Η Σμύρνη ήταν μία πανέμορφη πόλη πριν από την ολοκληρωτική καταστροφή της, από πυρκαγιά που ξεκίνησε από την αρμένικη συνοικία και εξαπλώθηκε μέχρι και τα πολυτελή κτίρια της προκυμαίας Quai, εκτός από τον μαχαλά των Τούρκων.
Το χειρότερο από όλα, όπως ανέφερε ο Χένρυ Μίλλερ, «Η Σμύρνη σβήστηκε από την παγκόσμια μνήμη». Κανένας παραγωγός του Χόλιγουντ δεν την έκανε ταινία την αίγλη της και το οδυνηρό της τέλος. Δεν είναι το Χόλιγουντ που θα προσδώσει αξία σε ένα γεγονός, αλλά τελικά η Σμύρνη και το δράμα της υποτιμήθηκαν τόσο που κατά κύριο λόγο παραμένουν στη συλλογική μνήμη μονάχα όσων έζησαν τα γεγονότα και στους απογόνους τους.
Η Σμύρνη ως έννοια και βίωμα ξεθωριάζει και αυτό είναι μια κατάντια. Πρωτίστως, οι άνθρωποι της Σμύρνης υπέφεραν και ο πόνος αυτός συνεπάγεται έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Όπως πόνεσαν οι Ιάπωνες με τη ρίψη των δύο ατομικών βομβών, οι κάτοικοι της Δρέσδης με τον ανελέητο βομβαρδισμό των Συμμάχων, οι Βιετναμέζοι με τον πολύχρονο πόλεμο στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και πόσοι άλλοι λαοί.
Η Σμύρνη είχε τον δικό της λαό. Οι άνθρωποί της, την καθιστούσαν διαφορετική από κάθε άλλη πόλη. Λίγες συγκρίνονταν μαζί της ως προς πολλά γνωρίσματα. Λόγω του πλούτου της, της αστικής της ομορφιάς, των φυσικών καλλονών που την περιέβαλλαν, της εξόδου της στο γοητευτικό μπλε χρώμα του Αιγαίου, των τραγουδιών της, των γεύσεών της και των ανθρώπων της.
Η Σμύρνη είναι κοσμοπολίτισσα. Η πληθυσμιακή της σύνθεση είχε πλουραλισμό και πολυχρωμία. Δεν ήταν μονότονη, άχρωμη, μίζερη και ας μου επιτραπεί η λέξη ανέραστη. Ίσα ίσα που ήταν πάρα πολύ ερωτική!
«Ξύπνα, πουλί μου, ξύπνησε κι έβγα στο παραθύρι, Έχω δυό λόγια να σου πω με πονεμέν’ αχείλι…»
Ο μερακλίδικος αμανές που τραγουδούσαν τα ερωτοχτυπημένα παλικάρια κάτω από τα παραθύρια των κοριτσιών. Η πατινάδα ήταν τολμηρό εγχείρημα γιατί όπως αναφέρει και ο Δημήτριος Αρχιγένης – »Εκείνος που την έκανε θα ‘ν ήπρεπε να ‘ν’ αποφασισμένος να παντρευτεί το κορίτσι…».
Απ’ την άλλη, μια άσχημη Μπουρνοβαλιά, δηλαδή ένα άσχημο κορίτσι από το προάστιο Μπουρνόβα της Σμύρνης, παντρεύτηκε έναν πλούσιο μαύρο που της έκανε δώρο στο γάμο χρυσά βραχιόλια.
«Ηγλύστρησεν ο τέντζερης και ήυρε το καπάκι Παντρεύτηκ’ η Κατερινιώ και πήρε τον αράπη. Τον έρωτα τση ήρριξεν απάνω στα βραχιόλια Κι ήσκυψε και ηφίλησε τη μαύρη κατσαρόλα»
Στη Σμύρνη ακόμη και οι φτωχοί περνούσανε καλά γιατί παρά την ανέχεια ξέρανε να την χαίρονται τη ζωή. Οι βιοπαλαιστές της Σμύρνης, οι άντρες του »μπάσο ράγκου» που στα ιταλικά σημαίνει »κατωτέρας τάξεως», με το που τέλειωναν τη σκληρή δουλειά κατέφευγαν στις ταβέρνες, τα ζυθοπωλεία, τις μπακαλοταβέρνες και τους καφενέδες, που όλα τους είχαν ζωντανή μουσική. Εκεί μέσα ακούγαν τους αμανέδες, τα μερακλίδικα σμυρναίικα και χορεύανε τους καρσιλαμάδες, τα ζεϊμπέκικα και τα χασάπικα.
