Ο ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος διήρκησε μια τριετία, μεταξύ 1946 και 1949, και στην παγκόσμια ιστορική βιβλιογραφία καταχωρείται ως η πρώτη πράξη του ψυχρού πολέμου. Οι συγκρούσεις μεταξύ του Ελληνικού Στρατού και των ανταρτικών δυνάμεων του Δημοκρατικού Στρατού, ο οποίος βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος, ολοκληρώθηκαν με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και την εκτέλεση, φυλάκιση κι εξορία χιλιάδων ανταρτών, κι έγραψαν μια από τις μελανότερες σελίδες στην σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Η έναρξη του εμφυλίου μπορεί να τοποθετηθεί στο επεισόδιο της επίθεσης μιας ομάδας ανταρτών του ΕΛΑΣ υπό την καθοδήγηση και την προσωπική εντολή του Γραμματέα του ΚΚΕ, Νίκου Ζαχαριάδη, στο Σταθμό Χωροφυλακής του Λιτοχώρου Πιερίας στις 30 Μαρτίου του 1946.
Την ίδια χρονική περίοδο οι Αμερικανοί, παρεμβαίνουν στην πολιτική ζωή της Ελλάδας και ουσιαστικά επιβάλουν τη συγκρότηση κυβέρνησης συνασπισμού προκειμένου να συσπειρώσουν τον αστικό κόσμο απέναντι στον «κομμουνιστικό κίνδυνον».
Ως νέος πρωθυπουργός Δημήτρης Μάξιμος τοποθετείται ένας εξωκοινοβουλευτικός, ο οποίος μέχρι και τις 24 Ιανουαρίου εκείνου του έτους ήταν τραπεζίτης. Μια από τις πρώτες και σημαντικότερες αποφάσεις εκείνης της μικρής σε διάρκεια κυβέρνησης που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο τότε Πρωθυπουργός, ήταν και το άνοιγμα της Μακρονήσου τόπος εξορίας και βασανιστηρίων, των Αριστερών.
Το 1873 στην Πάτρα γεννιέται ο Δημήτρης Μάξιμος ενώ απεβίωσε τον Οκτώβριο του 1955 σε ηλικία 82 ετών. Ο πατέρας του καταγόταν από τη Χίο ενώ η μητέρα του άνηκε στην οικογένεια Λόντου, τους γνωστούς προύχοντες του ’21.
Με το που τελείωσε τις σπουδές του προσλήφθηκε στην Εθνική Τράπεζα και το 1911 διορίσθηκε διευθυντής στο κεντρικό κατάστημα της Αθήνας. Η άνοδός του στην ιεραρχία ήταν γρήγορη και έτσι αρχικά το 1914 έγινε υποδιοικητής και το 1920 διοικητής, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι το 1923. Στη συνέχεια έφυγε για τη Φλωρεντία και όταν επέστρεψε (το 1929) στην Ελλάδα ασχολήθηκε με την πολιτική.
Παρά την υπουργική του καριέρα κατά τη διάρκεια της Μεταξικής δικτατορίας ιδιώτευσε ενώ επανήλθε στην πολιτική το Ιανουάριο του 1947, όταν τοποθετήθηκε εξωκοινοβουλευτικός πρωθυπουργός της κυβέρνησης συνεργασίας που σχημάτισαν όλα τα κόμματα της τότε βουλής.
Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε από τον Μάξιμο έμεινε στην ιστορία ως «Επτακέφαλος» και είχε ως αντιπροέδρους τον Κ.Τσαλδάρη και τον Σ.Βενιζέλο. Το δε υπουργικό συμβούλιο θεωρείται ακόμα και σήμερα ως ένα από τα πιο «δυνατά» που έχουν υπάρξει καθώς μέσα σε αυτό υπήρχαν ονόματα όπως του Γεωργίου Παπανδρέου (Εσωτερικών), Στυλιανού Γονατά (Δημοσίων Έργων), Παναγιώτη Κανελλόπουλου (Ναυτικών), Ναπολέοντα Ζέρβα (Δημοσίας Τάξεως) και Κωνσταντίνου Καραμανλή (Εργασίας).
Στο διάστημα της διακυβέρνησής της οι Βρετανοί ανακοίνωσαν την απόσυρσή τους από την Ελλάδα και οι ΗΠΑ εξήγγειλαν το περίφημο Δόγμα Τρούμαν. Ο λόγος της πτώσης της κυβέρνησης ήταν πως ο αμερικανικός παράγοντας δυσαρεστήθηκε και προετοίμασε τη διάδοχη κατάσταση (διευρυμένη κυβέρνηση με τη συμμετοχή και το Θ.Σοφούλη). Όταν ο Μάξιμος έμαθε για αυτές τις κινήσεις παραιτήθηκε (στις 29 Αυγούστου του 1947).
