Ένας γάμος «φτιαγμένος» από πολύ αίμα είναι ο πρωταγωνιστής στον αστικό μύθο της Λάρισας, μια ιστορία που ανατριχιάζει.
Ζούσε κάποτε σ’ ένα απομονωμένο σπίτι στα προάστια της Λάρισας ένας νεαρός ζωγράφος που το ταλέντο του τον είχε κάνει διάσημο πολύ πέρα απ’ τα όρια της Θεσσαλίας. Έφτασε κάποτε ο καιρός να παντρευτεί την εκλεκτή της καρδιάς του, μια ντόπια κοπέλα με απόκοσμη ομορφιά, την οποία είχε πολλάκις αποτυπώσει στα έργα του.
Η οικογένεια της μνηστής του ήταν εύπορη ενώ κι ο ίδιος είχε καλοπιαστεί χάρη στην τέχνη του. Κανόνισαν λοιπόν πολυήμερο γλέντι και μίσθωσαν μια ξακουστή κομπανία από τον βορρά, η οποία έφτασε στο σπίτι μια βδομάδα πριν τη μέρα του γάμου. Το ζευγάρι τους υποδέχτηκε, τους δεξίωσε με τιμές αρχόντων και τους έβαλε να κοιμηθούν στη μεγάλη σοφίτα του σπιτιού.
Αλίμονο, ερχόμενοι στη Λάρισα οι μουσικοί είχαν περάσει από την Κατερίνη, όπου είχε μόλις ξεσπάσει φοβερή επιδημία. Η πανούκλα κρύφτηκε μέσα στα όργανα της κομπανίας, δίχως όμως ν’ αγγίξει τους καλλιτέχνες: είχε σκαρώσει σχέδιο αβάσταχτο, γεμάτο καημούς και μοχθηρία.
Η νύφη άρχισε να χλομιάζει τρεις μέρες πριν τον γάμο. Σαν ξημέρωσε η παραμονή ήταν βαριά άρρωστη, κάτωχρη, γεμάτη πληγές.
Και πριν προλάβει να δύσει ο ήλιος είχε αφήσει την τελευταία της ανάσα. Ο παπάς που ήταν να τους παντρέψει, τώρα διάβαζε ευχές πάνω απ’ το νεκρό σώμα ενώ η πανούκλα πέταγε μακριά με το πνεύμα της νύφης γραπωμένο στα νύχια της.
Τον γαμπρό δεν τον άγγιξε η αρρώστια, σαν να ήξερε πως έτσι θα ‘κανε μεγαλύτερο κακό. Πράγματι, σαν ο ζωγράφος είδε το άψυχο σώμα της νεαρής γυναίκας το μυαλό του σάλεψε, ράγισε σαν καθρέφτης.
Μια ιδέα καρφώθηκε στον νου του: πίστεψε πως αν ζωγράφιζε τον γάμο, αν τον αποτύπωνε στον καμβά, θα έφερνε πίσω τη μνηστή του. Και ήξερε πως το χρώμα που χρειαζόταν ο πίνακας ήταν το κόκκινο του αίματος, αυτό που έλειπε απ’ την άτυχη κοπέλα.
Ο παπάς ήταν το πρώτο θύμα. Ο ζωγράφος τον έδεσε, τον φίμωσε κι άρχισε να τον χαράζει. Με το αίμα που ανέβλυζε ξεκίνησε να φτιάχνει τον πίνακα. Όμως, ο καμβάς δεν χόρταινε, κατάπινε με βουλιμία την μακάβρια μπογιά.
Αφού στράγγιξε τον ιερέα, ο νεαρός τον καταχώνιασε σε μια ντουλάπα, με το στεγνό του κουφάρι να κρέμεται από μια κρεμάστρα. Κατόπιν στράφηκε στους μουσικούς, στους συγγενείς και τους φίλους που είχαν έρθει για τη γιορτή, μέχρι που ολόκληρο το σπιτικό βρομούσε θάνατο. Μα ο πίνακας δεν έλεγε να γίνει, απαιτούσε κι άλλο κόκκινο, κι άλλη μπογιά.
Κάποια βράδια ακόμη ακούγεται απόκοσμη μουσική στα περίχωρα της Λάρισας, απ’ τη σοφίτα ενός σπιτιού με τοίχους κατακόκκινους, ενός σπιτιού που η τοποθεσία του φαίνεται ν’ αλλάζει από νύχτα σε νύχτα. Οι ντόπιοι λένε πως ο ζωγράφος ακόμη προσπαθεί να παρασύρει κόσμο για να ταΐσει το αριστούργημά του, το ανολοκλήρωτο αυτό έργο, και να επαναφέρει στη ζωή τη μέλλουσα γυναίκα του.
* Παγανιστικές Δοξασίες στη θεσσαλική επαρχία