Η παραδεισένια αυτή πόλη, θυσιάστηκε για να δηλωθεί ο αμείλικτος χαρακτήρας του Κεμαλισμού και της νέας Τουρκίας. Η καταστροφή της ήταν το μήνυμα των εθνικιστών της Τουρκίας, »Μη παίζετε μαζί μας, δε μασάμε». Αλλά πριν γίνουν όλα αυτά, η μελέτη της ιστορίας επιβεβαιώνει το συνεχές και επαναλαμβανόμενο, βλακώδες λάθος που κάνουμε οι Έλληνες. Που η συνοχή και η ομοψυχία είναι άγνωστες έννοιες αλλά ο εγωισμός και η προσωπική καταξίωση οι μόνιμες έγνοιες – παθογένειές μας.
Διαβάζοντας για τη Μικρασιατιατική Καταστροφή αντιλαμβανόμαστε πόσο ανώριμος και βαθιά προβληματικός λαός είμαστε. Ίσως για αυτό, μας κάνουν ότι θέλουν. Οι απ’ έξω και οι από μέσα. Θέλαμε να υλοποιήσουμε το όραμα της Μεγάλης Ιδέας όταν ο Εθνικός Διχασμός είχε σπείρει το άσβεστο μίσος ανάμεσα σε βασιλικούς και βενιζελικούς. Πως τολμήσαμε να διεξάγουμε μια εκστρατεία ενώ ήμασταν εθνικώς διχοτομημένοι και χωρίς την εγγυημένη βοήθεια των ξένων δυνάμεων; Κάναμε τεράστια λάθη και προδώσαμε τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας.
Η Σμύρνη δε γλίτωσε από τη μυθολογική έξαρση των αρχαίων Ελλήνων, οι οποίοι απέδιδαν την ίδρυση της Σμύρνης στον Θησέα και την ονομασία της στη σύζυγό του, την αμαζόνα Σμύρνα. Ωστόσο, ιδρύθηκε από τους Αιολείς το 1.100 π.Χ. και τον 8ο αι. π.Χ. καταλήφθηκε από τους Ίωνες (συγκεκριμένα τους Κολοφώνιους).
Επί ηγεμονίας των Αχαιμενιδών της Περσίας οι Σμυρνιοί διασκορπίστηκαν στα τριγύρω χωριά και όταν έφτασε στην περιοχή ο Μέγας Αλέξανδρος τους συνένωσε και κατασκεύασε την καινούργια πόλη στους πρόποδες του όρους Πάγου, εκεί που βρίσκεται και η σημερινή πόλη της Σμύρνης. Σταδιακά, η πόλη άρχισε να ακμάζει με αμείωτο ρυθμό ακόμη και στα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας.
Οι Ρωμαίοι δε την τίμησαν τρεις φορές με τον εγκωμιαστικό τίτλο της »νεωκόρου» λόγω της εκπληκτικής της ευημερίας. Στη βυζαντινή εποχή διένυσε περιόδους ακμής και παρακμής, πάντα επηρεαζόμενη από τις εσωτερικές αναταράξεις που κλόνιζαν συθέμελα την Αυτοκρατορία.
Η πόλη καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς το 1424 και παρέμεινε υπό την κατοχή τους μέχρι το 1919, όταν και αποβιβάστηκαν τα ελληνικά στρατεύματα.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μέχρι την καταστροφή της, η Σμύρνη αποτελεί το μεγαλύτερο λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου. Διαμόρφωσε καταλυτικά τον ναυτιλιακό κόσμο και τις συναλλαγές του στη Μεσόγειο, ευνόησε στους κόλπους της την ανάπτυξη μια ετερόκλητης, πολυεθνικής τάξης εμπόρων και επιχειρηματιών, υπήρξε κέντρο συσσώρευσης των αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων της ενδοχώρας και μέσω του λιμανιού της εξαγωγικό κέντρο στις διεθνείς αγορές.
Στα προαναφερθέντα προτερήματα σημαντικό ρόλο αποτέλεσε η γεωγραφική θέση της Σμύρνης που βρίσκεται στο κέντρο των μικρασιατικών ακτών, διευκολύνοντας τη μεταφορά των παραγόμενων αγαθών από τα διάφορα κέντρα της Μικράς Ασίας, αρχικά με καραβάνια καμήλων και από τα τέλη του 19ου αι. με σιδηροδρομικό δίκτυο. Τελικώς τα εμπορεύματα προωθούνται στις χώρες της Δύσης και της βορείου Αφρικής (Τύνιδα, Αλγέρι, Τρίπολη της Λιβύης).
