Οι αδικοχαμένοι γόνοι γνωστών οικογενειών αποδεικνύουν με τον θάνατό τους ότι τα χρήματα δεν φέρνουν την ευτυχία, καθώς αρκεί μία στιγμή για να φέρει το πένθος, τη θλίψη και τη δυστυχία.
Η δημοσιογράφος του Alpha, Ελένη Λαζάρου, κάνει μια ανάρτηση στο facebook, για μια συνηθισμένη, καθημερινή της στιγμή, που χαράχτηκε με μια απώλεια για πάντα στο χρόνο. «…χθες το απόγευμα -όπως πολλά απογεύματα μετά την δουλειά- έτρεξα στο κατάστημα παιχνιδιών Ζαχαριάς, για να πάρω ένα παιχνιδάκι για τον γιο μου. Μπαίνοντας, παρατήρησα πως ο Αλέξανδρος δεν ήταν εκεί. «Κρίμα», σκέφτηκα, γιατί πάντα μου κάνει έκπτωση, ενώ συζητάμε, γελάμε και μου δίνει κι ένα μπαλόνι για τον Αναστάση. Διάλεξα αυτό που ήθελα και έφτασα στο ταμείο.
Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν ένας φίλος μου, οδηγός, από τον οποίο έχω ζητήσει να με παίρνει, όταν μαθαίνει κάτι που μπορεί να αποτελεί είδηση.
«Το έμαθες; Σκοτώθηκε ο γιος του Ζαχαριά, 23 ετών». Σοκ! Δεν ήθελα να το πιστέψω. Δεν μπορούσα να κρύψω την ταραχή μου και ο υπάλληλος του μαγαζιού κατάλαβε πως κάτι κακό είχε συμβεί. Αναγκάστηκα να του το πω.
«Έφυγε πριν από λίγο από δω με το γκολφάκι του. Είχε γίνει μία παρεξήγηση με τους φίλους του και πήγαινε να την λύσει, γιατί για αυτόν οι φίλοι του είναι πολύ σημαντικοί», μου είπε, σοκαρισμένος, ελπίζοντας πως η είδηση δεν θα επιβεβαιωθεί… Αντίο Αλέξανδρε! Συλλυπητήρια στους γονείς σου, που σε υπεραγαπούσαν».
Ο Αλέξανδρος Ζαχαριάς, ένα παιδί 23 ετών, γιος του ιδιοκτήτη της διάσημης αλυσίδας καταστημάτων παιχνιδιών, που «τρέχουν όλου του κόσμου τα παιδιά».
Γελαστός, τόσο νέος, με την ομορφιά εκείνης της δροσερής νιότης, που όλη η ζωή υπόσχεται πολυχρωμία και ομορφιά, Τρίτη, 23 Ιουλίου, μες σε ένα καλοκαίρι αθηναϊκό να φλέγεται στα χρώματα της αρχής του σούρουπου, στη λεωφόρο Τραπεζούντος, στον Άγιο Στέφανο, «καρφώνεται» σε ένα δέντρο.
Είπαν πως επιχείρησε προσπέραση, αλλά όταν είδε πως το αυτοκίνητο μπροστά του ήθελε να στρίψει αριστερά, αναγκάστηκε να κάνει ελιγμό για να αποφύγει τη σύγκρουση.
Χάθηκε την ίδια στιγμή της πρόσκρουσης. Οδηγούσε ένα μεσαίου κυβισμού Volkswagen Golf GTI. Ήταν μόνος του. Άνθρωποι βγήκαν απ τα σπίτια, για να δουν αν προλάβαιναν να κάνουν κάτι. Πυροσβέστες και αστυνομικοί έβγαλαν το σώμα απ’ τις τσαλακωμένες λαμαρίνες του άμορφου, πια, αυτοκίνητου. Στο ΚΑΤ, οι γιατροί είχαν μόνο να βεβαιώσουν έναν θάνατο.
Είπαν πως πήγαινε να συναντήσει την παρέα του και να διευκρινίσει κάτι για μια παρεξήγηση. Είπαν πως ήταν πάντα γελαστός και ήθελε όλοι να είναι ευτυχισμένοι γύρω του. Είπαν πως λάτρευε τα παιδιά και επικοινωνούσε μαζί τους, κοντά στην φύση της αθωότητας τους. Είπαν πως πριν από πέντε καλοκαίρια, τον Αύγουστο του ’14, το «γελαστό παιδί», η άσφαλτος είχε ανοίξει ξανά τα έγκατά της να τον καταπιεί, όταν ο πατέρας του οδηγούσε την Ferrari του και στη συμβολή των οδών Ελευθερίου Βενιζέλου και Αγίων Σαράντα στην Εκάλη, ο πατέρας που επέστρεφε σπίτι μαζί με τον Αλέξανδρο του, απ’ τη δουλειά, έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου που οδηγούσε και καρφώθηκε στα προστατευτικά κιγκλιδώματα, στην προσπάθεια να αποφύγει δύο αυτοκίνητα, που ήδη είχαν συγκρουστεί.
Προφανώς και η άσφαλτος, που καταπίνει νέες ζωές, δεν τον ξέχασε και ας τον είχε αφήσει, τότε, να γλιτώσει. Η τραγική στιγμή του αποχωρισμού των ζωντανών στο λατρεμένο τους πλάσμα, η κηδεία, έγινε στον Άγιο Δημήτριο της Κηφισιάς, την επομένη Παρασκευή. Δεν έχουν εφευρεθεί οι λέξεις για το σπαραγμό γονιών, συγγενών και φίλων. Η αποπνικτική ζέστη, τα λευκά λουλούδια, τα μαύρα ρούχα, τα πρησμένα, θολά μάτια, η νεκρώσιμη ακολουθία που, διακόπτοντας από αναφιλητά και στεναγμούς κατάβαθων σωθικών!
Η οικογένεια μόνο δούλευε. Ούτε κοσμικότητες υπήρχαν, ούτε αυτοπροβολές, ούτε επιδειξιμανία! Τώρα, Τύπος και φωτογράφοι έδειξαν σεβασμό στην χαμένη νιότη και στην τεράστια οδύνη των γονιών. Κάνεις τους δεν έγραψε, περιέγραψε ή φωτογράφισε τα πλημμυρισμένα, αλμυρά βλέμματα. Σιωπή! Άλλωστε, όπως έλεγε και ο στωικός ουμανιστής φιλόσοφος της Ρώμης, ο Σενέκας, «οι μικρές λύπες είναι φλύαρες, η μεγάλη οδύνη είναι σιωπηλή»…
Ο πατέρας είναι ο ιδιοκτήτης των Jumbo, ο Απόστολος Βακάκης. Ο τόσο επιτυχημένος επιχειρηματίας, ο άνθρωπος που έχτισε τον κολοσσό των Jumbo, της «αυτοκρατορίας της χαράς», με επέκταση σε Βουλγαρία, Αλβανία, Σκόπια, Σερβία, Ρουμανία, που υπολογίζει να φτιάξει δεκάδες νέα καταστήματα, αυτός με την βαριά οικογενειακή ιστορία, που ξεκινά από την Αίγυπτο, με μεταναστεύσεις, χωρισμούς, πυρκαγιές, καταστροφές και ξεκινήματα από την αρχή, αλλά που είχε πάντα, αυτή την οικογένειά του ενωμένη.
Σπασμένη, πια, η επιτυχία και η αναγνώριση και η ταυτισμένη με την παιδική χαρά, τεράστια επιχείρηση, είναι κάτι που καλείται να συνεχίσει με όση δύναμη έχει. Ήταν στις 26 Φεβρουαρίου του 2017, μια Καθαρά Δευτέρα, σε ουρανούς γεμάτους χαρταετούς και οικογενειακές γιορτές χαράς, όταν ο Απόστολος Βακάκης, στο Πόρτο Χέλι όπου γιόρταζε, έλαβε εκείνο το τηλεφώνημα, που κανείς γονιός δεν θέλει ούτε να διανοηθεί!
