Τα πολυκαταστήματα στο κέντρο της Αθήνας αποτέλεσαν πόλο έλξης, όχι μόνο για τους Αθηναίους, αλλά και τους πολλούς επαρχιώτες, αλλάζοντας τον χάρτη του λιανεμπορίου.
Όταν η Ελλάδα βγήκε από την επτάχρονη περιπέτεια της χούντας των συνταγματαρχών, προσπαθούσε επί πολλά χρόνια να βρει τα «πατήματά» της. Κυρίως οι άνθρωποι προσπαθούσαν να μην βλέπουν τον διπλανό τους με… μισό μάτι και ως πιθανό χαφιέ της Ασφάλειας.
Για τον λόγο αυτό μικρές «αποδράσεις» από την καθημερινότητα ακόμα και στο κέντρο της πρωτεύουσας ήταν βάλσαμο για όλους.
Ειδικά τα μεγάλα πολυκαταστήματα ήταν ένας μοναδικός πόλος έλξης. Ερχόντουσαν άνθρωποι ακόμα και από την επαρχεία για να πάνε μια βόλτα στο Μινιόν, στον Κατράντζο, στον Κλαουδάτο, στον Λαμπρόπουλο. Πολυκαταστήματα που απογείωσαν το λιανεμπόριο και έγιναν σημείο αναφοράς στην πόλη. Για πάρα πολλούς ανθρώπους (ακόμα και σήμερα) Χριστούγεννα σημαίνουν… Μινιόν.
Το 1980 είναι μια κρίσιμη χρόνια για την μεταπολιτευτική Ελλάδα. Η Νέα Δημοκρατία του Γεωργίου Ράλλη είναι στην κυβέρνηση η οποία, όμως, έχει ξεκάθαρα ημερομηνία λήξης. Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω και όλοι βλέπουν πως η «Αλλαγή» του ΠΑΣΟΚ με μπροστάρη τον Ανδρέα Παπανδρέου, είναι προ των πυλών.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, λοιπόν, η πρωτεύουσα και οι κάτοικοί της ετοιμάζονται για να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα. Τα πολυκαταστήματα έχουν φορέσει τα… γιορτινά τους και έχουν ανοίξει τις πύλες τους για να υποδεχθούν κατά χιλιάδες τους πελάτες τους.
Μέχρι που τα πάντα, όχι απλά ανατρέπονται, αλλά κυριολεκτικά γίνονται στάχτη. Η 19η Δεκεμβρίου 1980 πέρασε στην ιστορία ως η ημέρα που άλλαξε για πάντα τον χάρτη του λιανεμπορίου στην Αθήνα. Είναι η ημέρα που κάηκαν ολοσχερώς το Μινιόν και ο Κατράντζος.
Ξημέρωνε 19 Δεκεμβρίου, όταν, περίπου στις 03:10, αυτόπτες μάρτυρες άκουσαν διαδοχικές εκρήξεις από το εσωτερικό του Μινιόν και του Κατράντζου. Ελάχιστες στιγμές αργότερα οι ίδιοι άνθρωποι είδαν φλόγες να ξεπηδούν από τα παράθυρα των δυο πολυκαταστημάτων και ειδοποίησαν την πυροσβεστική.
Η κινητοποίηση ήταν τεράστια και σχεδόν αμέσως ξεκίνησε η μάχη με τις πύρινες φλόγες. Αυτή η μάχη, ωστόσο, ήταν άνιση. Οι φωτιές πήραν γρήγορα τεράστιες διαστάσεις και ειδικά στην περίπτωση του Μινιόν, οι πυροσβέστες το μόνο που προσπάθησαν και τελικά κατάφεραν να κάνουν ήταν να κρατήσουν τις φλόγες μακριά από το υπόγειο του πολυκαταστήματος, όπου υπήρχαν αποθηκευμένοι δεκάδες τόνοι πετρελαίου. «Μην φτάσει εκεί. Θα καούμε σαν τα ποντίκια όλοι» φώναζε, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, ο επικεφαλής των πυροσβεστικών δυνάμεων.
Συνολικά στις δυο πυρκαγιές επιχείρησαν 42 οχήματα με 170 άνδρες (επιπλέον, εκείνη τη νύχτα είχαν επιστρατευτεί ακόμα και οι δόκιμοι της σχολής του πυροσβεστικού σώματος για να βοηθήσουν), οι οποίοι κατάφεραν να μην επεκταθούν οι φλόγες στα παρακείμενα κτίρια. Για τα δυο πολυκαταστήματα, ωστόσο, ήταν αργά.
Από το Μινιόν απέμεινε μόνο ο σκελετός, ενώ ο Κατράντζος κατέρρευσε. Εκείνο το βράδυ 2.000 εργαζόμενοι έμειναν άνεργοι μέσα σε λίγες ώρες. Η πυροσβεστική υπολόγισε τις ζημιές σε 2 δισ. δραχμές αλλά μάλλον απείχε από την πραγματικότητα.
