Νίτσα Μαρούδα: Η γνωστή ηθοποιός η οποια έπαιζε τον ρόλο της κλασικής χαζής ξανθιάς στον ελληνικό κινηματογράφο και κέρδισε την αγάπη του κόσμου.
Μασώντας συνήθως τσίχλα και παίζοντας με νάζι τα κατάξανθα μαλλιά της. Ηταν πάντα χαριτωμένη και ηξερε πως να κερδίσει τον χώρο της ως δευτερολίστρια στην χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου.
Άλλοτε ως υπηρέτρια στο «Μια τρελή τρελή οικογένεια» να κάνει τα γιουβαρλάκια να χοροπηδάνε στην κατσαρόλα. Άλλοτε ως τσαχπίνα ενζενί να χαριεντίζεται ηδυπαθώς με τον Αλεξανδράκη στο «Δεσποινίς διευθυντής». Η Μαρούδα δεν είχε κανένα πρόβλημα να περνά στην άλλη πλευρά του θηλυκού φάσματος και να μετατρέπεται σε θανάσιμο θηλυκό που γοητεύει τον αμίμητο «Πίπη» (Αλίκη Βουγιουκλάκη) ή να προκαλεί φαρμακερούς τσακωμούς για πάρτη της («Η αρχόντισσα και ο αλήτης»).
Νίτσα Μαρούδα: Πρώτα χρόνια
Η Ελένη (Νίτσα) Μαρούδα γεννιέται στην Πάτρα το 1935. Για τα παιδικά της χρόνια δεν είναι τίποτα γνωστό.
Αμέσως μετά την αποφοίτηση της από την Σχολή Μουσικού Θεάτρου αρχίζει να βρίσκει την θέση της στης μεγάλες αθηναϊκές σκηνές.
Υποκριτική καριέρα
Το ντεμπούτο της Μαρούδα στη μεγάλη οθόνη λαμβάνει χώρα το 1960, όταν η 25χρονη ξανθιά θα παίξει στο «Αγρίμι» του Κώστα Καραγιάννη. Η παρουσία της ξετρελαίνει τον Φίνο, ο οποίος τη συμπεριλαμβάνει στο καστ των «Μακρυκωσταίων και Κοντογιώργηδων» .
Το κοινό την ξεχώρισε στις μικρές αλλά ξεχωριστές εμφανίσεις της, όπως όταν κάνει τόσο μαεστρικά το σαχλοκούδουνο Σίτσα Συναξαρίδου δίπλα στον Μικέ («Ο Μικές Παντρέυεται» του 1968)…
Ακολούθησαν δεκάδες ρόλοι με χαρακτηριστικές εμφανίσεις της, μέχρι την «Αρχόντισσα και τον αλήτη» (1968) που θα τη βάλει στην ανθολογία με τις ατάκες του ελληνικού σινεμά με αυτό το «θέλετε ένα περγαμόντο;».
Νίτσα Μαρούδα: Η προσωπική της ζωή
Παντρεύτηκε τον Συμεών Κολοκοτά και το ζευγάρι απέκτησε μια κόρη, την Ιωάννα. Η οποία όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε τον βουλευτή της ΝΔ και πρώην υπουργό Βαγγέλη Μεϊμαράκη.
Η αλαφροΐσκιωτη ξανθούλα και άτακτο κορίτσι της μεγάλης οθόνης συνεργάστηκε με όλη την παλιά και μεγάλη φουρνιά των ηθοποιών μας.
«Έπαιξα πολύ και με τη Λάσκαρη και με τον Αλεξανδράκη και με τον Βουτσά και με τον Βέγγο. Ήταν άνθρωποι ατόφιοι. Απλοί, γεμάτοι αγάπη. Ένιωθες ασφάλεια μαζί τους. Τότε τις ταινίες τις βλέπαμε και σαν χόμπι. Πηγαίναμε εκεί και γελάγαμε. Ήμασταν όλοι μια παρέα», θυμάται με νοσταλγία, απεικονίζοντας έναν άνθρωπο που χόρτασε τη δουλειά του και την επιτυχία.
Γι’ αυτό και όταν τη ρώτησαν αν της λείπει η υποκριτική, απάντησε ορθά κοφτά «όχι»! «Πλέον οφείλω να το ομολογήσω και δημοσίως ότι δούλεψα πολύ στη ζωή μου, και στο θέατρο και στον κινηματογράφο», έχοντας χορτάσει χειροκρότημα και δόξες. Γι’ αυτό και από το 1980 αποφεύγει τη δημοσιότητα, αν και ο κόσμος δεν την έχει ξεχάσει: «Μου κάνουν προτάσεις ακόμα και σήμερα, συνεχώς, είτε να εμφανιστώ είτε να παραστώ σε εκδηλώσεις. Δεν πάω. Εγώ τέλειωσα την καριέρα μου και έδωσα ό,τι είχα να δώσω. Ήθελα να μείνω ψηλά στη συνείδηση του κόσμου, τότε που μεσουρανούσα».