Ο γιος του, ο Γιώργος Βακάκης, 24 υπέροχων, ολόδροσων χρόνων, απόφοιτος της Σχολής Μωραΐτη, που σπούδασε Οικονομικά στο Μαϊάμι, στη Φλόριντα και εργαζόταν, ήδη, στην εταιρεία Jumbo, στο ηλεκτρονικό εμπόριο της επιχείρησης, μαζί με τον παιδικό του φίλο, Ανδρέα Γεωργακόπουλο, πήρε την Πόρσε του και ταξίδευε προς την Αράχοβα σαν εκδρομή.
Ήταν εκείνος, που λέγεται πως θα γινόταν ο διάδοχος του Απόστολου Βακάκη στο τιμόνι των Jumbo, στο θρόνο της τεράστιας αυτοκρατορίας της χαράς. Λίγο πριν τις 4 το απόγευμα, η Πόρσε, όπως σχίζει γρήγορη σαν βέλος την εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας, φεύγει απ την πορεία της, στον δρόμο ταχείας κυκλοφορίας, πετιέται πλάι στον παράδρομο και πέφτει πάνω σε σταθμευμένο όχημα. Μέσα στο ακινητοποιημένο αυτοκίνητο, που βρισκόταν έξω από τουαλέτες στο πάρκινγκ της εθνικής οδού, βρισκόταν μια 33χρονη γυναίκα, με το μικρό γιο της, ηλικίας μάλλον τριών ετών, που χάνουν τη ζωή τους ακαριαία.
Το σταθμευμένο Honda civic, που η μάνα και ο γιος κάθονταν και περίμεναν τον πατέρα, που είχε επισκεφθεί την τουαλέτα, κόπηκε στη μέση. Ένα σοκαριστικό βίντεο από τη σήμανση της εθνικής. Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά την πρόσκρουση της Πόρσε πάνω στο Honda civic, ο οδηγός του σταθμευμένου αυτοκινήτου, ο Υπάτιος Πατμάνογλου, βγαίνει, τρέχοντας, από τις τουαλέτες και αντικρίζει το αποτρόπαιο θέαμα. Η νεκρή γυναίκα και ο γιος του, κάπου μέσα σε λιωμένες και τσαλακωμένες, σαν χαρτόνι, λαμαρίνες.
Κρατά το κεφάλι του, ανήμπορος να αντιδράσει, αφού δεν μπορεί να προσφέρει την παραμικρή βοήθεια στα πολυαγαπημένα του πρόσωπα. Τα δύο αυτοκίνητα μετατράπηκαν σε μια άμορφη, πύρινη, μάζα. Φλόγες, σώματα εκσφενδονισμένα στην άσφαλτο, μια πρωτοφανής σφοδρότητα σύγκρουσης, καπνοί, απανθρακωμένα πτώματα! 83ο χλμ Αθηνών – Λαμίας, κοντά στο Ύπατο Θηβών.
Ο Απόστολος Βακάκης μαθαίνει τα νέα για το δικό του, σκοτωμένο παιδί και τους άλλους τρεις νεκρούς από ένα απλό, συνηθισμένο, τηλεφώνημα. Τι σημασία έχει πια αν δημιούργησε και τι από το μηδέν, πόσα πλούτη έχει, τι ατελείωτες ώρες δουλειάς χρειάστηκαν, πόσα όνειρα και πόσες διαψεύσεις του μέτρησαν στη ζωή του! «Ο Θεός μάς ζητά να διαχειριστούμε το αδιανόητο και να ζήσουμε με το αφόρητο», έγραψε λίγες ώρες μετά σε ανακοίνωσή του, «σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, θέλουμε να εκφράσουμε τα θερμά συλλυπητήρια μας και στις υπόλοιπες οικογένειες και να ευχαριστήσουμε για τη συμπαράσταση όλων στο θρήνο μας για την τραγική, πρόωρη απώλεια τριών νέων ανθρώπων και ενός παιδιού. – Οικογένεια Απόστολου Βακάκη».
Η οικογένεια Βακάκη, οι δυο κόρες, η μάνα τους και μάνα του Γιώργου, Εύη Γιατίλη ο πατέρας, είναι πρόσωπα μιας τραγωδίας, που αφορά σε άλλες δυο οικογένειες. Η οδύνη, ο πόνος, η οριστική απουσία, διαδέχτηκαν το ξάφνιασμα και την έκπληξη, από την οριστικότητα για το δυστύχημα στην εθνική οδό με μία Porsche, μία μάνα, ένα μωρό και δύο νέους, όλοι τους με υπόσχεση πλατύτατου χαμόγελου από τη ζωή που, όμως, ήταν ψεύτικο. Φυσικά και ο Mr Jumbo θα τα έδινε όλα για ένα ακόμα χαμόγελο από τον γιο του και για να μην είχαν υπάρξει όλα αυτά, παρά σαν ένα κακό όνειρο, που, ακόμα κι αν σκορπίζει το ξημέρωμα, είναι τόσο φρικτό, που αφήνουν πικρή γεύση στο στόμα και βάρος στην καρδιά.
Και δικαστήρια! Όλοι προσπαθούν αυτό που φαντάζει ακατόρθωτο: να κάνουν μια καινούργια αρχή και να «ζήσουν με το αφόρητο», όπως έγραφε η λίγων γραμμών ανακοίνωση του Αποστόλου Βακάκη μετά το χαμό του χρυσού παιδιού του, του Γιώργου! Τι μοίρες για όλους! Τους νεκρούς, τους ζωντανούς, τους ανθρώπους. Και έρευνες, ανακρίσεις, δικαστήρια, αποζημιώσεις των ασφαλιστικών εταιρειών. Ο Απόστολος Βακάκης δεν μπορεί να παραβρεθεί σε κανένα δικαστήριο.
Μετά τον θάνατο του χρυσού του αγοριού, ο πατέρας Απόστολος Βακάκης φαίνεται να μοίρασε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στις δυο του κόρες, για να κάνουν στη ζωή τους αυτό που θέλουν. Όμως δεν έσπασε, δεν αφέθηκε στη λύπηση των άλλων, δεν διαφήμισε τον πόνο. Έκλαψε, μάλλον θρήνησε, σπάραξε ιδιωτικά και στην κηδεία του πολυτίμου γιου του, που έγινε με παρουσία μόλις 5 ατόμων στο Κοιμητήριο του Βύρωνα, χωρίς να δώσει κανένα δικαίωμα εισβολής στη προσωπική του οδύνη. Αγέλαστος πέτρα, σαν εκείνο τον βράχο που κάθισε κάποτε η Δήμητρα και θρηνούσε την κόρη της, κάθε θέση, πια, του ισχυρού άντρα. Και ζητά οι εργαζόμενοι και οι συνεργάτες του να μη του δώσουν συλλυπητήρια. Δεν κάνει δηλώσεις. Δεν μιλά για το χαμό του παιδιού. «Τα αναφιλητά ενός άντρα είναι σπαρακτικά στεγνά», έγραψε ο Εμιλ Ζολά και ο Απόστολος Βακάκης είναι πνιγμένος μέσα τους.
Ο Γιώργος Δαυίδ ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των ολίγων βαθύπλουτων και ισχυρών, που όμως χαίρουν σεβασμού και εκτίμησης, όχι μόνο απ’ τους εργαζομένούς τους και την κοινωνία, αλλά ακόμα και απ’ τους ανταγωνιστές τους. Γεννημένος στην Πέτρα της Κύπρου, που τώρα βρίσκεται στα Κατεχόμενα, έχει βρετανική υπηκοότητα, αλλά ζει στην Αθήνα, από επιλογή. Θα ήταν πιο εύκολο για τις δουλείες του να ζει στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο ή στη Ζυρίχη, αλλά ο πατριωτισμός και η έντονη ελληνικότητά του έκαναν την επιλογή για την αρχαία, σπουδαία πρωτεύουσα της Ελλάδας εύκολη απόφαση.
Χαμηλών τόνων, όπως όλη η οικογένεια, εργατικός και καθόλου επιδειξιομανής, ανάμεσα σ’ άλλα, είναι συνέταιρος της Coca-Cola. H εταιρεία του ομίλου Δαυίδ – Λεβέντη, γνωστή ως Coca-Cola Ελληνική Εταιρία Εμφιαλώσεως Α.Ε., δηλαδή η 3Ε, είναι ο μεγαλύτερος ιδιώτης εμφιαλωτής του διάσημου αναψυκτικού. Πουλάει Coca-Cola στην Ευρώπη, στη Ρωσία, στις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, στα Βαλκάνια, στη Νιγηρία κ.α. Είναι τόσο μεγάλη εταιρεία, που η πολυεθνική Coca-Cola κάποια στιγμή αγόρασε σημαντικό ποσοστό των μετοχών της.