Ο Γιάννης Γεωργακάς, ο άνθρωπος του οποίου όραμα ήταν το Μινιόν, είχε πει τότε πως αυτό το ποσό αφορά μόνο το δικό του πολυκατάστημα και μόνο τα εμπορεύματα.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, μάλιστα, ο Γεωργακάς είχε πει πως το κατάστημα ήταν ασφαλισμένο μόλις για 200 εκατ. δραχμές (εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν μεγαλύτερες ασφάλειες, ούτε βέβαια μπορούσε να προβλεφθεί μια καταστροφή τέτοιου μεγέθους) και πως η καταστροφή είναι ολοσχερής.
Όπως συμβαίνει πάντα στην Ελλάδα έτσι και σε αυτή την περίπτωση, η τραγωδία (γιατί περί τραγωδίας πρόκειται παρά το γεγονός ότι ευτυχώς δεν υπήρχαν νεκροί) έγινε αντικείμενο σφοδρής πολιτικής αντιπαράθεσης.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου κατηγορεί την κυβέρνηση ότι επιτρέπει σε παρακρατικά και εγκληματικά στοιχεία να επιδίδονται σε καταστροφές που θίγουν επαγγελματίες και εργαζόμενους. Το ΚΚΕ μιλά για «σκοτεινή υπόθεση». Ο πρωθυπουργός, Γεώργιος Ράλλης, κάνει λόγο για μικροπολιτικές σκοπιμότητες και στυγνή εκμετάλλευση.
Στις 22 Δεκεμβρίου, μια πρωτοεμφανιζόμενη τότε οργάνωση που έφερε την υπογραφή «Επαναστατική Οργάνωση, Οκτώβρης 80» ανέλαβε την ευθύνη του διπλού εμπρησμού. «Κάθε επιχείρηση, έτσι και αυτές στηρίζονται στην εκμετάλλευση των προλετάριων. Τα αφεντικά εκμεταλλεύονται της ανάγκη των προλετάριων να έχουν ένα εισόδημα για να ζήσουν και τους στριμώχνουν στο μεροκάματο, την αλλοτρίωση και τη μιζέρια», αναφέρει, μεταξύ άλλων, στην προκήρυξη που απέστειλε ταχυδρομικά σε εφημερίδες.
Ήταν τέτοιο το μούδιασμα που ακολούθησε που ακόμα και οι παραδοσιακές δυνάμεις του εγχώριου αντάρτικου πόλης αντέδρασαν σε αυτή την ανάληψη ευθύνης. Ειδικά η «Ε.Ο. 17 Νοέμβρη» έβγαλε και προκήρυξη τον Ιούλιο του 1981 όπου μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Το πρώτο λάθος -αν και δευτερεύον- είναι ότι στα μαγαζιά αυτά δεν πουλάνε προϊόντα που ικανοποιούν ψεύτικες ανάγκες που δημιουργεί ο καπιταλισμός, αλλά αντίθετα προϊόντα πρώτης ανάγκης. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μία σύγχυση και κάνει την ενέργεια μη κατανοητή στα λαϊκά στρώματα αφού τα βλέπουν σαν μαγαζιά όπου ψωνίζουν φτηνότερα από αλλού. Δεύτερο: άλλο απαλλοτρίωση κι άλλο καταστροφή. Η φαεινή ιδέα ότι όσα δεν μπορούμε να απαλλοτριώνουμε θα τα καταστρέφουμε, όχι μόνο δεν αντέχει σε καμία σοβαρή συζήτηση, όσο καλόπιστα κι αν την εξετάσουμε, αλλά είναι και διανοουμενίστικο κατασκεύασμα για να καλυφθούν άλλες αδυναμίες. Τρίτο και κυριότερο: με την καταστροφή των Μινιόν – Κατράντζου έχασαν τη δουλειά τους και τα επιδόματα τους οι εργαζόμενοι σ’ αυτά. Για τα πλατιά λαϊκά στρώματα λειτουργεί η συλλογιστική: καλά οι μεγαλοκαρχαρίες ιδιοκτήτες αλλά οι εργαζόμενοι τι τους έφταιγαν; Με αποτέλεσμα να βλέπουν την ενέργεια όχι με συμπάθεια ούτε καν αδιαφορία αλλά με δυσφορία».
Η αστυνομία, που κινούταν στο σκοτάδι, προχώρησε σε μαζικές προσαγωγές ατόμων που κινούνταν στον αναρχικό χώρο με την ελπίδα πως κάποιο στοιχείο θα βρει. Οι περισσότεροι είχαν άλλοθι για το που βρίσκονταν τη νύχτα των εμπρησμών. Οι ελάχιστοι που δεν είχαν, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον ανακριτή.
Την υπόθεση στο ανακριτικό επίπεδο την είχε αναλάβει τότε ο Μιχάλης Μαργαρίτης (που περίπου 20 χρόνια αργότερα θα ήταν ο πρόεδρος του δικαστηρίου της 17Ν) ο οποίος κρίνει πως τα λιγοστά στοιχεία της αστυνομίας δεν έχουν την παραμικρή αξία και τους αφήνει ελεύθερους.
