Ο σταθμάρχης Βόλου, Γιώργος Αποστολέρης, ο οποίος μετά από 40 συναπτά έτη βγήκε στη σύνταξη, σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή», εξέφρασε τη θλίψη και τον θυμό του για την τραγωδία στα Τέμπη και επισήμανε ότι θυμάται τον εαυτό του να εργάζεται, τους τελευταίους επτά μήνες, χωρίς ρεπό, καθώς δεν υπήρχε αντικαταστάτης.
Όπως υπογράμμισε ο έμπειρος σιδηροδρομικός «θα επέτρεπαν σε κάποιον εργαζόμενο στον πύργο ελέγχου αεροδρομίου να εργάζεται ασταμάτητα χωρίς μια μέρα ξεκούρασης; Κάθε μέρα του κάθε μήνα πήγαινα στον σταθμό στις 3 το πρωί και έφευγα στις 2.30 το μεσημέρι. Άντεξα γιατί αγαπούσα αυτή τη δουλειά, αλλά ποιος μπορεί να κάνει το ίδιο χωρίς να έχει μια μέρα να βλέπει τα παιδιά του;».
Ο σταθμάρχης Βόλου είχε μείνει και χθες εντελώς άυπνος, καθώς συνάδελφοι του είχαν τηλεφωνήσει λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Τρίτης και του μετέφεραν τα τραγικά νέα από τη Λάρισα, πιστεύοντας ότι θα ήθελε να ξέρει.
Ο Γιώργος Αποστολέρης ήταν ο τελευταίος σταθμάρχης Βόλου και με την αποχώρησή του, ο σταθμός έμεινε χωρίς μόνιμο προσωπικό, για πρώτη φορά στα 138 χρόνια λειτουργίας του, ενώ οι εναπομείναντες υπάλληλοι μεταφέρθηκαν στη Λάρισα, προκειμένου να καλυφθούν ανάγκες λόγω των έργων στο σιδηροδρομικό δίκτυο.
Όπως σημείωσε «ο σταθμάρχης δεν είναι ένα απλό επάγγελμα. Δεν δίνει απλώς ένα σινιάλο και φεύγει. Σχολάει μόνο όταν το τρένο φτάσει στον τερματικό σταθμό. Έχει τεράστια ευθύνη, γι’ αυτό είναι ο άρχων του σταθμού, κανείς δεν είναι από πάνω του. Ο σταθμάρχης, όμως, είναι κι αυτός άνθρωπος όπως εσείς. Όπως κι εσείς μπορεί να κάνετε ένα λάθος, έτσι κι αυτός. Αλλά λάθη μπορεί να έχουν την πολυτέλεια να αντιστραφούν και άλλα, δυστυχώς, όχι. Αν συνέβη αυτό στην προκειμένη περίπτωση, είναι κάτι τραγικό. Δεν θέλω να βάλω βάμμα ιωδίου πάνω στην πληγή, αλλά κανείς δεν θέλει να έχει 40 και πλέον νεκρούς στη συνείδησή του από μια λάθος επιλογή».
Συντετριμμένος ο σταθμάρχης Βόλου με την τραγωδία στα Τέμπη
Όπως παραδέχεται ο σταθμάρχης Βόλου, και στον ίδιο έχει συμβεί να αφαιρεθεί τη λάθος στιγμή, να σηκώσει το τηλέφωνο και να απασχοληθεί με ένα υπηρεσιακό πρόβλημα και πρόσθεσε «όμως ήταν λάθη που αντιστράφηκαν. Το χθεσινό δεν αντιστράφηκε, γιατί υπάρχει πίεση προς το σύστημα. Εμείς οι σιδηροδρομικοί γνωρίζουμε πώς έγινε, το θέμα, όμως, είναι ότι θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί εάν η πολιτεία είχε σταθεί κυρία απέναντι στον σιδηρόδρομο. Γιατί δεν φταίει μόνο ο ανθρώπινος παράγοντας. Δεν είναι δυνατόν μόνο από έναν υπάλληλο να κρίνεται η ασφαλής κυκλοφορία των τρένων. Κάθεσαι σε ηλεκτρική καρέκλα. Δεν ξέρεις αν όταν σχολάσεις θα πας σπίτι σου ή στον εισαγγελέα ή στη φυλακή».
Ο ίδιος τονίζει ότι δεν θα μπορούσε ένα τέτοιο δυστύχημα να συμβεί στην Ελβετία ή στη Γερμανία, ακριβώς γιατί έχουν εγκαταστήσει συστήματα τηλεδιοίκησης και συνεχίζει «και στο εξωτερικό βλέπεις δεκάδες τρένα να περνούν από κάθε σταθμό, στην Ελλάδα κυκλοφορούν μόλις 5 Intercity μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης όλο το 24ωρο».
Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν μετατέθηκε στον Βόλο, βρήκε στον σταθμό εποπτικό πίνακα της κυκλοφορίας των τρένων, τον οποίο είχαν εγκαταστήσει οι Γερμανοί το ’41 (εκτίθεται στο Σιδηροδρομικό Μουσείο της πόλης) και συμπλήρωσε «σήμερα δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο. Ξέρουμε πότε ο ντελιβεράς είναι στα 200 μέτρα από το σπίτι μας, αλλά όχι πού βρίσκονται τα τρένα».
Ο σταθμάρχης Βόλου πιστεύει ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να βρεθούν δίπλα στο τρένο, αναφέροντας «τώρα είναι εναντίον. Δεν υποστήριξαν τον ελληνικό σιδηρόδρομο. Και δεν μιλάω πολιτικά, μιλάω υπηρεσιακά. Δεν υπάρχει προσωπικό, δεν υπάρχει υποστήριξη. Μετρήστε πόσοι εργάτες γραμμής υπήρχαν το ’90 και πόσοι το ’20. Πόσοι μηχανοδηγοί, πόσοι σταθμάρχες. Δεν σημαίνει ότι επειδή ήρθε το κομπιούτερ θα αντικαταστήσουμε τις θέσεις εργασίας, γιατί δεν ήρθε το κομπιούτερ».
Τέλος, ο Γιώργος Αποστολέρης θρηνεί για τους εννέα συναδέλφους του που χάθηκαν στην τραγωδία των Τεμπών και καταλήγει «για μένα ήταν συγγενείς, οικογένεια. Οι άνθρωποι που τους σηματοδοτείς και τους εύχεσαι χρόνια πολλά, τους ρωτάς τι κάνει το παιδί σου, τους λες καλή ξεκούραση. Το δέσιμο είναι ιδιαίτερο μεταξύ μας. Ούτε μπορώ να δεχθώ αβρόχοις ποσί τον θάνατο τόσων επιβατών. Η 1η Μαρτίου δεν σηματοδοτεί την άνοιξη, αλλά μια εθνική τραγωδία».