Ο όμιλος ξεκίνησε από τη Νιγηρία, όπου έχει και σήμερα πολύ σημαντικές δραστηριότητες, από τον θείο του, Αναστάσιο Λεβέντη. Μετά και την απώλεια του αδελφού του, Ανδρέα, διοικεί τον τεράστιο επιχειρηματικό όμιλο από κοινού με τους εξαδέλφους του από την οικογένεια Λεβέντη και τα δυο του παιδιά, τον Αναστάση και τον Χάρη. Την ειλικρινή ενόχληση του για τη δημοσιότητα συναγωνίζεται μόνο εκείνη για τις πεπαλαιωμένες αντιλήψεις των Ελλήνων πολιτικών.
Αυτός ο εργατικός και πανέξυπνος άνθρωπος, με την προσήλωση στην δουλειά και κυρίως την οικογένεια του, έμελλε να γνωρίσει μια από εκείνες τις πίκρες που δεν γλυκαίνουν ποτέ, αυτό το «ώσπερ σης εν ιματίω και σκώληξ ξύλω, ούτως λύπη ανδρός βλάπτει καρδίαν», που γράφουν οι πατέρες της εκκλησίας μας στη Βίβλο. Ήταν 11 Νοεμβρίου του 2016, όταν η πανέμορφη, αριστοκρατική και πάντα γελαστή κόρη του προέδρου της Coca-Cola έσβησε, πρωί πρωί μιας Πέμπτης, στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, στην Αθήνα. Η Νίκολα Πινέδο Δαυίδ ήταν μόλις 47 ετών και για δύο χρόνια πάλεψε, σε μια άνιση μάχη με τη λευχαιμία. Μέχρι τέλους νοιαζόταν για τους τρεις της γιους, ηλικίας, τότε, 12,15 και 18 και παρηγορούσε τον σύζυγό της, Κλεμέντε Πινέδο, ώστε να δυναμώσει, για να μην πληγώσει ο αποχωρισμός τα παιδιά και τους γονείς της.
Όλη της τη ζωή είχε αφοσίωση στην οικογένεια και στην ανατροφή των γιων της. Μετά απ’ τις σπουδές και τις πρώτες δραστηριότητες της σε Αγγλία και Αμερική, η Νίκολα και ο σύζυγός της πήραν την απόφαση να ζήσουν στην Ελλάδα, στο υπέροχο σπίτι τους, στην Φιλοθέη. Εκείνη λάτρεψε το σύμπλεγμα των δέκα νησιών στο νότιο Ευβοϊκό κόλπο, τους Πεταλιούς, που κάποτε ο Ομέρ πασάς της Καρύστου ζούσε εκεί με το χαρέμι του, μακριά από λάγνες ματιές και που δωρίστηκε από το ελληνικό κράτος στον τσάρο Νικόλαο Α’, για την βοήθειά τους στην απελευθέρωση της Ελλάδας, για να επιστρέψει πάλι σ’ αυτήν ως δώρο τσαρικό στην Όλγα Κωνσταντίνοβνα, για το γάμο της με το βασιλιά των Ελλήνων, Γεώργιο, να πουληθεί στην εφοπλιστική οικογένεια Εμπειρίκου, να ανήκει στην Παλόμα Πικάσο και να αποκτηθεί, τελικά, απ’ την Νίκολα, ως όνειρο και επίγειος παράδεισος της.
Την αγορά, τελικά, κάνει η εξαδέλφη της, Αλεξία- Ελένη Δαυίδ και η ίδια έχει να παλέψει για την ζωή της. Όταν διαγνώστηκε η ασθένεια της, αφοσιώθηκε στον αγώνα της με εκείνη και στην απόλαυση ήρεμων, γλυκών στιγμών με τα παιδιά της. Οι γονείς, η Καίτη και ο Γιώργος Δαυίδ βυθίστηκαν σε πελάγη θλίψης και πένθους. Τα αδέρφια της, Χάρης και Αναστάσης, προσπαθούσαν να παρηγορήσουν γονείς και ανίψια και να αντέξουν οι ίδιοι την μεγάλη απώλεια. Στο τελευταίο αποχαιρετισμό ήταν μόνο οι στενοί συγγενείς και ελάχιστοι φίλοι. Ο σπαραγμός δεν άφηνε περιθώρια για άλλες παρουσίες.
Ο Γιώργος Δαυίδ αφήνει τις επιχειρήσεις. Oι δύο γιοι, Χάρης και Αναστάσης, και ο ανιψιός του, ο Άλκης, αναλαμβάνουν να γράψουν τα νέα «κεφάλαια» της ιστορίας της οικογένειας, ακολουθώντας ο καθένας διαφορετικούς δρόμους.
Ο εμβληματικός Κροίσος του επιχειρηματικού κολοσσού των 1,37 δισ., ο «Γολιάθ της ελληνικής βιομηχανίας», όπως αποκαλούν τον Γιώργο Δαυίδ στα επιχειρηματικά σαλόνια της Ελλάδας και της Κύπρου, ήταν πάνω απ’ όλα ο πατέρας μιας υπέροχης κόρης, που το χαμένο χαμόγελό της μίκρυνε τον κόσμο.
Καμία παρηγοριά πια. Ούτε στα λόγια του Κοσμά του Αιτωλού για τους γονείς με άδειες αγκαλιές, πως ο Μεγάλος Βασιλιάς «έβαλε το παιδί σου μέσα στον παράδεισο και σου το φυλάγει να σου το παραδώσει στην Δευτέρα Παρουσία, να λάμπει περισσότερο από τον ήλιο, για να λάβεις τον μισθό σου, να χαίρεσαι πάντοτε μαζί του»…
Καμιά παρηγοριά. Μόνο μνήμη…
«Ον γαρ οι Θεοί φιλούσιν, αποθνήσκει νέος», έλεγαν οι Έλληνες, στην αρχή κιόλας του πολιτισμού, λοιπόν, αλλά ας αγαπούσαν λιγότερο, ας μη ζήλευαν τόσο, την ανθρώπινη σκιά της ευτυχίας. Εκείνη τη δροσιά, το χαμόγελο, την άνοιξη, που έχασαν ο Σωκράτης και η Ελένη Κόκκαλη, με το σταμάτημα της καρδιάς του 34χρονου γιου τους!
Και παρηγοριά δεν υπάρχει! Ούτε λησμονιά γιατί «…δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι κι έχουν μια ξεχωριστή προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο, που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας δεν είναι πια απ΄τη στέρηση, μα από την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους, είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι…».
Κακή κουβέντα ποτέ δεν είχε ακουστεί για τον Σωκράτη Κόκκαλη τζούνιορ, τον «Τάτυ» για τους κολλητούς του. Όποια νεανικά σφάλματα και να υπήρχαν, βέβαια και δε θα μείωναν τον σπαραγμό της Ελένης και του Σωκράτη Κόκκαλη, αλλά πραγματική θλίψη συνόδευσε την είδηση πως χάθηκε, Κυριακή μεσημέρι στην Ελλάδα, Σάββατο 14 Ιουλίου 2018, από ανακοπή καρδιάς, στο Κλίβελαντ του Οχάιο, που βρισκόταν για δουλειά της επιχείρησης, ο μικρότερος, το στερνό παιδί τους!
Τον περιμένανε, λέει, στο επαγγελματικό ραντεβού και δεν εμφανίστηκε!
Τον βρήκαν στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου, μιας μακρινής, ζεστής, πυκνοκατοικημένης πόλης, χρισμένης στην όχθη ενός παράξενου, μεγάλου ποταμού, να ‘χει φύγει, μόνος του εκεί τις τελευταίες του στιγμές!
