Πέρασαν 51 χρόνια από το φρικτό έγκλημα που διέπραξε ο Βασίλης Λυμπέρης με τους 2 συνεργούς του, σκοτώνοντας γυναίκα, πεθερά και δύο παιδιά.
Είναι από τα χειρότερα εγκλήματα που έγιναν ποτέ στην Ελλάδα. Είναι, όμως, και ένα ιστορικό έγκλημα καθώς ο δράστης, ο Βασίλης Λυμπέρης, που πυρπόλησε το σπίτι του και έκαψε γυναίκα, πεθερά και τα δύο του παιδιά, ήταν ο τελευταίος βαρυποινίτης που εκτελέστηκε στην Ελλάδα
Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά είχαν περάσει, η Ελλάδα προετοιμαζόταν για να γιορτάσει τα Φώτα. Το κλίμα, παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε εν μέσω δικτατορίας είναι εορταστικό και κανείς δεν μπορεί να φανταστεί όλο αυτό που θα ακολουθήσει και θα βυθίσει μια ολόκληρη χώρα στο πένθος και τη φρίκη.
Ο Βασίλης Λυμπέρης θέλησε να κάψει ζωντανή την πεθερά του γιατί πίστευε ότι αυτή έβαζε λόγια στη γυναίκα του με αποτέλεσμα εκείνη να θέλει να τον χωρίσει. Και κάπως έτσι ήρθε η απόλυτη τραγωδία…
Τα Χριστούγεννα του 1971 ο Βασίλης Λυμπέρης τα πέρασε ολομόναχος και βυθισμένος στο αλκοόλ αφού είχε φύγει από το σπίτι του. Βρισκόταν σε διάσταση με τη γυναίκα του Βασιλική. Για την οικογενειακή του κατάσταση, κατηγορούσε την πεθερά του, Αντιγόνη Μάρκου, ότι έβαζε λόγια στην κόρη της. Έμενε σε μια πανσιόν στο κέντρο της Αθήνας και όταν δεν έπινε, έπαιζε χαρτιά σε διάφορες χαρτοπαικτικές λέσχες.
Σε μια από αυτές γνωρίζει τον Παύλο Αγγελόπουλο στον οποίο εκμυστηρευθείτε πως θέλει να σκοτώσει την πεθερά του, πως θέλει να τη βγάλει από τη μέση. Του ζητάει να γίνει συνεργός του και αν και στην αρχή ο Αγγελόπουλος είναι αρνητικός στη συνέχεια πείθεται αφού ο Λυμπέρης του είπε πως θα του χάριζε ένα αυτοκίνητο.
Οι δυο τους μαζί με τον Θεόδωρο Καπρέτσο, τη νύχτα της 4ης Ιανουαρίου βάζουν στο το πορτ-παγκάζ μπιτόνια γεμάτα βενζίνη και ξεκινάνε. Στο δρόμο ο Αγγελόπουλος εκφράζει για ακόμα μια φορά τις αντιρρήσεις του αλλά και τον φόβο του για την πιθανότητα να βρίσκονται μέσα στο σπίτι η γυναίκα και τα δυο παιδιά του Λυμπέρη. Εκείνος για να τον καθησυχάσει σταματάει σε ένα περίπτερο για να πάρουν σπίρτα και τηλεφωνούν στο σπίτι.«Με πήρε και με πήγε σε ένα περίπτερο και σήκωσε το τηλέφωνο η πεθερά του. Της λέει: “Θέλω να έρθω να δω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου”. Και του απαντάει: “Δεν είναι εδώ. Λείπουνε στο Πέραμα. Θα έρθουν μετά από πέντε μέρες. Και εγώ θα φύγω”», θα πει ο Αγγελόπουλος σε κάποια από τις καταθέσεις του αργότερα.
