Οι Παλιννοστούντες ζουν υπό τραγικές συνθήκες σε άθλια παραπήγματα, τα αποκαλούμενα ως βαγόνια, εδώ και 30 χρόνια, στα οποία στάζουν οι σκεπές, το χειμώνα κάνει κρύο και υγρασία και το καλοκαίρι υποφέρουν από τη ζέστη, νιώθοντας ξεχασμένοι από την πολιτεία.
«Κάθε παιδί ονειρεύεται να έχει ένα δικό του χώρο και να δημιουργεί σε αυτόν το δικό του κόσμο. Εγώ μεγαλώνω μόνη μου τα τρία μου παιδιά σε ένα… βαγόνι, από το οποίο στάζει το νερό της βροχής, το χειμώνα κάνει κρύο και έχει υγρασία και το καλοκαίρι λιώνουμε από τη ζέστη. Τα παιδιά μου μεγαλώνουν κυριολεκτικά μέσα στα ποντίκια. Καθημερινά τρέμω, μην πάθει κάτι η υγεία τους, τρέμω, μήπως τα τσιμπήσει κανένα φίδι».
Η μονογονεϊκή οικογένεια της Τατιάνας Παναγιωτίδου, με ένα νεογέννητο μόλις δέκα ημερών και άλλα δύο παιδιά, 13 και 2,5 ετών, είναι μία από τις 36 οικογένειες παλιννοστούντων, που εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες ζουν σε παραπήγματα, τα αποκαλούμενα ως βαγόνια, σε ένα μικρό οικισμό, μέσα στις λάσπες, τα φίδια και τα ποντίκια, εκτεθειμένες στο κρύο το χειμώνα και στη ζέστη το καλοκαίρι, λίγο έξω από τις Σάπες της Ροδόπης.
Όλοι τους, παρακινούμενοι από την αγάπη τους για τη μητέρα πατρίδα, άφησαν τα σπίτια τους και τη ζωή που είχαν στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και ήρθαν στην Ελλάδα για μία νέα και καλύτερη ζωή. Ήρθαν με το όνειρο ότι η Ελλάδα θα ανοίξει την αγκαλιά της, μια και είναι δικά της παιδιά και θα τους στηρίξει για να δημιουργήσουν και να προκόψουν.
Ωστόσο, οι δεκαετίες πέρασαν και το όνειρο έχει πια σβήσει. Αυτές οι 36 οικογένειες, που δεν εξυπηρετήθηκαν από το πρόγραμμα στέγασης παλιννοστούντων, παρά τις υποσχέσεις και τα παχιά λόγια κατά καιρούς από την πλευρά φορέων της Πολιτείας, εξακολουθούν να ζουν στα παραπήγματα, να μαστίζονται από την ανεργία, να ταλαιπωρούνται από τις κακουχίες και να βλέπουν τους νέους να φεύγουν για δουλειά στο εξωτερικό. Όμως, αν και οι ελπίδες τους για μία καλύτερη ζωή είναι πλέον λιγοστές, δε σταματούν ποτέ να διατηρούν δυνατή μέσα στις ψυχές τους την αγάπη τους για την Ελλάδα.
«Έχουμε κουραστεί να περιμένουμε και να ακούμε μόνο λόγια. Μπήκα σε αυτό το βαγόνι το 1991 και ακόμα ζω εδώ. Σε ελάχιστα τετραγωνικά μέτρα, κάτω από τραγικές συνθήκες, ζούμε ολόκληρη η οικογένεια, προσπαθώντας ταυτόχρονα να προσφέρουμε, όσα περισσότερα μπορούμε, στην κατάκοιτη αδελφή μου. Τόσα χρόνια δούλευα και πλέον βλέπω ότι δεν μπορούμε να φύγουμε από εδώ. Έδωσαν σπίτια σε κάποιους κι εμάς μας έχουν ξεχάσει», τονίζει με αγανάκτηση στο ethnos.gr ο Γκήβη Τζερανίδης, ο οποίος ζει στο παράπηγμα από το 1991.
