Ο Νίκος Ξουλούρης αποτέλεσε έναν από τους πλέον σημαντικούς ανθρώπους της ελληνικής μουσικής και δισκογραφίας καθώς άφησε το στίγμα του έως σήμερα. Το σύμβολο της εθνικής αντίστασης γεννήθηκε το 1936 στα Ανώγια Ρεθύμνου.
Ο Νίκος Ξυλούρης αναγκάστηκε να αφήσει το καμένο χωριό του και να εγκατασταθεί στον Μυλοπόταμο με τους συγχωριανούς του.
Από τα 15 του χρόνια έπαιζε σε γάμους και πανηγύρια ενώ στα 17 του χρόνια εμφανιζόταν στο κέντρο “Κάστρο” του Ηρακλείου.
Στα 17 του γνωρίστηκε με την Ουρανία Μελαμπιανάκη σε ένα αποκριάτικο γλέντι στο χωριό Βενεράτο. Η κοπέλα ήταν γόνος πλούσιας οικογενείας ενώ εκείνος ήταν ένας φτωχός λυράρης γι’αυτό δεν την άφηναν να τον παντρευτεί Ωστόσο ο Ψαρονίκος, όπως ήταν το παρατσούκλι του, την έκλεψε και παντρεύτηκαν κρυφά στα Ανώγεια.
Ο πατέρας της Ουρανίας αναγκάστηκε να υπογράψει τα χαρτιά του γάμου και το ζευγάρι έζησε ελεύθερα τον έρωτα του ενώ απέκτησαν δύο παιδιά.
Το 1958 κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο με την εταιρία «Odeon» με τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά». Ακολούθησαν και άλλα τραγούδια ενώ το 1966 απέκτησε διεθνή φήμη όταν κέρδισε το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Άνοιξε το δικό του κέντρο “Ερωτόκριτος” και στη συνέχεια μετακόμισε στην Αθήνα όπου είχε κάνει ήδη αίσθηση από το τραγούδι του «Ανυφαντού»
Η γνωριμία ήταν μοιραία ενώ απόσταγμα της εν λόγω γνωριμίας είναι οι δίσκοι του “Χρονικό” και “Ριζίτικα” που σημείωσαν τεράστια επιτυχία και συνεργάστηκε με τον Σταύρο Ξαρχάκο.
Ο Νίκος Ξυλούρης τραγουδούσε στη μπουάτ “Λήδρα” και στο θεατρικό έργο του Καζάκου και της Καρέζη “Το μεγάλο μας τσίρκο” το οποίο διακόπηκε βίαια από τη Χούντα το 1973. Τη δεκαετία του ’70 ο Ξυλούρης ήταν ήδη καταξιωμένος στον χώρο της μουσικής.
Ο Νίκος Ξυλούρης δεν αγαπούσε την Αθήνα ούτε και τα χρήματα καθώς το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να ερμηνεύει ποιοτικά τραγούδια. Έλεγε μάλιστα χαρακτηριστικά: “Τα μισώ τα χρήματα. Μα το Θεό δεν βαστώ ποτέ μου. Όχι πως θέλω να το πω, αλλά σ’ ορκίζομαι σε ό,τι ιερό έχω. Όλο τον καιρό που δουλεύω εδώ, ο κόσμος με βλέπει ό,τι ώρα θέλει. Βλέπεις, δεν τραγουδάω πουθενά για τα 30 χιλιάρικα και μετά να εξαφανίζομαι. ’Εγώ είμαι μέσα στον κόσμο. Και στο μαγαζί και στο δρόμο”.