Ντίνος Ηλιόπουλος: Μόνο λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν το τραγούδι, «Μείνε λίγο», που είχε γράψει ο γνωστός ηθοποιός. Όσον αφορά τη μουσική, εκείνη ανήκει στον Σπύρου Παππά. Ωστόσο, το σημαντικό δεν είναι αυτό. Το σημαντικότερο είναι πως οι θλιμμένοι στίχοι του τραγουδιού γράφτηκαν επίσης για την ηθοποιό, Άννα Φόνσου. Συγκεκριμένα, γράφτηκε το 1962, όταν η Άννα Φόνσου εγκατέλειψε τον Ντίνο Ηλιόπουλο. Ο λόγος δεν ήταν άλλος από το να παντρευτεί τον επιχειρηματία του Θεάτρου, Κώστα Παλτόγλου.
«Μείνε λίγο, σ’ το φωνάζω με τα μάτια, με το στόμα
και θα φύγω μοναχός μου, χωρίς δάκρυ, μείνε ακόμα,
αν σε χάσω, δεν υπάρχει ούτε αύριο, ούτε τώρα,
θα ξεχάσω, δώσ’ μου όμως, σ’ εξορκίζω λίγη ώρα»
Το τραγούδι δισκογραφήθηκε με την φωνή της Νίκης Καμπά, και οι στίχοι άλλαξαν λίγο, ώστε να φαίνεται πως μία γυναίκα εκλιπαρεί έναν άντρα να μείνει κοντά της. Πίσω όμως από τους αλλαγμένους στίχους, κρύβεται η άτυχη ερωτική ιστορία, του Ντίνου Ηλιόπουλου και της Άννας Φόνσου.
– Υπήρξε λοιπόν ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ερωτευμένος μαζί σας;
– Μα και εγώ ήμουν πολύ ερωτευμένη μαζί του. Ήταν το είδωλό μου.
– Οι στίχοι του τραγουδιού, είναι όμορφοι, αλλά θλιμμένοι….
– Ναι. Τους έγραψε τότε που είχα φύγει. Πήγα και παντρεύτηκα ξαφνικά και χωρίς να του πω τίποτα. Ο Ντίνος κόντεψε να τρελαθεί. Ενώ μου έλεγε, πρέπει να φτιάξεις την ζωή σου, εγώ είμαι μεγάλος για σένα, μετά που τον άφησα, έπεσε σε απελπισία.
– Είχατε μεγάλη διαφορά ηλικίας;
– Τριάντα χρόνια σχεδόν. Αλλά τον αγαπούσα, δεν ήταν η διαφορά της ηλικίας που έφυγα. Αργότερα του ζήτησα χίλιες φορές συγνώμη, που έφυγα έτσι ξαφνικά, αλλά δεν μπορούσα να του το πω. Το μόνο που του είπα, ήταν θέλω να μείνω ένα διάστημα μόνη, να σκεφτώ… Ξέρεις, τώρα. Αυτές τις ανοησίες που λένε οι γυναίκες όταν θέλουν να φύγουν. Στην πραγματικότητα έβγαζα χαρτιά να παντρευτώ. Και ο Ντίνος, ανοίγει μια μέρα την εφημερίδα, και διαβάζει πως η Άννα Φόνσου, παντρεύεται τον πλουσιότερο Έλληνα, τον Κώστα Παλτόγλου. Ο Παλτόγλου, ήταν ο επιχειρηματίας στο θέατρο που έπαιζα εγώ με τον Ντίνο.
– Και το θεώρησε προδοσία;
– Ε βέβαια… Δεν μου μιλούσε για αρκετό καιρό. Όταν κάποτε μιλήσαμε, είχε παράπονο, είπε «Έπρεπε να μου το πεις».
– Γιατί δεν του το είπατε;
– Δεν ξέρω… Ίσως γιατί νόμιζα πως θα γινόταν πολύ δυστυχισμένος. Λάθος μου, δεν φέρθηκα σωστά. Στο τέλος που αρρώστησε, πήγαινα κάθε μέρα στο νοσοκομείο και του ζήταγα συγγνώμη.
– Αποφασίσατε λοιπόν, να αφήσετε τον Ηλιόπουλο, για να παντρευτείτε τον πλούσιο επιχειρηματία. Κάποιος κακοπροαίρετος θα έλεγε πως το κάνατε για τα λεφτά…
– Μπορεί να το έκανα και γι αυτό. Ήμουν η φτωχότερη Ελληνίδα και παντρεύτηκα έναν πλούσιο. Ναι, μπορεί να το έκανα και γι αυτό.
– Αγαπούσατε όμως τον Ηλιόπουλο;
– Πάρα πολύ. Αλλά ήξερα πως δεν θέλει να με παντρευτεί. Και εγώ ήθελα να φύγω από την φτώχεια. Είχα την μάνα μου άρρωστη, και τον πατέρα μου με μία σούστα και ένα γάϊδαρο που πουλούσε λεμόνια… ήθελα να φύγω από την φτώχεια. Και ο πρώτος μου άντρας, μου έδωσε την δυνατότητα να φύγω από την φτώχεια.
– Συνεχίσατε να αγαπάτε τον Ηλιόπουλο και μετά τον γάμο σας;
– Εγώ παντρεύτηκα και έκλαιγα συνέχεια. Τον αγαπούσα. Ξέρεις πότε σταμάτησα πια να στεναχωριέμαι; Όταν είδα ότι παντρεύτηκε την Χίλντα, ήταν ευτυχισμένος και ήταν έγκυος η γυναίκα του.
– Τότε σας πέρασε η στεναχώρια;
– Ναι, μου άρεσε και πολύ η Χίλντα, και ήμουν πια ήσυχη…αν δεν μου άρεσε η Χίλντα που παντρεύτηκε, θα συνέχιζα να στεναχωριέμαι.