Επαγγέλματα που χάθηκαν: Πρόκειται για επαγγέλματα, τα οποία υπήρχαν, αλλά σταμάτησαν να υπάρχουν. Έτσι, οι νεότερες γενιές μπορεί να τα πρόλαβαν ελάχιστα ή και καθόλου. Η παύση των επαγγελμάτων που βρίσκονται στην παρακάτω λίστα, μπορεί να οφείλονται στην εξέλιξη της τεχνολογίας ή και σε άλλους λόγους. Αναλυτικότερα:
– Πλανόδιοι έμποροι: Ακούγεται ως αστείο. Όμως, η μάνα μου τα προικιά και των τριών αδελφών τα έφτιαξε στο δρόμο. Μια φορά το 15νθημερο ερχόταν το φορτηγό με τον έμπορα που πωλούσε είδη προικός (σεμεδάκια, κεντήματα, κουβέρτες, τραπεζομάντηλα κ.α). Έτσι, όλες οι γυναίκες της γειτονιάς μαζεύονταν για να δούνε τι ωραίο καινούργιο έφερε. Μάλιστα, η συναλλαγή δεν γινόταν με χρήματα, αλλά με λάδι.
Γενικά, το λάδι το προτιμούσαν οι περισσότεροι πλανόδιοι έμποροι. Άρα, κάθε χρονιά, η μάνα μου έβαζε στην άκρη μία λίμπα για τις αγορές. Εκτός από την προίκα, υπήρχε ο έμπορος που ερχόταν από την Αθήνα κάθε Κυριακή και πωλούσε παπούτσια. Κάθε Παρασκευή είχαμε τον έμπορο με τα ρούχα. Μέσα στην εβδομάδα έρχονταν ο ψαράς από το Κιάτο για να πουλήσει φρέσκο ψάρι. Ερχόταν, ο μανάβης, ο κοτοπουλάς, ο αλευράς και πάει λέγοντας.
– Ο γανωτής ή γανωματής: Μία φιγούρα ιδιαίτερα συγκινητική. Κουβαλώντας στην πλάτη του τα εργαλεία της δουλειάς, καλούσε με τη στεντόρεια φωνή του τις γυναίκες της γειτονιάς να φέρουν τα μπακίρια τους για γάνωμα. Τα χάλκινα οικιακά σκεύη, όπως τα καζάνια, τα κουτάλια, τα πιρούνια χρειάζονταν, συχνά πυκνά, γαλβανισμό και στίλβωμα με κασσίτερο, ή αλλιώς γάνωμα.
Συνήθως, φιλοξενούνταν στην αυλή ενός σπιτιού. Εκεί, έστηνε την γκαζιέρα του. Όλες οι νοικοκυρές έφερναν τα σκεύη τους για το «γάνωμα». Αυτό, επιβαλλόταν για λόγους υγείας. Κυρίως, σε εκείνα που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα.
– Ο χτίστης ξυλόφουρνων: Ακόμη και σήμερα φτιάχνουν ξυλόφουρνους. Τα χρόνια εκείνα υπήρχαν χτίστες ειδικοί στην κατασκευή τους. Μάλιστα, τους έφτιαχναν με τρόπο παραδοσιακό. Συγκεκριμένα, έφτιαχναν τον ξυλόφουρνο με τσιμεντόλιθους με τους οποίους σχημάτιζαν τη βάση του φούρνου. Με κομμάτια από σπασμένα κεραμίδια, παλιά τούβλα και πέτρες για την κατασκευή του θόλου του (το γνωστό καλούπι). Με χώμα που ο χτίστης πρώτα το κοσκίνιζε και κατόπιν το έκανε λάσπη που λειτουργούσε ως πηλός και άχυρα που τα ανακάτευε με τον πηλό. Και μπορεί κάποιοι να πιστεύουν πως δεν ήταν και τόσο δα δύσκολη η κατασκευή, όμως, έπρεπε τα χέρια σου να πιάνουν και να είσαι καλός μάστορας για να έχει ο φούρνος και απόδοση στο ψήσιμο.
– Ο Τσαμπάσης: Χαρακτηριστική φιγούρα και αυτή, με κύριο χαρακτηριστικό πως ο τσαμπάσης (μεταπράτης ζωέμπορος της εποχής εκείνης) ήταν συνήθως ατσίδας στις αγοροπωλησίες. Συνήθως ερχόταν σε ζωοπανηγύρεις, όπου πριν την αγγελία της εκτίμησης, ζύγιζε το ζώο «με το μάτι», το ψηλάφιζε και με διάφορους τρόπους διαπίστωνε αν έκανε ή όχι και αν άξιζε πολλά.
