Μαζική δολοφονία στην Ελλάδα: Ο Σπύρος Σταρίδας ηταν ένας γεωργός που είχε μια γυναίκα και δυο παιδιά. Έπραξε ομως μια από τις μεγαλύτερες δολοφονίες.
Ο Σπύρος Σταρίδας έχει επιστρέψει σπίτι του από το καφενείο του Παλαιομονάστηρου, ενός μικρού χωριού στα Τρίκαλα. Ζητά από την γυναίκα του να του φέρει το καλό παντελόνι του και το «πουκάμισο με τα αστέρια» και της λέει να πάρει τα δυο παιδιά τους και να φύγουν.
Ο άντρας της έχει νοσηλευτεί στο παρελθόν με ψυχολογικά προβλήματα. Έτσι η σύζυγος του υποπτεύεται πως έχει ακόμα μια από τις κρίσεις του. Δεν μπορεί ομως να φανταστεί ακόμα πως δεν είναι αυτή η κρίση σαν τις προηγούμενες.
Ο 48χρονος Σταρίδας παίρνει τα υπόλοιπα ρούχα του και τους βάζει φωτιά. Παρά τα προβλήματα της ψυχικής υγείας του, το ελληνικό κράτος και οι τοπικές αρχές του είχαν εκδώσει άδεια κυνηγετικού όπλου.
Το πρώτο θύμα της φαινομενικά αδικαιολόγητης μανίας του ήταν ο ίδιος ο 67χρονος πατέρας του, λίγα λεπτά αργότερα πυροβολούσε και την μητέρα του, ηλικίας 65 ετών. Η μακάβρια λίστα των θυμάτων γέμιζε με ονόματα συγγενών. Στο διπλανό σπίτι ζούσαν ο παππούς και η γιαγιά του, γέροντες 86 και 78 ετών, αντίστοιχα. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα τους εκτέλεσε εν ψυχρώ και στη συνέχεια βγήκε στο χωριό, πυροβολώντας άκριτα όποιον τύχαινε να κυκλοφορεί εκείνη την ώρα.
Θολωμένος κατευθύνθηκε προς το σπίτι του κουμπάρου του. Στην αυλή συνάντησε την γυναίκα του. «Τι δουλειά έχεις εσύ στο σπίτι του κουμπάρου; Εδώ στεφανώθηκες;» της ειπε πυροβολώντας την πριν προλάβει να βγάλει λέξη.
Επειτα το τέλος ήρθε για ένα ζευγάρι θείων του που έτυχε να βρίσκονται έξω εκείνη την ώρα, αλλά κι ένας γείτονας που έκανε το λάθος να προσπαθήσει να τον ηρεμήσει και να του πάρει το όπλο. Ο Σταρίδας δεν αναγνώριζε, ούτε έδειχνε οίκτο σε κανέναν…
Μέσα σε περίπου μία ώρα οκτώ συγχωριανοί του, σχεδόν όλοι στενοί συγγενείς του, είχαν χαθεί για πάντα. Ο 48χρονος αγρότης επέστρεψε σπίτι του. Τα δυο παιδιά του, μόλις 10 και 12 ετών ήταν ακόμη εκεί. Έντρομα και σχεδόν βέβαια και για το δικό τους τέλος. «Πατέρα, μην σκοτώσεις κι εμάς… Μην μας σκοτώσεις», ψέλλισε το μικρό αγόρι. Άγνωστο γιατί, ο δράστης είχε μια στιγμιαία αναλαμπή καθαρού μυαλού. Τα προσπέρασε δίχως να τα πειράξει. Όπως αποδείχθηκε ήταν οι μοναδικοί μάρτυρες που έζησαν για να πουν την ιστορία της πιο αιματοβαμμένης βραδιάς στα χρονικά της ελληνικής εγκληματολογίας. Επειτα ο δράστης εκπυρσοκρότησε μια τελευταία φορά το όπλο του. Αυτήν την φορά στρεφόμενο στον εαυτό του.