Η «λέαινα» της Πάτρας και η ιστορία της έχουν μείνει στην ιστορία με τις πιο φρικτές δολοφονίες της Ελλάδας και αφορούσε ένα 5χρονο κοριτσάκι.
Η ιστορία της «λέαινας» των Πατρών ήταν ένα έγκλημα που είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο, και όλοι απαιτούσαν την παραδειγματική της τιμωρία.
Η μικρή Καίτη είχε την γιορτή της εκείνη την ημέρα. Στο νηπιαγωγείο εμφανίστηκε ξαφνικά η «θείτσα», όπως είχαν μάθει την πεντάχρονη να αποκαλεί την Μιχαλίτσα Γιαννοπούλου. Εκείνο το πρωινό της 25ης Νοεμβρίου του 1966, η 24χρονη Λίτσα προφασίστηκε ότι πήγε στο σχολείο για να ευχηθεί στην μικρούλα και λέγοντάς της πως θα της αγοράσει γλυκά την παρέσυρε και την οδήγησε σε ένα κοντινό δασάκι.
Η Λίτσα ή αλλιώς λέαινα της Πάτρας, που λίγες ώρες νωρίτερα είχε χωρίσει από τον εραστή της και μπαμπά της πεντάχρονης, ήταν αποφασισμένη. Μόλις έφτασαν στο δασάκι, έσπρωξε την μικρή Καίτη σε μια λακκούβα. Στη συνέχεια την άρπαξε από το λαιμό και την έσφιξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Το κακό είχε γίνει. Απολύτως ψύχραιμη η Λίτσα, κάλυψε το πτώμα με χαμόκλαδα και πήγε στην Αστυνομία.
Η υπόθεση προκάλεσε τεράστιο σοκ και το επόμενο πρωί τα πρωτοσέλιδα έκαναν λόγο για «μια γυναίκα ελευθέρων ηθών», ενώ αποσπάσματα από την κατάθεσή της στην αστυνομία κυκλοφορούσαν σε όλες τις εφημερίδες.
Η ιστορία της «λέαινας» των Πατρών ήταν ένα έγκλημα που είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο, και όλοι απαιτούσαν την παραδειγματική της τιμωρία.
Πώς έδρασε η Λέαινα;
Η μικρή Καίτη είχε την γιορτή της εκείνη την ημέρα. Στο νηπιαγωγείο εμφανίστηκε ξαφνικά η «θείτσα», όπως είχαν μάθει την πεντάχρονη να αποκαλεί την Μιχαλίτσα Γιαννοπούλου. Εκείνο το πρωινό της 25ης Νοεμβρίου του 1966, η 24χρονη Λίτσα προφασίστηκε ότι πήγε στο σχολείο για να ευχηθεί στην μικρούλα και λέγοντάς της πως θα της αγοράσει γλυκά την παρέσυρε και την οδήγησε σε ένα κοντινό δασάκι.
Η Λίτσα, που λίγες ώρες νωρίτερα είχε χωρίσει από τον εραστή της και μπαμπά της πεντάχρονης, ήταν αποφασισμένη. Μόλις έφτασαν στο δασάκι, έσπρωξε την μικρή Καίτη σε μια λακκούβα. Στη συνέχεια την άρπαξε από το λαιμό και την έσφιξε όσο πιο δυνατά μπορούσε. Το κακό είχε γίνει. Απολύτως ψύχραιμη η Λίτσα, κάλυψε το πτώμα με χαμόκλαδα και πήγε στην Αστυνομία.
«Εστραγγάλισα την κόρη του εραστού μου. Πάρτε την από το δασάκι να την πάτε δώρο του πατέρα της, γιατί σήμερα γιόρταζε το κουκλάκι μου», είπε στους αστυνομικούς. Τους οδήγησε στο σημείο και ένας εκ των αστυνομικών σήκωσε το άψυχο κορμάκι του παιδιού. «Ω Παναγιά μου τι έκανα!» αναφώνησε τότε εκείνη, συνειδητοποιώντας τι είχε κάνει.
«Γυναίκα ελευθέρων ηθών»
Η υπόθεση προκάλεσε τεράστιο σοκ και το επόμενο πρωί τα πρωτοσέλιδα έκαναν λόγο για «μια γυναίκα ελευθέρων ηθών», ενώ αποσπάσματα από την κατάθεσή της στην αστυνομία κυκλοφορούσαν σε όλες τις εφημερίδες.
«Όλη τη νύχτα είχα στο μυαλό μου την εκδίκηση. Δάγκωνα τα μαξιλάρια μου, έσχιζα τα σεντόνια. Άκουσα το ρολόι του Άη Νικόλα να χτυπάει τρεις και ο ύπνος δε μου σφάλιζε τα μάτια. Τότε θυμήθηκα την Καίτη. Θα γιόρταζε. Και εκείνος θα της έπαιρνε γλυκά… Μου πέρασε στο νου ιδέα να την στραγγαλίσω. Έπιασα το μαξιλάρι και έκανα δοκιμή. “Να έτσι. Δυνατά μέχρι να σκάσει”. Για να τον κάνω να πλαντάξει ο άτιμος. Να πονέσει κι αυτός. Να μάθει να μη με διώχνει, να μη με χαστουκίσει μπροστά στην προκομμένη τη γυναίκα του, που καμωνόταν πως δεν ήξερε τις σχέσεις μας, αλλά γνώριζε πως τα γραμμάτια του εξωφύλλου εγώ με τα δικά μου χρήματα» είπε στους αστυνομικούς.