Λίγα μέτρα πιο πέρα, με βλέμμα μελαγχολικό και με σιγανή φωνή, η επί 16 χρόνια χήρα Νάιρα Καλαϊτζίδη εξηγεί ότι με τα λίγα μεροκάματα που κάνει κάθε μήνα ως καθαρίστρια, προσπαθεί να σπουδάσει τα τέσσερα παιδιά της και να συντηρήσει την ηλικιωμένη μητέρα της. Η Νάιρα είχε σπουδάσει πολιτικός μηχανικός σε πανεπιστήμιο της Ουκρανίας και είχε έρθει στην Ελλάδα με το όνειρο να αναγνωρίσει το πτυχίο της και να ζήσει μία όμορφη ζωή. Τα όνειρά της, όμως, έσβησαν στα παραπήγματα των Σαπών…
Όπως αναφέρει στο ethnos.gr ο πρόεδρος του Συλλόγου Παλιννοστούντων Σαπών «Μάνα Ελλάδα», Γκουράμ Αϊδινίδης, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 τα συγκεκριμένα παραπήγματα φιλοξενούσαν ως προσωρινή λύση για μερικούς μήνες τις οικογένειες των παλιννοστούντων, μέχρι να τους δοθεί κάποιο σπίτι σε κάποιο άλλο σημείο της χώρας, στο πλαίσιο του προγράμματος στέγασης που εφαρμοζόταν τότε.
Έως το 1995 είχαν δοθεί σε παλιννοστούντες περίπου 300 σπίτια. Γύρω στο 1999, ωστόσο, σταμάτησε η προσφορά σπιτιών και μετά από λίγα χρόνια κόπηκε και η χορήγηση δανείων προς τους παλιννοστούντες. Όσες οικογένειες δεν πρόλαβαν να εξυπηρετηθούν από το πρόγραμμα στέγασης, στην ουσία αφέθηκαν στη μοίρα τους και στην αδικία να τους πνίγει. Εδώ και 30 χρόνια αφέθηκαν να αισθάνονται ως παιδιά ενός κατώτερου θεού.
«Στον οικισμό αυτόν, σε αυτά τα παραπήγματα που βλέπετε, εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια ζουν άρρωστα παιδιά, ανάπηροι, μόνοι τους ηλικιωμένοι και άνθρωποι χωρίς δουλειά. Όλα τα παραπήγματα είναι σάπια και κατεστραμμένα. Πολλές φορές δεν έχουμε νερό και αναγκαζόμαστε να μεταφέρουμε από αλλού. Δυστυχώς, η Πολιτεία δεν κάνει τίποτα για εμάς. Μας έχουν αφήσει παραμελημένους. Κάνω έκκληση να μην ξεχάσουν αυτούς τους ανθρώπους. Στις Σάπες ζούσαν περισσότεροι από 2000 παλιννοστούντες και πλέον δε ζουν ούτε 700. Οι νέοι έφυγαν για δουλειά στο εξωτερικό», τονίζει στο ethnos.gr ο κ. Αϊδινίδης.
«Το πρόβλημα είναι πάρα πολύ σοβαρό και εντοπίζεται και σε άλλες περιοχές της χώρας, όπως για παράδειγμα στην Αλεξανδρούπολη, την Καβάλα, τη Λάρισα και τα Τρίκαλα. Πρέπει η Πολιτεία να σκύψει πάνω από αυτούς τους ανθρώπους και να τους βοηθήσει, ώστε να βρεθεί μία λύση και να ζουν υπό ανθρώπινες συνθήκες», σημειώνει στο ethnos.gr η πρόεδρος του Συλλόγου Παλιννοστούντων «Η Δύναμη της Ενότητας», Ταμίλα Ελευθεριάδου.