Οι γονείς ήταν στο σπίτι τους στη Μύκονο. Ειδοποιήθηκαν. Έφτασαν στην Αθήνα. Τα αγαπημένα αδέλφια, ο Πέτρος, ο Κωνσταντίνος Κόκκαλης και ο Δημήτρης Θεοδωρίδης βρέθηκαν κοντά τους.
Ποτέ πια, ίδιο δε θα ‘ναι κανένα καλοκαίρι τους!
Το μικρό τους αγόρι, με τα γελαστά ματιά και τα χρυσά χρώματά του, δεν υπήρχε πια. Έμοιαζε, λένε, τόσο στον πατέρα του, τον δυναμικό επιχειρηματία, για αυτό και ονομάστηκε με το ίδιο όνομα. Για αυτό και εκείνος ο πατέρας στο στερνοπούλι του είχε μια κρυφή, ανομολόγητη αδυναμία! Και εκείνος πρόσεχε, με το που ξέσπασε η κρίση, να μη δίνει στόχο, ούτε τραπέζι σε μαγαζιά να μη κλείνει και να δίνει τα ονόματα φίλων του, γιατί το «Σωκράτης Κόκκαλης» πουθενά δε θα περνούσε απαρατήρητο.
Κάποτε στον πατέρα, τον αυστηρό στα θέματα δημοσιότητας και πρόκλησης του κοινού αισθήματος των ατυχέστερων συνανθρώπων του, που δοκιμάζονται πολύ αυτές τις εποχές, μαθεύτηκε πως ο νεότερος Σωκράτης ξόδεψε τεράστια ποσά για πρώτη ξαπλώστρα στο Nammos, αλλά και στις συναυλίες του Αντώνη Ρέμου, στη Μύκονο. Ο πατέρας απαιτούσε να κατέβουν οι τόνοι, όλη η οικογένεια δεν έπρεπε να προκαλεί με το lifestyle. Και εκείνος προσπαθούσε να μην τραβά πάνω του τα φώτα, «να μη δίνουμε λαβή για σχόλια, να μην απασχολούμε τα Μέσα για τους λάθους λόγους», έλεγε στους φίλους του, που όμως πάντα τον θυμούνται ως ψυχή της παρέας.
Το παιδί που γέλαγε εύκολα και δυνατά, που ήθελε να παρηγορεί τους άλλους, να μην βλέπει πόνο γύρω του και που βοηθούσε όσους περισσότερους, όσο πιο πολύ μπορούσε!
Ήταν ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Intralot. Και, ναι, είχε σωματοφύλακες, καλό αυτοκίνητο, πολλά ταξίδια και ωραίες κυρίες για προσωπική του συντροφιά. Όμως είχε και μια φυσική συστολή και έναν σεβασμό για τους όλους ανθρώπους. Όταν μαθεύτηκε το κακό νέο, τα social media γέμισαν με αναμνήσεις από εκείνον.
Μία εργαζόμενη στην Intralot, η Anna Black, έγραψε στο facebook: «Έφυγε ο μικρός μας… ο Σωκρατάκος μας… πριν 11 χρόνια, στα 23 του, ήρθε στο τμήμα μας, να τον εκπαιδεύσουμε στους διαγωνισμούς. Από μας θα άρχιζε την καριέρα του στην εταιρεία του μπαμπά του. Ένα παιδί από τα λίγα… σπάνιος, ντροπαλός, πανέξυπνος, είδα και έπαθα να τον πείσω να μου μιλήσει στον ενικό… «Μα όχι, από σεβασμό», μου έλεγε. Τον είδα πριν λίγες μέρες στην εταιρεία, στην Παιανία, με αγκάλιασε περιχαρής και με φίλησε… ποτέ δεν ξεχνούσε κανέναν. Πού να φανταζόμουν ότι θα ήταν το τελευταίο μας αντίο… Καλό παράδεισο γλυκέ μου…».
Η κηδεία. Η μητέρα, Ελένη Κόκκαλη, λυγίζει κατά τη διάρκεια της εξοδίου ακολουθίας και αγκαλιάζει το φέρετρο του νεκρού παιδιού της. Ο πατέρας, Σωκράτης Κόκκαλης, όρθιος, ακίνητος σαν άγαλμα, συγκλονισμένος, βουβός. Ο Κωνσταντίνος Κόκκαλης μιλάει λίγο πριν την τελευταία διαδρομή στο Α’ Νεκροταφείο. Λέει, ανάμεσα στα αλλά, την απλή, δυσβάσταχτη αλήθεια, πως «καλούμαστε να σε αποχαιρετήσουμε. Αυτό δεν θα γίνει, γιατί θα είσαι για πάντα μέσα μας. Θα σε έχουμε στο μυαλό μας να χαμογελάς. Πάνω απ’ όλα όμως, θα λείψει σε όλους ένα αγόρι, που δεν πρόλαβε να ζήσει».
Ύστερα από εκείνες τις ημέρες του χαμού, ο Σωκράτης Κόκκαλης δεν εμφανίζεται ξανά πουθενά. Μοιάζει να μην τον ενδιαφέρει πια τι κάνουμε οι υπόλοιποι και πώς τα παλεύει η ανθρωπότητα.
Για τον γιο του, πάλι με το ίδιο όνομα, μόνο μνήμη υπάρχει. Όπως και να ‘χει, αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ από κορίτσια, αδέλφια, γονείς, φίλους, συνεργάτες. Βοηθούσε όποιον έβλεπε ότι είχε ανάγκη ή πρόβλημα, αγαπούσε τη θάλασσα, τις έναστρες νύχτες, τη λιακάδα τα μεσημέρια, τους άλλους ανθρώπους, να παίζει μουσική, τα καλοκαίρια, σε διάφορα clubs των Κυκλάδων, με τραγούδια της ανεξάρτητης παγκόσμιας μουσικής σκηνής.
Αγαπούσε το Ολυμπιακό και το κόκκινό του. Μάλιστα, έφτιαξε τις ιστοδελίδες της ΠΑΕ και έκανε επαφές με τους χορηγούς, λόγω των σχέσεων με την Ιντραλότ, που ήταν το διαμάντι του στέμματος της οικογένειας Κόκκαλη.
Και όλοι οι φίλοι βούρκωσαν και τα κορίτσια κλάψανε.
Και οι δικοί του, α, οι δικοί του… Όλοι δεν θα λησμονήσουν, δεν θα τον ξεχάσουν, ώσπου ο θάνατος, για όλους πια, να μην έχει εξουσία…
Έχουν γραφτεί άρθρα, βιβλία, λογοτεχνικά έργα. Έχουν γυριστεί ταινίες, σειρές και τηλεταινίες. Έχει εμπνεύσει δημιουργούς, για έργα τέχνης που διαρκούν στο χρόνο, έως διαφημίσεις. Η εμφάνισή του είναι φιγούρα πλέον αρχετυπική, για όποιον συγκεντρώνει πλούτο μυθικό. Έχουν ειπωθεί, λοιπόν, αναλυθεί, φωτιστεί τα πάντα για τη ζωή, το έργο, τις θεωρίες συνωμοσίας, που αφορούν στον Αριστοτέλη Ωνάση. Έναν Έλληνα, που, πολυμήχανος, θυμίζει Οδυσσέα, αν η ζωή, ο πλούτος, οι έρωτές του, πάνω και πέρα από το καλό και το κακό των ανθρώπων, δεν θεωρούνταν ύβρις, για να τον κάνουν στα στέρνα να μοιάζει στον τραγικό Αγαμέμνονα και η οικογένειά του στους πολύπαθους Ατρείδες.
Ο Ωνάσης, τα παιδιά του, οι γυναίκες του και η τώρα η εγγονή και κληρονόμος του, η Αθηνά, είναι η δική μας «βασιλική οικογένεια», που κομμάτι από το θρύλο της αναζητάμε όλοι, κοινωνώντας νοσταλγικά τη συνταγή πως όλα μπορούν να συμβούν, αν κρατιέσαι από το DNA αρχαίων ηρώων, που αρμένιζαν σε θάλασσες εμπειριών, με σκοπό να γυρίσουν πάντα πίσω σε ένα γαλανό νησί, σε μια Ιθάκη. Ή έστω στο διπλανό της, Σκορπιό. Πριβέ πατρίδα, φτιαγμένη από έναν πρόσφυγα Σμυρνιό, που τόλμησε να επαναλάβει ακόμα και την ίδια την Δημιουργία, της δικής του στεριάς, κοιτώντας τον θεό κατάματα.