– Εισπράκτορας στις συγκοινωνίες: Μέχρι και πριν λίγα χρόνια στην επαρχία υπήρχαν εισπράκτορες σε λεωφορεία στα εσωτερικά δρομολόγια. Και τώρα υπάρχουν, όχι όμως, με τον παραδοσιακό τρόπο, αλλά κυρίως με τη μορφή ελεγκτή που ανεβαίνει σε κάποια από τις στάσεις κι ελέγχει τα εισιτήρια. Πώς ήταν ο εισπράκτορας του τότε;
Καθισμένος συνήθως σε ειδικά διαμορφωμένη θέση στο πίσω μέρος του λεωφορείου, έκοβε κατά την είσοδο των επιβατών τα εισιτήρια, ανήγγειλε τις στάσεις των λεωφορείων, ή συνέβαλε στο ανεβοκατέβασμα των επιβατών, δίνοντας οδηγίες. Ήταν επίσης δέκτης των παραπόνων των επιβατών αφού θεωρούνταν υπαίτιος για τυχόν καθυστερήσεις ή προβλήματα που προέκυπταν.
– Ο καρεκλάς: «Καρέκλες διορθώνω. Ο καρεκλααάς!». Ακόμα αντηχεί στα αυτιά μου η δυνατή φωνή του καρεκλά που ερχόταν μία στο τόσο στο χωριό. Και ομολογώ πως ήταν από τις αγαπημένες μου διαδικασίες η επισκευή της ψάθινης καρέκλας (ναι, τότε δεν είχαμε τις σύγχρονες καρέκλες) και μου άρεσε να παρακολουθώ τον μάστορα να βρέχει το χόρτο που είχε φέρει μαζί του για να μαλακώσει και να είναι ευκολότερο το πλέξιμο της ψάθινης βάσης.
Κι αφού τελείωνε το πλέξιμο, έκοβε με τον τσεκμέ τις άκρες του χόρτου που προεξείχαν κι έτοιμη η καρέκλα, την είχε κάνει σαν καινούργια. Βέβαια και τα παραπάνω επαγγέλματα, αλλά και κάποια άλλα, υπήρχαν και στις πόλεις ή στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ας δούμε, ποια συναντούσαμε παλιά στις πόλεις.
– Ο νερουλάς: Τότε που η ΟΥΛΕΝ δεν υπήρχε ακόμα, ο γνωστός ολυμπιονίκης Σπύρος Λούης συνήθιζε να μεταφέρει νερό στα λίγα τότε σπίτια του Αμαρουσίου. Το επάγγελμά του ήταν νερουλάς και έπρεπε να προμηθεύει με νερό τη σταθερή του πελατεία. Νερουλάδες σε πολλές πόλεις υπήρχαν μέχρι πρόσφατα, ενώ σε αυτή την περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι έχει εξαφανισθεί εντελώς ως επάγγελμα, μιας και υπάρχουν ακόμα περιοχές που το νερό δεν είναι πόσιμο. Και ο νερουλάς με το φορτηγό του φέρνει καλό και καθαρό νερό, με τους κατοίκους να βγαίνουν έξω με τα παγούρια τους, τα οποία γεμίζει.
Μία δουλειά που μόνο εύκολη δεν τη λες, αφού και πολλές ώρες είναι στο δρόμο, προκειμένου να εξυπηρετήσει την πελατεία, αλλά και βάρος και κόπο από το κουβάλημα έχει.
– Εφημεριδοπώλης: «Εφημερίδες , εφημερίδες, έκτακτο παράρτημα….». Κλασική φιγούρα, την οποία μας φέρνουν ξανά και ξανά στη θύμηση σκηνές από παλιές ελληνικές ταινίες. Ο λόγος, φυσικά, για τον πλανόδιο εφημεριδοπώλη, που περιφερόταν στους δρόμους διατυμπανίζοντας τα νέα της ημέρας.
Οι πλανόδιοι εφημεριδοπώλες παραλάμβαναν τις εφημερίδες από τα Πρακτορεία Διανομής Τύπου και προωθούσαν την καθημερινή κυκλοφορία του ελληνικού τύπου περπατώντας στους κεντρικούς δρόμους της πόλης το. Εκτός από τους περαστικούς έκανε και τη διανομή στα σπίτια, κάποιοι με τα ποδήλατά τους, που αποτελούσαν και τους μόνιμους πελάτες του.
– Ο γαλατάς: Μέχρι και πριν κάποια χρόνια υπήρχε ως επάγγελμα ο πλανόδιος γαλατάς, που σήμερα έχει σχεδόν εκλείψει. Ο γαλατάς εργαζόταν στα μεγάλα αστικά κέντρα και όχι στα χωριά, καθώς εκεί υπήρχε η δυνατότητα, εξ ανάγκης, για άμεση πώληση φρέσκου γάλακτος. Αναλάμβανε τη διάθεση του γάλακτος και άλλων γαλακτοκομικών προϊόντων (όπως γιαούρτι ή βούτυρο) στα σπίτια. Το μεταφορικό του μέσο αρχικά ήταν ένα μουλάρι και κατόπιν ένα ποδήλατο ή μηχανοκίνητο δίτροχο.