Το κολαστήριο της Μακρονήσου άνοιξε τις πόρτες του τον Απρίλιο του 1947 ως «στρατόπεδο εθνικής αναμόρφωσης». Αρχικά εξορίστηκαν εκεί όλοι οι στρατιώτες με «ύποπτα φρονήματα» επανδρώνοντας τα τρία ειδικά τάγματα οπλιτών (Α΄ ΕΤΟ, Β΄ ΕΤΟ, Γ΄ ΕΤΟ). Το 1948 δημιουργείται το 4ο τάγμα στο οποίο μεταφέρονται οι πολιτικοί εξόριστοι.
Ο Δημήτρης Μάξιμος, ο οποίος ήταν και Τέκτονας, μέλος του Ύπατου Συμβουλίου 33ου αποφάσισε να να ιδιωτεύσει.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Μάξιμος μαζί με τη σύζυγό του, Ειρήνη Μανούση, έμεναν στη σημερινή πρωθυπουργική κατοικία.
Το μέγαρο το 1951 κόντεψε να κατεδαφιστεί ενώ στην περίοδο της κατοχής χρησιμοποιήθηκε από τους ναζί, ενώ μετά την απελευθέρωση της Αθήνας από τους κατακτητές, χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του Αμερικανού πρεσβευτή.
Με την αποχώρηση του Αμερικανού πρεσβευτού ο μέγαρο αφέθηκε στη μοίρα του και ο Δημήτρης Μάξιμος σκέφτηκε να το κατεδαφίσει. Εκείνη την περίοδο η Ελένη Βλάχου με πρωτοσέλιδο της «Καθημερινής»ζητούσε τη σωτηρία του Μεγάρου. Έτσι ο τότε πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας έδωσε εντολή στον τότε υπουργό Παιδείας, Ευάγγελο Αβέρωφ να δώσει οδηγία στην αρμόδια υπηρεσία ώστε το συντομότερο να χαρακτηριστεί το Μέγαρο «κειμήλιον νεοελληνικής τέχνης» και έτσι να αποκλειστεί νομοθετικά η πιθανότητα κατεδάφισης.
Το 1952 το Ελληνικό Δημόσιο έρχεται σε συνεννόηση με τον Δ. Μάξιμο προκειμένου να αγοράσει την κατοικία του. Για την εκτίμηση του ακινήτου συστήνεται επιτροπή από τους καθηγητές του Ε.Μ.Π. Κ. Κιτσίκη και Ε. Ρουσσόπουλο και τον οικονομικό έφορο Π. Σταυρόπουλο. Η επιτροπή εκτιμά την αξία του ακινήτου σε 11 δισεκατομμύρια δραχμές. Στη συνέχεια, ο Υπουργός των Οικονομικών Χ. Ευελπίδης επισκέφθηκε τον Δ. Μάξιμο, οποίος του δήλωσε ότι δέχεται να πουλήσει την κατοικία του στο Δημόσιο αντί του ποσού των 5,75 δισεκατομμυρίων δραχμών, δηλαδή στο μισό περίπου της εκτίμησης της επιτροπής. Επιπλέον δε προσφέρει στο Κράτος όλη την επίπλωση της κατοικίας του, καθώς και τους πίνακες που βρίσκονται σ’ αυτήν, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως «Κυβερνητικόν Μέγαρον» και για τη φιλοξενία ξένων υψηλών προσώπων.
Το Μέγαρο Μαξίμου, που στεγάζει τα γραφεία του εκάστοτε Πρωθυπουργού της Ελλάδος, βρίσκεται στο κέντρο της πρωτεύουσας, της Αθήνας, στην οδό Ηρώδου Αττικού, δίπλα ακριβώς στο Προεδρικό Μέγαρο και απέναντι από τον Εθνικό Κήπο.Οι πίνακες που κοσμούν το γραφείο του Πρωθυπουργού και τους υπόλοιπους χώρους υποδοχής ανήκουν στην Εθνική Πινακοθήκη και επελέγησαν έτσι ώστε να καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα της νεοελληνικής ζωγραφικής του 19ου και του 20ού αιώνα. Οι μόνοι χώροι που διατηρούν την αρχική τους μορφή είναι η είσοδος με το κεντρικό χολ.
Από το 1982 μέχρι και σήμερα, μετά από πρόταση του Μένιου Κουτσόγιωργα, μετατράπηκε σε έδρα και κατοικία του εκάστοτε πρωθυπουργού.