτώματα στο Σέσι Γραμματικού.
Η μητέρα της Καλαθάκη έκανε λόγιο για δίκη παρωδία.