Η Σμύρνη επωφελήθηκε από τη μετατόπιση των διηπειρωτικών οδών και την παρακμή σημαντικών κέντρων εμπορίου όπως η Προύσα και το Χαλέπι. Σε αντίθεση με άλλες οθωμανικές πόλεις που ο οικονομικός πυλώνας ήταν η μεταποιητική δραστηριότητα όπως η υφαντουργία, στη Σμύρνη πρωτοστάτησαν το εμπόριο και οι μεταφορές. Εκεί συγκεντρώνονταν το μετάξι, το μαλλί, το βαμβάκι, οι βαφικές ύλες, τα υφάσματα, οι τάπητες, οι σταφίδες και τα σύκα για να εξαχθούν σε άλλες αγορές.
Από τα μέσα του 18ου αι., η ισχυρότερη οικονομική οντότητα της πόλης είναι τα εμπορικά δίκτυα των Λεβαντίνων (Βενετοί, Βρετανοί, Γάλλοι και Ολλανδοί). Οι Λεβαντίνοι εγκαθίστανται στη Σμύρνη και συνασπίζουν δίκτυα εμπορικών πρακτόρων, χονδρεμπόρων και πλανόδιων πωλητών.
Η οικονομική άνθηση λειτουργεί ελκυστικά και για άλλες πληθυσμιακές ομάδες που συρρέουν στη Σμύρνη αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Σε αυτούς ανήκουν οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι από διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπως η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη, η Προύσα, η Μαγνησία, τα Βουρλά, το Χαλέπι, η Κρήτη, η Πελοπόννησος και τα νησιά του Αιγαίου.
Η οικονομική ενδυνάμωση της πόλης συμπαρασέρνει και τις ισχυρές οθωμανικές οικογένειες που διατηρούν τσιφλίκια στην περιοχή. Οι Οθωμανοί γαιοκτήμονες ευνοούνται από την αυξημένη ζήτηση αγροτικών προϊόντων στις δυτικές αγορές και μεγιστοποιούν την παραγωγή τους και τα κέρδη τους. Στην κοινωνική αυτή τάξη των Οθωμανών της Σμύρνης ανήκει και η οικογένεια Ουσακιζαντέ, της οποίας η κόρη Λατιφέ θα γίνει η σύζυγος του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ.
Το έτος 1838 αποτελεί ορόσημο για την οθωμανική οικονομία. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπογράφει εμπορική συνθήκη με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, προβαίνοντας στην επίσημη θέσπιση του ελεύθερου εμπορίου. Στην περίπτωση της Σμύρνης, οι οικονομικές δραστηριότητες ενισχύονται και από το καθεστώς πολυμορφίας που διακρίνει την σμυρναίικη κοινωνία. Οι διαφορετικές εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες που απαρτίζουν το πληθυσμιακό σκηνικό της πόλης, λειτουργούν μεταξύ τους ανταγωνιστικά. Εν ολίγοις, η ετερότητα ενεργεί ως κίνητρο οικονομικής ανάπτυξης. Η Σμύρνη μέχρι και το 1922, εκτός από κυρίαρχο λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου, διέθετε χρηματιστήριο, 11 τραπεζικούς ομίλους και 61 ασφαλιστικές εταιρείες.
Οι πολιτισμικές επιδόσεις της Σμύρνης δεν έμειναν αλώβητες από το διαφορετικό συνονθύλευμα των κατοίκων της. Οι πνευματικές ζυμώσεις μονοπωλούν στα αστικά σαλόνια, στις εφημερίδες, στα καφενεία, στους δρόμους και στους άμβωνες των εκκλησιών. Οι λέσχες, »Όμηρος», »Φιλολογικό Μουσείο», »Ιωνική Λέσχη» και »Μουσείο» υπήρξαν σπουδαίες ελληνόφωνες πνευματικές εστίες.
Η επικρατούσα γλώσσα των κατοίκων της Σμύρνης ήταν τα ελληνικά, μαρτυρώντας την άνθηση της ελληνικής κοινότητας και τον δυναμικό εξελληνισμό της παιδείας των υπόλοιπων κοινοτήτων. Ο Αμερικανός ιατρός E. Dekay, ο οποίος εστάλη στη Σμύρνη για να μελετήσει την ασιατική πανούκλα, διέκρινε την υπεροχή και παγίωση της ελληνικής γλώσσας στους κόλπους της σμυρναίικης κοινωνίας, σημειώνοντας τα εξής: «Είναι παράξενο για έναν Αμερικανό να τον συστήνουν σε μια κυρία Johnson, Smith, Black, Wilson και να διαπιστώνει πως δεν ξέρει λέξη αγγλικά.