Εν αρχήν ην ο λόγος. Ο ρυθμιστικός παράγοντας του σύμπαντος. Και ο Ωνάσης έφτιαξε τον δικό του λόγο, αλλά, κυρίως, το δικό του σύμπαν! Ας δούμε τη ζωή του, για άλλη μια φορά, απλά σαν παραμύθι! Ένα παραμύθι ασπρόμαυρο, να ξεκινάει σαν φωτογραφία όλο λευκό φως, λινά ρούχα και λιακάδα, στα παράλια της Μικρός Ασίας, για να ακολουθήσει τους αποχρωματισμούς του μαύρου και το λέρωμά τους, στα πένθιμα χρόνια, τις αδικίες, τα κοινωνικά σπαράγματα της ιστορίας.
Και για άλλη μια φορά θα διηγηθούμε την ιστορία του, γιατί αποδεικνύει πως, σ’ όλες τις δυσκολίες, τις ιστορικές κτηνωδίες, τις απάνθρωπες εποχές, τον θάνατο, τη πείνα και τη φτώχεια, υπάρχουν πάντα άνδρες με πεπρωμένο… Αρκεί να θέλουν να το δημιουργήσουν. Και, ακόμα, να τονίσουμε πως ίσως ισχύει εκείνο που λένε κάποιοι σοφοί και στοχαστές, πως ο άνθρωπος κουράζεται, αφήνεται και στην ουσία επιλεγεί πότε θα κάνει την έξοδό του από τον κόσμο.
Για τον αγωνιστή Αριστοτέλη Ωνάση, η ζωή άρχισε να του κάνει κόπο και βάρος μετά τον χαμό του γιου του, Αλέξανδρου, στις 22 Ιανουαρίου του 1972, όταν τραυματίστηκε σοβαρά, κατά τη συντριβή του αεροσκάφους του, στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, σε ένα ατύχημα με πολλές σκιές και υποψίες.
Τα τραύματα στον εγκέφαλο του νέου ήταν σοβαρά κι έπειτα από ιατρική σύσκεψη, οι γιατροί ζήτησαν την έγκριση του πατέρα για να αφαιρέσουν τη μηχανική υποστήριξη. Ο εφιάλτης κάθε γονιού ήταν αυτές οι στιγμές απόφασης του Ωνάση, πριν πει το μοιραίο «ναι».
Η τελευταία πνοή του νέου Ωνάση πετάει αχνά στο ΚΑΤ, αργά το απόγευμα εκείνου του Γενάρη, που έβρεχε τόσο!
Η κατάρρευση του πατέρα, Αριστοτέλη, μετά απ’ αυτόν τον θάνατο του παιδιού του, ήταν ολοκληρωτική. Ταρίχευσε το σώμα του γιου, για να τον έχει πάντα κοντά του, τον μετέφερε στον Σκορπιό και, για είκοσι μέρες, κάθε βράδυ, πήγαινε στο παιδί και του μιλούσε. Κουβαλούσε λουλουδάκια και του λέγε νέα και ειδήσεις απ’ όλο τον κόσμο. Λένε πως, κάποτε, του τραγουδούσε κιόλας.
Η αδελφή του, η Άρτεμις, ανήσυχη πολύ, του έφερε έναν πνευματικό. «Άφησε την ψυχή του παιδιού σου να φύγει και να ξεκουραστεί», λέγεται πως του είπε. Ο μητροπολίτης της Λευκάδας τον μάλωσε. «Κύριε Ωνάση, ή θάβετε το παιδί ή να το πάτε σε μαυσωλείο στην Γαλλία», του είπε. Και να μην είναι στον Σκορπιό, στο σπίτι του; Το μυαλό του πατέρα είχε θολώσει. Όταν τον έπεισαν να τον θάψει, η θεσπέσια μητέρα του, η Τίνα Λιβανού, ήταν εκεί, αλλά ο Αρίστος δεν άντεχε να παραδεχτεί το τέλος. Δεν ήταν εκεί. Για αυτό ίσως ποτέ δεν πίστεψε ότι ο μοναχογιός του σκοτώθηκε σε ατύχημα και πρόσφερε 1 εκατομμύριο δολάρια σε όποιον έδινε πληροφορία για τους σκευωρείς – δολοφόνους.
Τον Δεκέμβριο του 1973, με την πτώση της παγκόσμιας αγοράς τάνκερ, οι ζημίες για τον Αριστοτέλη Ωνάση ανέρχονταν σε 12,5 εκατομμύρια δολάρια. Το διυλιστήριο στο Νιου Χαμσάιρ έκλεισε και, στις 15 Ιανουαρίου του 1975, επέστρεψε την «Ολυμπιακή Αεροπορία» στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος την εθνικοποίησε.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης δεν θέλει να συνεχίσει. Αφήνεται στη σιωπή του τέλους. «Σε ένα βράδυ Ιανουαρίου, τα ‘χασα όλα», έλεγε.
Έχοντας μυασθένεια, μία παράξενη αρρώστια, που σιγά – σιγά εξασθενεί το μυϊκό σύστημα, αναγκάζεται, για να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά, να βάζει σελοτέιπ στα βλέφαρα του. Αποφεύγει τον κόσμο και αποσύρεται στο καταφύγιο του, στη τελευταία του πατρίδα, τον Σκορπιό, εκεί, δίπλα στο παρεκκλήσι της Παναγίτσας, που βρισκόταν το αγόρι του.
Στις 15 Μαρτίου του 1975, αφήνει την τελευταία του πνοή, με τ’ όνομα του γιου του στα χείλη. Εκείνη τη μέρα στο Παρίσι βρέχει για ώρες. Νοσοκομείο Βίκτορ Χούγκο. Ο θρύλος Αριστοτέλης Ωνάσης τελειώνει. Μόνος, δυστυχισμένος. Είναι χτυπημένος από την τρομερή μυασθένεια Γκράβις.
«Με τιμωρεί ο Θεός», λέει, «γιατί πάντα δάγκωνα περισσότερο από όσο μπορούσα να μασήσω», βογκούσε.
Βυθίζεται σε κωματώδεις ύπνους, βλέπει όνειρα, οράματα, αγγέλους… Όποιες σκιές, τέλος πάντων, περιμένουν τα ανθρώπινα πλάσματα, πλούσια ή φτωχά, θρυλικά ή όχι, μύθους ή απλούς θνητούς, στο τέλος του χρόνου τους.
Να ισχύει αυτό που λένε, πως η ζωή, πριν από το τέλος, περνάει σαν ταινία μπροστά σου; Όπως και να ‘χει και τι να ξέρουμε εμείς οι ταπεινοί για όλα αυτά τα μυστήρια, μαζί του τελειώνει μια επική εποχή, με περιούσιες να χάνονται και να δημιουργούνται, έθνη να εξαφανίζονται και άλλα να γίνονται παντοδύναμα, περιπλανήσεις, ηχηρές νίκες και ήττες όλο απόγνωση, πάρτι, απίστευτες πολυτέλειες και ξεφαντώματα, γάμους μυθικούς και ανθρώπους να βάζουν όρια μόνο το άγγιγμα του ουρανού.
Για εκείνον δεν είχε σημασία! Η καρδιά του είχε σπάσει με το τέλος του υπέροχου γιου του. Και μαρτυρίες και ντοκουμέντα-φωτιά για τον θάνατο του Αλέξανδρου Ωνάση είδαν και συνεχίζουν, σαν αστικός παγκόσμιος μύθος, να βλέπουν το φως. Ήταν η οδυνηρή απώλεια, που θα ήταν το πρώτο οδυνηρό χτύπημα της μοίρας στον Έλληνα μεγιστάνα, Αριστοτέλη Ωνάση. Κάποτε θα ακολουθούσε η απώλεια της Χριστίνας, ως εκείνο το ανακάτωμα στα πιθάρια του καλού και κακού του Δία, που λέγαμε στην αρχή, ως χλευασμός στον Έλληνα ξυπόλητο πρόσφυγα, που είδε τον κόσμο που κατέκτησε να γκρεμίζεται.
