Έλληνες Μπόνι και Κλάιντ: Ο Δημήτρης Μυστακίδης αφηγήθηκε μία αληθινή ιστορία από το ελληνικό έγκλημα. Το έκανε για να ντύσει ακόμη ένα τρομακτικό πρωινό του Σαββάτου στο Oneman. Αυτό έγινε με αφορμή τα «Ρεμπέτικα της Κιθάρας» που θα παρουσιάσει ζωντανά την Τρίτη 21 Ιουλίου στην Τεχνόπολη.
Η ιστορία αυτή αφορά δύο αδέλφια. Τον Ανδρέα και την Κούλα Χριστοφιλέα. Ήταν μόλις 24 και 17 μόλις ετών όταν διέπραξαν τα εγκλήματα. Η υπόθεση τους, εξιχνιάστηκε μετά από πολύχρονη έρευνα. Έγινε γνωστή με το όνομα «υπόθεση της συμμορίας Ροκαμβόλ». Ο πατέρας τους Νίκος Χριστοφιλέας, ιδιοκτήτης του γνωστού τεκέ «Δροσιά», στις αρχές της λεωφόρου Μεσογείων ήταν σεσημασμένος κακοποιός που τον βάρυναν κατηγορίες για σωματεμπορία, εμπόριο και χρήση ναρκωτικών ακόμη και για παιδεραστία.
Ψάχνοντας τις εφημερίδες της εποχής διαπίστωσα ότι υπήρξαν πολλές υπόνοιες και για σεξουαλική κακοποίηση των ίδιων του των παιδιών. Πράξη, όμως, που δεν αποδείχτηκε ποτέ στο δικαστήριο. Η εγκληματική δράση των δύο αδελφών είχε ξεκινήσει από το 1926, όταν ο Ανδρέας Χριστοφιλέας επηρεασμένος από το όνομα του ήρωα αστυνομικών μυθιστορημάτων του Γάλλου συγγραφέα Πονσοντού Ντι Τερέλ άρχισε να στέλνει εκβιαστικές επιστολές σε οικονομικά ισχυρά μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας ζητώντας μεγάλα χρηματικά ποσά με την υπογραφή Ροκαμβόλ.
Λίγο καιρό μετά στρατολογεί την αδελφή του Κούλα μαζί με τον Αθανάσιο Ντούνα και την ερωμένη του, Άννα Μασουρίδου. Το σχέδιο αυτή τη φορά ήταν να στέλνουν τις δύο γυναίκες της συμμορίας σε σπίτια οικονομικά ευκατάστατων οικογενειών. Μετά από λίγο καιρό αφού θα είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη των οικογενειών θα έκλεβαν ότι χρήματα και τιμαλφή είχαν εντοπίσει και θα εξαφανίζονταν.
Αυτή η επιχείρηση διήρκεσε αρκετό καιρό με μεγάλα οικονομικά οφέλη για την συμμορία. Στη συνέχεια άρχισαν να οργανώνουν απαγωγές. Ζητούσαν μεγάλα ποσά σαν λύτρα, με σκοπό ο Ανδρέας Χριστοφιλέας να αγοράσει αυτοκίνητο. Το ήθελε για να να ‘εργαστεί’ σαν οδηγός ταξί, προκειμένου να επεκτείνει την εγκληματική του δραστηριότητα σε ληστείες ανύποπτων επιβατών. Ταυτόχρονα οργάνωνε επιθέσεις σε οδηγούς ταξί προκειμένου να εξασφαλίζει το πολύτιμο γι’ αυτόν αυτοκίνητο.
Το βράδυ της 11ης Ιουλίου 1929 ο Ανδρέας και η Κούλα Χριστοφιλεα μαζί με τον Φώτη Αναγνωστόπουλο που ήταν εραστής της Κούλας εκείνη την εποχή, επιβιβάσθηκαν στο ταξί του Σταμάτη Τσάγκα και του ζήτησαν να τους μεταφέρει σε παραλιακό κέντρο στην περιοχή της Βούλας. Εκεί, με την απειλή όπλου του ζήτησαν να βγει από το αυτοκίνητο και να τους δώσει όσα χρήματα είχε μαζί του. Ο άτυχος οδηγός προσπάθησε να αμυνθεί με ένα μικρό περίστροφο που είχε μαζί του, αλλά ο Ανδρέας τον πρόλαβε και πυροβόλησε πρώτος σκοτώνοντάς τον.
Αφού εγκατέλειψαν το πτώμα στην παραλία επιβιβάσθηκαν στο αυτοκίνητο του και διέφυγαν προς την Παλλήνη όπου το εγκατέλειψαν. Λίγο αργότερα και σαν να μην έτρεχε τίποτα επιβιβάσθηκαν σε διερχόμενο ταξί με οδηγό τον κ. Διπλάρη και μετέβησαν στην Αγία Παρασκευή. Μετά τη δολοφονία η φήμη τους μεγάλωσε. Με τη μαρτυρία του οδηγού Διπλάρη η Κούλα περιγραφόταν ως η ‘νέα γυναίκα με το κόκκινο καπέλο που σκοτώνει’ και πολλοί τους παρομοίαζαν με τους Μπόνι Πάρκερ και Κλάιντ Μπάροου που δρούσαν εκείνη την εποχή στις ΗΠΑ.
Η συμμορία εξαρθρώθηκε εντελώς τυχαία όταν η Κούλα σε ένα παραλήρημα στον ύπνο της εξομολογήθηκε τα πάντα για την εγκληματική τους δράση, στην ερωμένη του πατέρα Χριστοφιλέα, η οποία φοβούμενη για την ζωή της τους κατέδωσε στην αστυνομία. Η υπόθεση πήρε μεγάλη δημοσιότητα και την δίκη παρακολούθησαν εκατοντάδες κόσμου. Οι λαϊκοί συνθέτες δεν ήταν δυνατόν να αφήσουν ασχολίαστο το γεγονός και έτσι τo 1930 ο Κώστας Μισσαηλίδης έγραψε το τραγούδι ‘Η Κούλα’ που ερμήνευσε ο Γιώργος Βιδάλης.