Η δραματική απολογία
Την σκληρή ζωή που έζησε περιέγραψε κατά την απολογία της η Λίτσα Γιαννοπούλου, ξεκινώντας από την παιδική της ηλικία, όταν αναγκάσθηκε να εργαστεί στα 8 της χρόνια ως υπηρέτρια. «Ήμουν πολύ κοντή δεν έφτανα στον νεροχύτη, έσπαγα τα πιάτα και με έδερναν. Έφυγα και γύρισα στο χωριό. Με έστειλαν σε μια γριά και δεν μου άρεσε καθόλου. Από μικρή, μια μέρα καλή δεν είδα. Σε εκείνο το σπίτι γνώρισα έναν άνδρα. Μας έπιασε ο πατέρας μου στο κρεβάτι. Του είπε πως θα με παντρευτεί αλλά όλο το ανέβαλε και όταν ενηλικιώθηκα με πέταξε δίνοντας μου και παράσημο (σ.σ. αφροδίσιο νόσημα)», είπε στους δικαστές.
Η λέαινα παρουσίασε τον εαυτό της θύμα του Βασίλη Πατρινού, ο οποίος της απέκρυψε ότι ήταν παντρεμένος και όταν εκείνη το ανακάλυψε, της υποσχέθηκε πως θα χωρίσει, αλλά έπρεπε να βρει χρήματα. Για το σκοπό αυτό, όπως η ίδια περιέγραψε, την εξευτέλιζε συνεχώς και την προωθούσε σε άλλους άνδρες για να παίρνει χρήματα: «Με πήγαινε και με φίλους του για να μαζέψει τα λεφτά. Στο σπίτι του γνώρισα τη διαφθορά. Μου ζητούσε πράγματα φοβερά. Έσβηνε επάνω μου το τσιγάρο του. Με πήγαινε στους πελάτες και με παραφύλαγε μήπως κρύψω τα λεφτά».
Η εγκυμοσύνη
Η κατάσταση έφτασε πια στο απροχώρητο όταν του ανακοίνωσε την εγκυμοσύνη της. Εκείνος της είπε να «ξεφορτωθεί» το παιδί, απειλώντας την ότι σε διαφορετική περίπτωση θα την δηλώσει σε οίκο ανοχής. Κάποιοι από τους ενόρκους άρχισαν να κλαίνε, αλλά η λέαινα συνέχισε να περιγράφει γλαφυρά όσα συνέβησαν πριν το πρωινό της 25 Νοεμβρίου.
«Την παραμονή πήγα στο μαγαζί του. Με χτύπησαν. Αυτός, η γυναίκα του και ο αδελφός του με κλώτσησαν στην κοιλιά. Έπαθα αιμορραγία. Το πρωί της επόμενες ημέρας, τον περίμενα και τον σταμάτησα να του πω να με πάει στο γιατρό. Εκείνος που απάντησε: “Φύγε από εδώ καλιακούδα. Χαράς το μούλο σου, τα παιδιά μου είναι καλά””. Αυτή η τελευταία φράση του της έδωσε την ιδέα, όπως είπε, για να πειράξει το δικό του παιδί. Στη δίκη ισχυρίστηκε ότι ήθελε μόνο να το κρύψει και δεν θυμόταν τι έγινε στη συνέχεια, ενώ αναίρεσε και τις καταθέσεις της στην αστυνομία, λέγοντας πως τα είχε χαμένα και έλεγε σε όλα «ναι».
«Να καταδικαστεί σε θάνατο»
«Η Μιχαλίτσα Γιαννοπούλου είναι εγκληματική φύσις, τούτο αποδεικνύει το πρόσφατο παρελθόν της ότα υπέστη δυο εκτρώσεις, συνουσιάζετο ενώ εγνώριζε ότι έπασχε από αφορδίσιον νόσημα και είχε προκαλέσει σωματικά βλάβας εις άτομον με καυστικόν υγρόν» είπε ο εισαγγελέας, ζητώντας από το δικαστήριο να την καταδικάσει σε θάνατο. Όμως, ο εισαγγελικός λειτουργός αφιέρωσε και τμήμα της αγόρευσής του, στον Βασίλη Πατρινό, αποδίδοντάς του την ηθική ευθύνη για όσα συνέβησαν.
Έπειτα από μια τρίωρη διάσκεψη, οι ένορκοι αποφάσισαν να μην αναγνωρίσουν στη γυναίκα κανένα ελαφρυντικό, αλλά «ευχήθηκαν», καθώς δεν ήταν στην διακριτική τους ευχέρεια, να μην της επιβληθεί η ποινή του θανάτου εξαιτίας του νεαρού της ηλικίας της αλλά και όσων είχε περάσει στα χέρια του πατέρα της μικρής Καίτης. Έπειτα από 15 λεπτά οι δικαστές επέβαλλαν στη λέαινα την ποινή της ισόβιας κάθειρξης. «Χαίρομαι γιατί εγώ θα είμαι στη φυλακή ενώ η οικογένεια Πατρινού θα βασανίζεται» είπε εκείνη λίγο πριν πάρει το δρόμο για την φυλακή