Μένει στον κόσμο όλο αυτό ως «η Κατάρα των Ωνάση», που ξεκίνησε με το θάνατο του 25χρονου, μονάκριβου, πολύτιμου, χαϊδεμένου, υπέροχου γιου του Αριστοτέλη Ωνάση, του Αλέξανδρου, και τη συντριβή του μικρού αμφίβιου αεροσκάφους, Piaggio 136, με στοιχεία νηολογήσεως SX-BDC, εκείνο το απομεσήμερο του Ιανουαρίου, στον διάδρομο απογείωσης του Ελληνικού, που αφήνει πολλά περιθώρια αμφιβολιών για δεκαετίες, με υπόνοιες δολιοφθοράς, πορίσματα των πραγματογνωμόνων και ένα δεδομένο. Το ότι ο θάνατος του γιου του ανθρώπου που μεσουρανούσε, τότε, στο παγκόσμιο εφοπλιστικό και επιχειρηματικό στερέωμα, του μύθου της επιτυχίας και της δημιουργίας της κατηγορίας «μεγιστάνας», ήταν το τέλος του ίδιου.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης θεωρούσε βέβαιο ότι ο Αλέξανδρος έπεσε θύμα εγκληματικής ενέργειας.
Το Σάββατο, 15 Μάρτη του ’75, λοιπόν, λένε πως έβρεχε τόσο στο Παρίσι! Έβρεχε συνέχεια για δώδεκα ώρες και εννιά λεπτά. Μόνο όταν η βροχή σταμάτησε, ο Αριστοτέλης Ωνάσης ξεψύχησε.
Χρόνια για τη ζωή, λέξεις για μας, αργότερα, η μοναχοκόρη του Αριστοτέλη Ωνάση, η Χριστίνα, βρέθηκε νεκρή, το 1988, στο μπάνιο της. Άλλος ένας θάνατος στους κληρονόμους του, αδιευκρίνιστος και όλος σκιές και υποψίες.
Η πρώτη γυναίκα του, η Τίνα, βρέθηκε και αυτή νεκρή στο κρεβάτι της, λόγω υπερβολικής χρήσης βαρβιτουρικών, λίγο μετά το θάνατο του γιου της, του Αλέξανδρου. Η δεύτερη σύζυγός του, η Τζάκι, πέθανε το 1994 από καρκίνο, πλούσια, πολυφωτογραφημένη, σίγουρη πρωταγωνίστρια της παγκόσμιας Ιστορίας, αυτόπτης μάρτυς μεγάλων στιγμών και σύντροφος σπουδαίων ανδρών. Ο κύκλος του νεαρού πρόσφυγα από τη Σμύρνη κλείνει με την εγγονή που δεν γνώρισε ποτέ, την Αθηνά, με τα μεγάλα μάτια του παππού της και το επώνυμό του, που η ίδια επέλεξε να πάρει, μετά την ενηλικίωση της.
Μακριά από την Ελλάδα, τις επιχειρήσεις, όλα εκείνα τα πρόσωπα και τα θέματα, που την θέλουν μοιραία πριγκίπισσα ενός παγκοσμίου ενδιαφέροντος, προσπαθεί απλά να ζήσει τη ζωή της. Να συνεχίσει να υπάρχει στον καιρό, μετά τον μύθο, την αίγλη και την ύβρη. Μετά το πεπρωμένο του άνδρα, που ήταν ο παππούς της… Λοιπόν; Την ημέρα της κηδείας του, στον Σκορπιό, έβρεχε πάλι. Ψιλά, εκνευριστικά… Αλλά εκείνος πήρε τη θέση του, δίπλα στο πολύτιμο γιο του, τον Αλέξανδρο, με ένα κυπαρίσσι ασημένιο, όπως είχε φυτρώσει μέσα απ’ τη στέγη, στο παρεκκλήσι, ανάμεσα τους. Εκεί, κοντά τους, πήγε και η Χριστίνα. Και μένει η βροχή να σβήνει τα δάκρυα και η σιωπή… εκεί, στην άκρη της αλμύρας του Ιονίου…
Ήταν 31η Μαΐου του 1999, όταν ο Κωνσταντίνος Νιάρχος, ο μικρότερος γιος του Σταύρου Νιάρχου, για πολλούς ο πιο ευαίσθητος, ο αυτοκαταστροφικός και απρόβλεπτος, εκείνος που τα μεγάλα δράματα σημάδεψαν ανεξίτηλα, ο αντικομφορμιστής της οικογένειας, που συγκρουόταν με τον πατέρα του, αλλά τις τελευταίες του ημέρες δεν έφυγε από κοντά του, στο νοσοκομείο που τέλειωνε τη ζωή του, μαθεύτηκε πως ήταν νεκρός, 24 τουλάχιστον ώρες μετά το τέλος του.
Ο βενιαμίν της δυναστείας Νιάρχου ήταν νεκρός, μόλις στα 37 του χρόνια, στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, στο επιβλητικό κτήριο με το νούμερο 33 της Grosvenor Square, στο Λονδίνο.
Ο Κωνσταντίνος, «καθαρός» για μεγάλο διάστημα από τα ναρκωτικά, αθλητής, υπερευαίσθητος, ιδεολόγος, δίκαιος, ρομαντικός και ευγενής, έσβησε από υπερβολική δόση κοκαΐνης, λίγες ημέρες αφότου είχε καταφέρει να κατακτήσει, ως ο πρώτος Έλληνας, την κορυφή του Έβερεστ και να ξεδιπλώσει εκεί, συγκινημένος και περήφανος, μία μικρή ελληνική σημαία, που κουβαλούσε μαζί του μες στους παγετούς και στους απάνθρωπους παγετώνες.
Αδικοχαμένοι γόνοι γνωστών οικογενειών: Ενώ δεν ήταν χρήστης κοκαΐνης, είχε καταναλώσει ποσότητα ικανή να σκοτώσει 25 άτομα
Τότε οι γιατροί είχαν διαγνώσει πως, ενώ δεν ήταν χρήστης κοκαΐνης, είχε καταναλώσει ποσότητα ικανή να σκοτώσει 25 άτομα. Άγνωστο το γιατί!
Μια σειρά ερωτηματικών γεννήθηκαν με τον αιφνίδιο θάνατο του μικρότερου γιου του επικού Σταύρου Νιάρχου, Κωνσταντίνου, και η οικογενειακή ιστορία ειπώθηκε ξανά, μην αφήνοντας τους νεκρούς να ξεχαστούν και τους ζωντανούς να συγχωρήσουν.
Στα τυπικώς δημοσιογραφικά δημοσιεύματα, όπως σε εκείνο της βρετανικής εφημερίδας «Daily Mail», ο βενιαμίν της θρυλικής δυναστείας έχει νοσηλευθεί στο παρελθόν για ναρκωτικά και υπερβολική χρήση αλκοόλ. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ότι κανείς δεν ήταν σε θέση να δώσει στοιχεία για τα αίτια που προκάλεσαν τον θάνατό του, έριχνε υποψίες στα αίτια του τέλους. Όμως ο Κωνσταντίνος, γνωστός με το προσωνύμιο «Γκας», περνούσε μια απ’ τις καλύτερες φάσεις της ζωής του.
Είχε, πριν λίγο καιρό, παντρευτεί με την εκρηκτική Βραζιλιάνα καλλιτέχνιδα, Σίλβια Μάρτινς, υστέρα από τον θυελλώδη και αποτυχημένο γάμο του με την Ιταλίδα πριγκίπισσα, Αλεσάντρα Μποργκέζε. Ασχολιόταν πολύ με την ορειβασία. Μάλιστα, πριν από λίγες ημέρες, όπως ανέφερε το BBC, είχε ολοκληρώσει μια ιδιαίτερα οδυνηρή αποστολή στο Έβερεστ, όπου ένα μέλος της ομάδας του είχε χαθεί. Μόλις επέστρεψε από τα Ιμαλάια, είχε πάει στην Αριζόνα των ΗΠΑ για ξεκούραση και για ψυχολογική στήριξη από την απώλεια του συντρόφου του στην μεγάλη περιπέτεια.
