Ο μακελάρης των Τρικάλων, ο 48χρονος Σπύρος Σταρίδας, σκόρπισε τον θάνατο πριν 41 χρόνια, όταν σκότωσε όποιον έβρισκε στο διάβα του και στο τέλος αυτοκτόνησε.
Ειδικότερα, στις 2 Ιουνίου το 1981, στο Παλαιομονάστηρο, όπως αναφέρει ο Πάνος Σόμπολος στο βιβλίο του «Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα», ο 48χρονος Σπύρος Σταρίδας, γεωργός, πήρε την καραμπίνα του και σκότωσε τη μάνα του, τον πατέρα του, τη γυναίκα του, τους γείτονες του, ενώ τη στιγμή που θα σκοτώσει και τα παιδιά του, αυτά τον παρακάλεσαν να μην το κάνει και αυτός τα άφησε.
Ο μακελάρης των Τρικάλων είχε ψυχολογικά προβλήματα και έπινε
Ο 48χρονος αντιμετώπιζε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, αλλά είχε πάψει να παίρνει το χάπι του και είχε ξεκινήσει να πίνει. Έτσι, ένα βράδυ, δίχως να έχει κάποιο ξέσπασμα ή να έχει δείξει κάποιο σημάδι, πήρε την καραμπίνα του και σκόρπισε τον θάνατο.
Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ του Πάνου Σόμπολου «ο Σταρίδας πρώτα πυροβόλησε και σκότωσε τον πατέρα του. Στη συνέχεια πυροβόλησε τον παππού και τη γιαγιά του και τέλος τη μάνα του. Στη συνέχεια, περπατώντας με την καραμπίνα στο χέρι, συνάντησε στον δρόμο τη θεία και τον θείο του. Πιο πέρα, συνάντησε ένα γείτονα, που είχε κι αυτός την ίδια τύχη με τους άλλους. Τελευταία σκότωσε τη γυναίκα του, οπότε και αυτοκτόνησε, κλείνοντας έτσι τον φοβερό κύκλο του αίματος».
Μάλιστα, πριν αυτοκτονήσει, πήγε στα παιδιά του, 10 και 12 ετών και όταν αυτά τον είδαν να μπαίνει με την καραμπίνα, το ένα αγοράκι τον ικέτευσε τρομοκρατημένο «μη μας σκοτώσεις κι εμάς». Ο μακελάρης των Τρικάλων τα κοίταξε σαστισμένος για λίγα δευτερόλεπτα, τα προσπέρασε και συνέχισε το φονικό του έργο.
Ο γείτονας του Ηλίας Κουσκουρής, όταν τον είδε να περνά με την καραμπίνα μπροστά από την αυλή του, προσπάθησε να τον πείσει να πετάξει την καραμπίνα, αλλά μάταια, αφού τον πυροβολεί και τον σκοτώνει.
Η γυναίκα του δολοφόνου έτρεξε στο σπίτι του κουμπάρου της, προκειμένου να τηλεφωνήσει στην αστυνομία, αλλά όταν την πέτυχε ο σύζυγός της, της είπε «τι δουλειά έχεις στο σπίτι του κουμπάρου; Εδώ στεφανωθήκαμε; Άντε στα παιδιά σου» και πριν αυτή προλάβει να απαντήσει, την πυροβόλησε θανάσιμα.
Μετά τον φόνο της γυναίκας του, στήριξε την καραμπίνα στο έδαφος, ακούμπησε την κάννη στην καρδιά του και πάτησε τη σκανδάλη, βάζοντας τέρμα στη ζωή του.
Η μητέρα του, Δήμητρα, δεν πέθανε αμέσως. Τραυματίστηκε βαρύτατα και διακομίστηκε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, όπου παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών, δεν έζησε πάνω από 24 ώρες.
Οι κηδείες των θυμάτων έγιναν στην εκκλησία του χωριού, ενώ στο νεκροταφείο ετάφησαν σε ομαδικό τάφο ο δράστης και τα έξι θύματα, εκτός από τον γείτονα Ηλία Κουσκουρή και τη μητέρα του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο μακελάρης είχε άδεια οπλοφορίας, ωστόσο, άπαντες διερωτήθηκαν πως ήταν δυνατό να δίνεται άδεια για όπλο σε άνθρωπο με ψυχολογικά προβλήματα και που στο παρελθόν είχε νοσηλευτεί, αλλά επίσημη απάντηση δεν δόθηκε ποτέ.
Ο δράστης, λίγες ώρες πριν τις δολοφονίες, είχε πάει στο καφενείο του χωριού και είχε παίξει χαρτιά με άλλους θαμώνες, μετά πήγε στο σπίτι, πήρε κάποια είδη ρουχισμού, έβαλε φωτιά και τα έκαψε.
Είχε πει μάλιστα στη γυναίκα του να του δώσει το καλό το παντελόνι και το πουκάμισο με τα αστέρια, γιατί όπως υπογράμμισε «απόψε θα σκοτωθώ» και την παρότρυνε να πάρει τα παιδιά και να φύγει.