Ο Γιάννης Τσατσάνης από την Αγία Βαρβάρα, με μεγάλο ταλέντο στο ποδόσφαιρο, έπεσε θύμα απαγωγής και βρέθηκε άγρια δολοφονημένος, σε ηλικία μόλις 17 ετών.
Γιάννης Τσατσάνης: Το πτώμα του βρέθηκε από έναν βοσκό, ύστερα από αναστάτωση των σκυλιών
Σκυλιά μάλωναν μέσα στο σκοτάδι και ο βοσκός τα άκουσε. Βγήκε απ’ το μαντρί του και, περίεργος, ακολούθησε τις φωνές τους. Τα είδε να έχουν τραβήξει μέσα από έναν πρόχειρο λάκκο ένα σκισμένο μπουφάν. Η μυρωδιά της σήψης ήταν παντού στον αέρα και ακριβώς μπροστά του, μέσα στον λάκκο, κάτω από την κοπριά ξεπρόβαλε το πτώμα ενός νέου άντρα. Ο Χρήστος Αγαθής δεν υποψιαζόταν ότι η αναστάτωσή των σκυλιών θα μπορούσε να είχε προκληθεί από κάτι τόσο μακάβριο. Δεν υποψιαζόταν όμως ακόμη ούτε και το πραγματικό μέγεθος της φρίκης. Σε πενήντα μέτρα από τον πρόχειρο τάφο του, η αστυνομία λίγη ώρα αργότερα θα ανακάλυπτε και το κεφάλι του πτώματος.
Γιάννης Τσατσάνης: Όλα πήγαν λάθος κατά την απαγωγή του
Ήταν 20 Ιουνίου του 1990 όταν στα Σκούρτα της Βοιωτίας δόθηκε τέλος στην αγωνία της οικογένειας του Γιάννη Τσατσάνη, ο οποίος είχε εξαφανιστεί από τις 18 Μαρτίου. Για την ακρίβεια είχε απαχθεί από φίλους του, οι οποίοι πίεζαν την ευκατάστατή του οικογένεια του για λύτρα. Όλα όμως πήγαν λάθος.
Γιάννης Τσατσάνης: Οι ικανότητές του στο ποδόσφαιρο, του χάρισαν το παρατσούκλι ‘Μαραντόνα“
Ο 17χρονος Ρομά, Γιάννης Τσατσάνης, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αγία Βαρβάρα και ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στην κοινότητά του. Οι ικανότητές του στο ποδόσφαιρο και οι εμφανίσεις του με την ομάδα του ‘Κεραυνού Αγίας Βαρβάρας’, το καμάρι της συνοικίας, τού χάρισαν το παρατσούκλι ‘Μαραντόνα’. Η καριέρα του όμως θα τελείωνε απότομα.
Γιάννης Τσατσάνης: Το χρονικό της απαγωγής από τους φίλους του
Στις 18 Μαρτίου του 1990 ο Μαρσελίνο πίνει τον καφέ του στην καφετέρια ‘Τροπικάνα’. Οι κολλητοί του φίλοι, Κώστας Σπινιάρης και Δημήτρης Αγαπητός, θα τον πλησιάσουν και θα του πετάξουν το δόλωμα που θα χρειαστεί για να μπει σε εφαρμογή το σχέδιο της απαγωγής του. Θα του πουν ότι γνωρίζουν ποιοι είχαν κλέψει το ραδιοκασετόφωνο από το αυτοκίνητό του λίγο καιρό πριν και που βρίσκονται “αυτήν τη στιγμή που μιλάμε”.