Τελικά και μετά από πολλές αναλύσεις και δημοσιεύματα, ειπώθηκε επίσημα πως ο 40 χρονος Κωνσταντίνος Νιάρχος πέθανε από ανακοπή καρδιάς. Ήταν το τέταρτο παιδί που απέκτησε ο Σταύρος Νιάρχος με την πρώτη του σύζυγο, την Ευγενία Λιβανού. Τα μεγαλύτερα αδέλφια του, ο Φίλιππος, ο Σπύρος και η Μαρία, έμειναν απαρηγόρητα, με κοινό τους τόπο εκείνα τα παιδικά χρόνια, που όλα τους ήταν πρωτοσέλιδα, πολυφωτογραφημένα και πολυσυζητημένα. Και ο Κωνσταντίνος, ο Κώστας τους, ο Γκας για τους ξένους, εκείνος που δεν μιλούσε, αλλά ίσως πονούσε μόνος του.
Η μητέρα, Ευγενία Λιβανού, ήταν είκοσι χρόνια μικρότερη από τον σύζυγο της, Σταύρο Νιάρχο, και πολύ ντελικάτη ή μεγαλωμένη με πολλά χάδια, αλλιώς, για να αντέχει το εκρηκτικό του ταμπεραμέντο του.
Μελαγχολούσε, κατέφευγε σε χάπια, απομονωνόταν συχνά και απέφευγε τις κοσμικότητες και τις υπέρ κομψές εμφανίσεις της νιότης της, κάνοντας υπερβολικά επίκεντρο τα τέσσερα παιδιά της, τους αυτόπτες μάρτυρες του πόνου της και των σκανδάλων.
Ο Σταύρος Νιάρχος, μετά από 18 χρόνια γάμου μαζί της, τον Αύγουστο του 1965 γνωρίζεται στο σαλέ του στην Ελβετία με τη μόλις 20 ετών Σαρλότ Φορντ, εγγονή του θρυλικού αυτοκινητοβιομήχανου Χένρι Φορντ.
Η νεαρή Αμερικανίδα μένει έγκυος και το σκάνδαλο ξεσπάει.
Η Ευγενία, συντετριμμένη αλλά περήφανη και αξιοπρεπής, παραχωρεί διαζύγιο και ο Νιάρχος παντρεύεται με πολιτικό γάμο, στο Μεξικό, τη Φορντ, η οποία φέρνει στον κόσμο το πέμπτο παιδί του, την Έλενα-Άννα.
Δυο χρόνια αργότερα νιώθει πως είναι τρελά ερωτευμένος με την πρώην σύζυγο του, την Ευγενία, και επιστρέφει σ’ αυτήν, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα ποτέ, καθώς το μεξικανικό διαζύγιό τους δεν αναγνωρίζεται στην Ελλάδα ούτε βεβαίως ο πολιτικός γάμος του με τη Φορντ.
Όμως η Ευγενία δεν είναι πια η ίδια. «Αισθάνεται ένα κενό και μια βαθιά απογοήτευση. Δεν μπορεί να αποδεχτεί την έλλειψη τρυφερότητας και προσοχής», γράφει η Caroline Pigozzi στο Paris Match. «Σε ηλικία 42 ετών, ούτε η χλιδή ούτε η αγάπη των παιδιών της μπορούν να την παρηγορήσουν. Νιώθει σαν ζωντανή νεκρή. Με την αγωνία να ορίζει τη ζωή της, χάνει τη λάμψη και τη γοητεία που εντυπωσίαζε, όσους την πλησίαζαν παλαιότερα και το μόνο που της απομένει είναι η μάσκα της απελπισίας και του φόβου που έχει αγκιστρωθεί στο πρόσωπό της».
Είναι αρχές Μαΐου του 1970, σε μια άνοιξη γλυκιά στη Σπετσοπούλα, στο νησί των Νιάρχων στον Αργοσαρωνικό, όπου τα αρώματα των λουλουδιών του κήπου σμίγουν με την αλμύρα της γαληνεμένης από τον πολύ χειμώνα θάλασσας. Η Ευγενία καληνυχτίζει τα παιδιά της, φορά το φίνο δαντελένιο νυχτικό της, γραφεί ένα ακατάληπτο σύντομο γράμμα στον σύζυγό της και καταναλώνει μεγάλη ποσότητα βαρβιτουρικών.
Ειπώθηκε αργότερα πως το απόγευμα είχε ακούσει τον σύζυγο της στο τηλέφωνο να καλεί την Σαρλότ Φορντ με την τετράχρονη κόρη του Έλενα-Αννα, στη Σπετσοπούλα, στο οικογενειακό τους ειδυλλιακό καταφύγιο, για το καλοκαίρι.
Ποιος ξέρει η ευάλωτη, τρυφερή γυναίκα τι να ένιωσε εκείνο το βράδυ!
Πάντως, όταν ο Σταύρος Νιάρχος την βρίσκει πριν από το ξημέρωμα, και μιας και δεν είναι πρώτη φορά που έχει πάρει υπερβολική δόση χαπιών, προσπαθεί να την συνεφέρει, την τραντάζει, την χαστουκίζει, προσπαθεί να της δώσει πικρό καφέ και να την κάνει να σταθεί όρθια, ώσπου να έρθει ο γιατρός της εταιρείας του, ο Παναγιώτης Αρναούτης, με ελικόπτερο από την Αθήνα.
Είναι αργά!
Η ραφινάτη γυναίκα, η ντελικάτη κόρη, η γλυκιά μητέρα, στα 42 της χρόνια έχει ήδη, φύγει για πάντα. Το καλλίγραμμο σώμα της θα γίνει αντικείμενο πολλαπλών νεκροψιών και το όμορφο της πρόσωπο θα βρεθεί και πάλι στο επίκεντρό μιας χάρτινης δημοσιότητας που θα τελειώσει όταν αποδειχθεί πως ο σύζυγος της δεν είχε σχέση με τον θάνατό της και πως αυτός ήταν αυτοκτονία, πάρα τα σημάδια ξυλοδαρμού στο κορμί της.
Θα αναπαυθεί για πάντα στο κοιμητήριο Boix-de-Vaux της Λωζάννης.
Στις ελάχιστες φωτογραφίες από τα μέσα της εποχής, τα παιδιά της έχουν τα κεφάλια τους χαμηλωμένα και τα βλέμματά τους καρφωμένα στη γη, που σε λίγο θα δεχτεί το σώμα της λατρεμένης μάνας. Ο Κωνσταντίνος ήταν 8 χρονών.
Ο Σταύρος Νιάρχος θα παντρευτεί, για πέμπτη φορά στη ζωή του, την αδελφή της νεκρής, την Τίνα, με τις ευλογίες της μητέρας τους, της Αριέττας Λιβανού. Και εκείνη θα τελειώσει με βαρβιτουρικά, μετά τον θάνατο του γιου της, Αλεξάνδρου, στο διπλανό δωμάτιο από εκείνο του συζύγου της, Σταύρου Νιάρχου, στο Παρίσι.
Ο χρόνος κυλά, διπλώνεται και απλώνεται και κάποτε, πάντα στην αγαπημένη του Ελβετία, ο Σταύρος Νιάρχος φτάνει στο 1996, ύστερα από μια μυθιστορηματική ζωή, χτυπημένος από μια σπάνια αρρώστια που του είχε παραλύσει το ανοσοποιητικό του σύστημα.
Στα 82 του, ο μεγιστάνας που κατέκτησε τον κόσμο όλο κλείνει τα μάτια του, χορτασμένος, γεμάτος, πλήρης εμπειριών και αποδοχής, για πάντα σε κλινική της Ζυρίχης. Γύρω του, θλιμμένα τα τέσσερα παιδιά του μέχρι τη τελευταία του ανάσα. Και εκείνος έχει ζητήσει να βρεθεί στο πλάι της Ευγενίας, να περάσει δίπλα της την αιωνιότητα, στο κοιμητήριο Boix-de-Vaux της Λωζάννης. Εκεί, οι δυο τάφοι στέκουν λευκοί, με τους μαρμάρινους σταυρούς ορθούς και διπλά – διπλά.