Οι δράστες φτάνουν στο σπίτι στο Χαλάνδρι. Λυμπέρης και Αγγελόπουλος μπαίνουν μέσα ενώ ο Καπρέτσος μένει έξω για να «κρατάει» τσίλιες. Πρώτα έβαλε φωτιά στο δωμάτιο της πεθεράς του. Η γυναίκα του ξύπνησε και προσπάθησε να αμυνθεί. Την πέταξε στις φλόγες. Τίποτα δεν τον ένοιαζε πλέον. Ούτε ότι στο ίδιο σπίτι κοιμόνταν και δύο μικρά παιδιά. Τα παιδιά του που κάηκαν ζωντανά. Η άτυχη Βασιλική μέσα σε ουρλιαχτά πόνου του φώναζε πως μέσα στο σπίτι ήταν και τα παιδιά τους. Εκείνος δεν έδωσε καμία σημασία. Φεύγοντας κλείδωσε πίσω του την εξώπορτα. Ο Αγγελόπουλος όταν κατάλαβε πως ήταν μέσα τα παιδιά πέταξε βενζίνη στον Λυμπέρη και προσπάθησε να τον κάψει ζωντανό. Εκείνος αντέδρασε γρήγορα και γλίτωσε με μικρά εγκαύματα.
Οι γείτονες που άκουσαν τις φλόγες και άκουσαν τις φωνές έσπευσαν στο σπίτι. Για την πεθερά και τα δυο παιδιά του Λυμπέρη ήταν ήδη αργά. Η Βασιλική, ωστόσο, ζούσε ακόμα. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και λίγο πριν ξεψυχήσει είπε σε μια θεία της: «Αυτός μας έκαψε. Αυτός μας έριξε βενζίνη και ύστερα έβαλε φωτιά. Ο κακούργος το έκανε για να μας εκδικηθεί, γιατί δεν θέλαμε να πωλήσουμε τα κτήματά μας και να του δώσουμε τα λεφτά να τα φάει. Αυτός ο κακούργος έκαψε τα παιδιά μας»!
Ο Λυμπέρης συλλαμβάνεται. Όταν ερωτήθηκε αρχικά για το συμβάν είπε ότι βρισκόταν στο δωμάτιο του, ενώ για τα εγκαύματα του υποστήριξε ότι έψηνε καφέ και έσκασε το γκαζάκι. Οι αποκαλύψεις, ωστόσο, δεν του άφηναν πολλά περιθώρια και έτσι ομολόγησε.
Η δίκη για την υπόθεση, πραγματοποιήθηκε στο Κακουργιοδικείο στις αρχές Μαΐου του 1972. Οι Λυμπέρης και Αγγελόπουλος κατηγορούνταν για τέσσερις δολοφονίες εκ προθέσεως ιδιαζόντως ειδεχθείς και διακεκριμένη φθορά δια πυρός, ο Καπρέτσος για απλή συνέργεια και στις δύο πράξεις των δύο προηγουμένων, ενώ ο Θανάσης Σταμάτης, ο άνθρωπος στον οποίο έδωσαν τα ρούχα τους μετά τη φωτιά, για υπόθαλψη εγκληματία.
Το πρωινό της 7ης Μαΐου, μετά από μόλις 45 λεπτά διάσκεψη, το δικαστήριο εκδίδει την απόφασή του: «Τετράκις εις θάνατον» είναι ποινή για τους Λυμπέρη και Αγγελόπουλο, ενώ σε τέσσερις φορές ισόβια κάθειρξη καταδικάστηκε ο Καπρέτσος και σε τρία έτη ο Σταμάτης για απόκρυψη της εγκληματικής δράσης των άλλων τριών.
Ο Λυμπέρης εκτελέστηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης την 25η Αυγούστου. Ήταν ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε στην Ελλάδα. Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος έδωσε χάρη στον Αγγελόπουλο αφού τη στιγμή τέλεσης της δολοφονίας δεν είχε κλείσει τα 18 του χρόνια. Μετά την πτώση της χούντας, η εσχάτη των ποινών μετατράπηκε σε ισόβια και ο Αγγελόπουλος στα μέσα της δεκαετίας του ’90 αποφυλακίστηκε.