Ο 17χρονος θα τους πιστέψει και θα τους ακολουθήσει μέχρι τη Νίκαια. Εκεί θα αλλάξουν αυτοκίνητα. Η κατεύθυνσή τους είναι το Σχιστό και στα Πυροβολεία θα κάνουν μία απότομη στάση. Εκεί τρεις άντρες -ο Σταμάτης Γρυπαίος, ο Δημήτρης Σκαφτούρος και ο Γιάννης Λαζάρου- θα ορμήξουν στον Μαρσελίνο με το που βγαίνει από το αμάξι. Σύμφωνα με το σχέδιο, οι φίλοι του έπρεπε να κάνουν τους ανήξερους. Ένας απ’ τους τρεις άντρες θα ρίξει μία πιστολιά στον αέρα, δήθεν για εκφοβισμό, και οι φίλοι του θα αρχίσουν να τρέχουν “για να γλιτώσουν”.
Ένα τέταρτο πρόσωπο, ο Γιάννης Πετράκης, θα είναι εκείνος που θα ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του στους απαγωγείς. Είναι μαζί με τη φίλη του Θεοφανία Μεσμερλή και αργότερα θα ισχυριστεί στους αστυνομικούς ότι δεν γνώριζε τίποτα. Υποτίθεται ότι οι φίλοι του τον αιφνιδίασαν και έβαλαν ως όμηρο τον Μαρσελίνο μέσα στο σπίτι του στο Χαϊδάρι, χωρίς εκείνος να ξέρει τι σχεδίαζαν.
Γιάννης Τσατσάνης: Η οικογένειά του κατήγγειλε άμεσα την εξαφάνισή του
Η οικογένεια του θα ανησυχήσει από την πρώτη στιγμή. Εκείνο το βράδυ το παιδί τους δεν γύρισε στο σπίτι και έτσι την επόμενη ημέρα αποφάσισαν να πάνε στο τοπικό αστυνομικό τμήμα για να καταγγείλουν την εξαφάνισή του.
Γιάννης Τσατσάνης: Δεν μίλησε ποτέ με τον πατέρα του
Ο 17χρονος ποδοσφαιριστής θα περάσει τις επόμενες πέντε ημέρες δεμένος με χειροπέδες και με μία κουκούλα στο κεφάλι, στο διαμέρισμα του Πετράκη. Ο ένας απ’ τους τρεις απαγωγείς, ο Γρυπαίος, θα αρχίσει να τηλεφωνεί στον πατέρα του μικρού, ζητώντας του λύτρα. Για να μη δώσει στόχο, θα επαναλαμβάνει αυτά τα τηλεφωνήματα από διάφορα σημεία της Αθήνας, προσποιούμενος τον ξένο. Σε ένα φορητό κασετόφωνο, είχε ηχογραφημένη τη φωνή του Μαρσελίνο, και την έβαζε να παίζει δίπλα στο τηλέφωνο, δήθεν για να μιλάει στον πατέρα του. Η αλήθεια όμως ήταν ότι πατέρας και γιος, δεν μίλησαν ποτέ στην πραγματικότητα.
Στις 20 Μαρτίου ο Γρυπαίος θα πάρει πάλι τηλέφωνο τον Γιώργο Τσατσάνη και αυτή τη φορά θα του μιλήσει σε τρεις γλώσσες: ελληνικά, αγγλικά και ιταλικά.
Γιάννης Τσατσάνης: Ο ξάδερφός του ήταν αναμεμιγμένος στην υπόθεση απαγωγής
“Ο Μαρσελίνο είναι καλά”, θα του πει. “Αλλά για να τον ξαναδείς θα πρέπει να μας δώσεις 150 εκατομμύρια δραχμές”. Όσο ο πατέρας τρέχει να μαζέψει 30 εκατομμύρια δραχμές, αυτά τα τηλεφωνήματα θα συνεχιστούν. Θα καταγγείλει την απαγωγή στην αστυνομία, αλλά αυτή η καθυστέρησή του στην παράδοση των λύτρων θα φοβίσει τους μελλοντικούς δολοφόνους του γιου του. Παρών στις επαφές του πατέρα με την αστυνομία ήταν και ένας ξάδερφος του παιδιού, ο Βασίλης Βασιλείου, που ήταν αναμεμιγμένος στην υπόθεση. Οι πληροφορίες που θα δώσει στους συνεργάτες του θα είναι καθοριστικές για το μέλλον του παιδιού.