Όλα αυτά λέγεται πως σημάδεψαν για πάντα για τον Κωνσταντίνο, το παράξενο παιδί, που θεωρούσε τους φίλους του πατέρα του «διεφθαρμένα παράσιτα», που μπορούσε κανείς να του αποσπάσει πολύ εύκολα χρήματα αν του έλεγε μια θλιβερή ιστορία, που κάποτε είχε προσφερθεί ακόμη και να εξαγοράσει έναν προαγωγό, προκειμένου να αποσπάσει μια πόρνη από τα κυκλώματα του πεζοδρομίου.
Τα πλέον αριστοκρατικά οικοτροφεία της Βρετανίας, όπως τα Harrow και Gordonstoun, τον είχαν αποβάλει.
Ατέλειωτο κλάμπινγκ, αλκοόλ και περιστασιακή χρήση ναρκωτικών, έξαλλη ζωή.
«Ποιος Κωνσταντίνος;» συνήθιζε να λέει ο Σταύρος Νιάρχος, κάθε φορά που κάποιος ανέφερε το όνομα του γιου του.
Όταν στα 25 του, μάλιστα, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να παντρευτεί την πριγκίπισσα Αλεσάντρα Μποργκέζε της Ιταλίας, που παραδεχόταν τις ομοφυλοφιλικές της προτιμήσεις, παρ’ όλα αυτά, το ποτήρι της ανοχής του πατέρα Σταύρου Νιάρχου θα ξεχειλίσει.
Στην διαθήκη του, ο Κωνσταντίνος θα πάρει τα λιγότερα. Δεν πειράζει. Δεν θα φύγει από το πλευρό του όσο εκείνος, ο πατέρας, είναι άρρωστος. Τα βραδιά κοιμάται και διπλά του, ακούγοντας την ανάσα του, στην άκρη του τελευταίου περιθωρίου να συγχωρέσουν και να αισθανθούν ο ένας τον άλλος.
Τελικά, τρία χρόνια μετά τον πατέρα, ο γιος θα τον ακολουθήσει! Και κάνεις δε θα μπορέσει ποτέ να μετρήσει με τα υλικά μας σταθμά, ποιος από τους δυο πληγώθηκε σε αυτή τη ζωή περισσότερο, ποιος ήταν ο πιο ευάλωτος…
«Όποιος την ευτυχία του καμαρώνει σαν κάτι απαρασάλευτο, είν’ ανόητος. Σαν τον τρελό τον άνθρωπο είναι και η τύχη, ιδιότροπη πηδά απ᾽ τη μια στην άλλη, δε μένει πάντα σ᾽ έναν η ευτυχία…», λέει η Εκάβη, κάποτε βασίλισσα μα ύστερα σκλάβα, στις Τρωάδες του Ευριπίδη, θρηνώντας τα χαϊδεμένα μαλλιά, το γλυκό στόμα, τον ύπνο το μεσημβρινό στην αγκαλιά του εγγονιού της που δεν θα μεγάλωνε ποτέ. Και τα λόγια της γίνονται θάλασσες πόνου να ταξιδεύουν κάθε μας κύτταρο σε οδύνες θανάτου και αποχωρισμού και θλίψης.
Και πιο τραγική ιστορία από εκείνη της οικογένειας Κουλουβάτου, των τόσο κομψών ξενοδοχείων «Αμαλία» σε Αθήνα, Δελφούς και Ναύπλιο, δεν έπρεπε να υπάρχει. Έπρεπε να είναι μύθος σαν εκείνους τους χαμούς που κλαίει η Εκάβη.
Η οικογένεια Κουλουβάτου ζούσε στο ωραίο σπίτι της, με τρεις γιους όλο χαρά και ορμή για ζωή, μανά ωραία με γατίσια, όπως λένε, σκιστά ζαφειρένια μάτια, πατέρα δημιουργικό, εργατικό και ξεχωριστά επιτυχημένο.
Ο μικρότερος γιος, ο Αλέξης Κουλουβάτος, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Βοστώνη και ήταν εξαιρετικός στις ακαδημαϊκές του επιδόσεις, με ένα μέλλον μπροστά του πολύχρωμο και εκτυφλωτικό σαν ήλιο.
Ένα βράδυ, μετά από ένα πάρτι στην Εκάλη, παραχώρησε την πράσινη οικογενειακή Mercedes σε ένα φίλο του που είχε πιει αρκετά, για να τον προστατεύσει και να μην τον αφήσει να οδηγήσει τη μηχανή του, την οποία πήρε ο ίδιος.
Ο Αλέξης στη διαδρομή πίσω για το κέντρο της Αθήνας, κάπου έχασε τον έλεγχο και έπεσε. Χτύπησε σε ένα και μοναδικό σημείο πίσω από το κεφάλι του και σκοτώθηκε ακαριαία.
Όσοι τον ήξεραν, γνώριζαν ότι ήταν εξαιρετικά καλός οδηγός μηχανής και εκείνο το βράδυ δεν είχε πιει.
Ήταν Ιούνιος του 1990 και ο Αλέξης Κουλουβάτος ήταν μόλις 25 ετών.
«Όταν έρχονται οι λύπες, δεν έρχονται σαν μεμονωμένοι κατάσκοποι, έρχονται σε τάγματα» έλεγε ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ!
Και οι συμφορές μόλις έχουν αρχίσει…
Οι γονείς αδυνατούν να συνεχίσουν.
Η μάνα μετά από λίγο καιρό πεθαίνει από θλίψη. Ο άλλος γιος, ο γελαστός και γεμάτος κέφι για ζωή, Θοδωρής Κουλουβάτος, λίγο μετά το θάνατο του αδελφού του, θλιμμένος όσο δεν γίνεται, αχώριστος όπως ήταν με εκείνον, χωρίζει από την κοπέλα που είχε αρραβωνιαστεί και η οποία ανήκε στην οικογένεια Ωνάση και σταματά τις εξόδους και τα πάρτι.
Ένα βράδυ, ο Θοδωρής κάτι δεν κατάπιε καλά, τρώγοντας στο σπίτι του, λένε, ένα απλό, αθώο μακαρόνι.
Πνίγεται. Σώζεται. Παθαίνει εγκεφαλική βλάβη, μιας και για αρκετή ώρα δεν οξυγονωνόταν. Μένει σε κώμα.
Ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Κωνσταντίνος, από εκείνη την ευτυχισμένη, χρυσή οικογένεια, μένει και επιμένει να τον κράτα στην ζωή, γαντζωμένο από τα καλώδια μηχανημάτων, για 15 ολόκληρα χρόνια, περιμένοντας κάθε μέρα, κάθε λεπτό, κάθε στιγμή το θαύμα. Και εκείνο δεν συνέβη ποτέ. Καθημερινά του μιλούσε, του συζητούσε, του θύμιζε την ομορφιά της ζωής και του κόσμου. Οι φίλοι που δεν έπαψαν να τον επισκέπτονται έκαναν το ίδιο. Δεν ανταποκρίθηκε σε κανένα ερέθισμα ποτέ, ούτε σε ήχο φωνής, μήτε σε τίποτα άλλο.
Μένουν φωτογραφίες από καλοκαίρια και από μπλε βλέμματα στο φακό κατάστηθα. Πόζες με όλα τα αδέλφια και με φίλους να αγαπάνε τη ζωή και να υπάρχουν στο έγχρωμο φιλμ για πάντα νέοι, σε θάλασσες, σε πάρτι, σε εκδρομές, σε γέλια, σε πειράγματα, σε έρωτες εφηβικούς και νεανικούς, σε νύχτες μυρωμένες στο Αιγαίο μες σε μπαράκια που η μουσική έμοιαζε σάουντρακ στην δική τους ζωή.
Ο Κωνσταντίνος, κατάμονος στην απόφαση του πια, πείθεται και ορίζει να αφεθεί ο αδελφούλης του να ξεκουραστεί, να ησυχάσει, να συναντήσει κάπου, όπως θέλουμε να πιστεύουμε, ωραιότερα την υπόλοιπη οικογένεια.
Ας «φύγει».
Τα μηχανήματα κλείνουν. Η σιωπή είναι εκκωφαντική σα να σταμάτησε ο κόσμος να ανασαίνει.
Έξω ήταν άνοιξη του 2015. Μέσα είχε κερδίσει ο χειμώνας…