Η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι περισσότερες ελληνικές οικογένειες είναι τα ελληνικά και αυτή είναι η πρώτη γλώσσα που μαθαίνει το παιδί. Οι Αγγλίδες και οι Αμερικάνες κυρίες έχουν τόσο πολύ υιοθετήσει τους τρόπους, την ενδυμασία και την ελληνική γλώσσα ώστε δυσκολεύεται κανείς να τις ξεχωρίσει από τις Σμυρναίες». Στο ίδιο πνεύμα, ο Αμερικανός αξιωματικός Wines μας μεταφέρει πως σε ένα σχολείο όπου φοιτούν τα παιδιά των Αμερικανών και Ευρωπαίων επιχειρηματιών, οι μαθητές στα διαλείμματα μιλούσαν μεταξύ τους την ελληνική γλώσσα. Χαρακτηριστικό δείγμα, το ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της Ευαγγελικής Σχολής που ιδρύθηκε το 1717 και απευθυνόταν σε άρρενες. Διέθετε βιβλιοθήκη 35.000 τόμων, 180 ιστορικών χειρογράφων και αξιόλογη νομισματική συλλογή. Το »Κεντρικόν Παρθεναγωγείον» ήταν η αντίστοιχη σχολή θηλέων, εγκατεστημένη σε κτίριο δωρεάς του Κιουπετζόγλου.
Το 1870 στη Σμύρνη λειτουργούσαν 17 τυπογραφεία, εκ των οποίων 10 ήταν ελληνικά, 3 αρμενικά, 2 γαλλικά, 1 τουρκικό και 1 εβραϊκό. Συνολικά κυκλοφορούσαν 134 εφημερίδες, περιοδικά και επιθεωρησιακά έντυπα.
Η πόλη εκτεινόταν ανάμεσα στα όρη Σίπυλος και Πάγος, στην εύφορη πεδιάδα της Μενεμένης (Στα τούρκικα το φαγητό »σφουγγάτο» έχει λάβει το όνομα »menemen» επειδή ήταν μια ευρέως διαδεδομένη σπεσιαλιτέ της περιοχής). Η αστική έκταση της Σμύρνης διακρινόταν στον »Άνω Μαχαλά» και στον »Κάτω Μαχαλά». Ο »Άνω Μαχαλάς» απλωνόταν στις παρυφές του όρους Πάγος και φιλοξενούσε τη συνοικία των Τούρκων, των Εβραίων και ελάχιστων Ελλήνων. Στον »Κάτω Μαχαλά» κατοικούσαν οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Καθολικοί.
Μερικές από τις συνοικίες του Κάτω Μαχαλά ήταν η ελληνική συνοικία του Αγίου Γεωργίου, η αρμένικη του Αγίου Στεφάνου, τα Γυαλάδικα, η αγορά »Μεγάλες Ταβέρνες», ο Φραγκομαχαλάς των Καθολικών, η συνοικία των Νοσοκομείων, η συνοικία Φασουλάς, η αριστοκρατική Μπέλα Βίστα, τα Σχοινάδικα, το Κερασοχώρι, η Πούντα με τους Ιταλούς και τους Μαλτέζους, τα Χιώτικα με τους οίκους ανοχής και οι λαϊκές συνοικίες του Αγίου Τρύφωνα, των Ταμπάκικων, των Μορτακιών και του Αγίου Κωνσταντίνου.
Στα προάστια της Σμύρνης βρίσκονταν το Κορδελιό, το Γκιόζ Τεπέ, το Κοκάργιαλί, ο Μπουρνόβας, ο Προφήτης Ηλίας, ο Κουκλουτζάς, το Σεβντίκιοϊ και ο Μπουτζάς με τις επαύλεις του.
Το 1922 η Σμύρνη, δίχως τα προάστια και τα τριγύρω χωριά, αριθμούσε 370.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 165.000 ήταν Έλληνες οι 80.000 Τούρκοι οι 55.000 Εβραίοι οι 40.000 Αρμένιοι οι 6.000 Λεβαντίνοι και οι 30.000 διάφορες άλλες εθνικότητες.
Το πληθυσμιακό αυτό αμάλγαμα απέδωσε στη Σμύρνη τον χαρακτηρισμό «Γκιαούρ Ιζμίρ» ( Η Σμύρνη των απίστων).
Στις μέρες μας, η Σμύρνη είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας, μετά την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα. Έχει πληθυσμό 3,5 εκατομμύρια κατοίκους. Δεν έχει Έλληνες αλλά εγκαθίστανται μόνιμα αρκετοί Ευρωπαίοι συνταξιούχοι, διότι το ύψος της σύνταξής τους σε συνδυασμό με την κατακόρυφη υποτίμηση της τουρκικής λίρας έναντι του ευρώ, τους επιτρέπει να απολαύσουν υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από ότι στις χώρες τους. Επομένως, οι Λεβαντίνοι επιστρέφουν στη Σμύρνη.