Σίγουροι πλέον ότι μετά από τόσες μέρες, ο 17χρονος θα είχε αναγνωρίσει απ’ τη φωνή τον Σπινάρη και τον Αγαπητό, που ήταν φίλοι του και συμπαίκτες στην ομάδα, αποφασίζουν να τον σκοτώσουν. Θα τον σπρώξουν μέσα σε ένα αμάξι και θα τον μεταφέρουν στα Σκούρτα της Βοιωτίας. Θα αλλάξουν αυτοκίνητο, θα τον βάλουν σε ένα άλλο και θα τον πάνε μέχρι ένα ένα μαντρί στο Κάτω Πηγάδι Σκούρτων. Ο ρηχός λάκκος που θα σκέπαζε το πτώμα του, ήταν ήδη σκαμμένος. Δεν μπορούσαν όμως να συμφωνήσουν στο ποιος θα τραβούσε τη σκανδάλη.
Το περίστροφο άνηκε στον Σκαφτούρο, και ο Αγαπητός και ο Σπινάρης δεν ήθελαν να σκοτώσουν τον “φίλο” τους. Εκείνη τη στιγμή σε μια κρίση ευσυνειδησίας, θα θυμηθούν ότι έχουν μεγαλώσει μαζί.
Γιάννης Τσατσάνης: Μετά τη δολοφονία, οι απαγωγείς συνέχισαν να τηλεφωνούν για λύτρα
Τελικά, τη σκανδάλη θα την τραβήξει δύο φορές ο Γρυπαίος, σημαδεύοντας μία την καρδιά και μία τον αυχένα. Μετά το φόνο, θα επιστρέψουν στην Αθήνα και θα συνεχίσουν να τηλεφωνούν στον πατέρα για λύτρα σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Η ανακάλυψη όμως του πτώματος από έναν κτηνοτρόφο, όπως είδαμε και στην αρχή της ιστορίας, θα δώσει τέλος στο σχέδιό τους. Η ταυτότητα των απαγωγέων θα γίνει γρήγορα αντιληπτή απ’ την αστυνομία και θα συλληφθούν.
Γιάννης Τσατσάνης: Συγγενείς και φίλοι επιτέθηκαν επανειλημμένως στους κατηγορούμενους
Η δίκη θα ξεκινήσει τον Δεκέμβριο του 1991 στο κακουργιοδικείο της Αθήνας. Οι συγγενείς του παιδιού και οι φίλοι του θα επιτεθούν πολλές φορές στους κατηγορούμενους, μέσα και έξω απ’ την αίθουσα των δικαστηρίων, παρά την επιθυμία του πατέρα που δεν ήθελε άλλες φασαρίες -όπως έλεγε “η βεντέτα δεν θα έφερνε πίσω στη ζωή το παιδί του”. Μάλιστα κατά τη μεταγωγή του ο Σπινάρης θα δεχτεί πυροβολισμούς μέσα στο περιπολικό και οι οποίοι θα τον τραυματίσουν.
Στις 19 Δεκεμβρίου, το δικαστήριο θα κηρύξει ένοχους τους οχτώ κατηγορούμενους, επιβάλλοντας μάλιστα και την ποινή του θανάτου στον Γρυπαίο και στον Σπινάρη, παρά την κατάργησή της. Ο δεύτερος, το 2005 θα παραβιάσει την άδεια που θα πάρει από τις φυλακές Αλικαρνασσού και θα το σκάσει στην Τουρκία. Ένα χρόνο μετά όμως θα συλληφθεί εκ νέου για μια άλλη υπόθεση στη γειτονική χώρα -για εμπόριο ναρκωτικών- και μέχρι το 2015 θα μείνει κρατούμενος στις τουρκικές φυλακές. Το 2015 θα είναι η χρονιά που θα τον εκδώσουν πίσω στην Ελλάδα για να συνεχίσει εδώ την ποινή του.