Τελικά, πότε κανείς δεν συνελήφθη για εκείνη την υπόθεση, η οποία θεωρητικά παραμένει μέχρι και σήμερα ανεξιχνίαστη.
Οι εμπρησμοί στο Μινιόν και τον Κατράντζο, πάντως, δεν ήταν οι μόνοι. Μέσα στο επόμενο εξάμηνο ακολούθησαν και άλλοι. Πάντα με στόχους τα μεγάλα πολυκαταστήματα του κέντρου της Αθήνας.
Το πύρινο σκηνικό (για επιθέσεις καρμπόν, έκαναν λόγο οι εφημερίδες της εποχής) επαναλήφθηκε στις 3 Ιουνίου 1981 με την ταυτόχρονη πυρπόληση των πολυκαταστημάτων «Κλαουδάτος» και «Ατενέ». Στις 4 Ιουλίου ήταν η σειρά του «Δραγώνα». Από τον κανόνα του κέντρου της Αθήνας ξέφυγε μόνο ο «Λαμπρόπουλος», το πολυκατάστημα του οποίου στον Πειραιά κάηκε τρεις ημέρες αργότερα.
Η αστυνομία ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή εκτεταμένες έρευνες, αλλά πάντα βρισκόταν ένα βήμα πίσω. Ίσως γι αυτό τον λόγο ανώτατοι αξιωματικοί ήταν εξαιρετικά φειδωλοί σε αυτά που δήλωναν και απόλυτα συγκρατημένοι στις εκτιμήσεις τους.
Όλα έδειχναν πως το σχέδιο των εμπρηστών ήταν καλά οργανωμένο και στις περισσότερες επιθέσεις ο εκρηκτικός μηχανισμός ήταν σχεδόν ίδιος. Όπως αποκάλυψε η έρευνα, μάλιστα, οι δράστες τοποθετούσαν τους εμπρηστικούς μηχανισμούς μέσα σε πακέτα τσιγάρων (κασετίνες).
Θα αναρωτηθεί κάποιος «μα καλά, ολοκληρωτική καταστροφή από έναν τόσο μικρό εμπρηστικό μηχανισμό»; Όπως διαπιστώθηκε οι δράστες φρόντιζαν να τοποθετούν τους μηχανισμούς (πολλούς σε κάθε επίθεση) σε καίρια σημεία. Στην περίπτωση του Μινιόν, για παράδειγμα, είχαν τοποθετηθεί στον τομέα με τα είδη camping, σε κοντινή απόσταση από τις φιάλες υγραερίου. Στον Κατράντζο ανάμεσα σε ρούχα.
Επιπλέον, ίσως το πιο ενδιαφέρον από τα στοιχεία- σενάρια που ακούστηκαν εκείνη την περίοδο προέρχεται από τον Ε.Λ.Α. τα μέλη του οποίου στο περιοδικό «Αντιπληροφόρηση» που εξέδιδε την εποχή εκείνη η οργάνωση αποκάλυψαν πως οι δράστες για να είναι σίγουροι για τα αποτελέσματα του σχεδίου τους, εκτός από τους εμπρηστικούς μηχανισμούς, χρησιμοποίησαν και ένα υλικό που είχε εισαχθεί από την Ολλανδία και το χρησιμοποιούσαν για να επιταχύνουν τις φωτιές στις πετρελαιοπηγές!
Ότι και να έγινε, το λιανεμπόριο στην Αθήνα δέχθηκε τόσο ισχυρό πλήγμα που για πολλούς άλλαξε μια για πάντα την εικόνα της αγοράς. Πέρα από τα καταστήματα που πυρπολήθηκαν, ζημιές υπέστησαν και τα μικρότερα, καθώς είτε έμειναν κλειστά για ημέρες εξαιτίας του φόβου της κατάρρευσης που υπήρχε για τα κτίρια που είχαν καεί, είτε λειτουργούσαν υπό Δρακόντεια μέτρα ασφαλείας, καθώς υπήρχε ανησυχία για νέες επιθέσεις. Και αυτό ήταν ένα μεγάλο πλήγμα στην αγοραστική κίνηση, καθώς οι Αθηναίοι δεν είχαν συνηθίσει να μπαίνουν στα μαγαζιά μετά από… σωματικό έλεγχο και με αστυνομικούς (φανερούς ή κρυφούς) ανάμεσα στους διαδρόμους.
«Είμαστε πυροπαθείς χωρίς να έχουμε καεί», έλεγαν οι καταστηματάρχες στην Πατησίων και τα Χαυτεία…
Το νέο Μινιόν λειτούργησε και πάλι σε χρόνο ρεκόρ. Τίποτα όμως δεν ήταν όπως πριν. Το 1983 εντάχθηκε στις λεγόμενες «προβληματικές επιχειρήσεις» και ο έλεγχος του πέρασε στο κράτος. Όσες προσπάθειες κι αν έγιναν παρέμεινε στάσιμο σε μια εποχή όπου οι εξελίξεις στην αγορά ήταν ραγδαίες, αφού τα πρώτα shop in shop καταστήματα έκαναν την εμφάνισή τους και σύντομα έβαλαν το λιανεμπόριο σε μια νέα εποχή.