Η «μαύρη χήρα της Αργολίδας» κατηγορείται ότι σκότωσε τον σύζυγό της, Θανάση Λάμπρου 42 ετών στην αυλή φίλου τους τον Δεκέμβριο του 2014.
Της: Έπη Τρίμη
Η υπόθεση είχε προκαλέσει σοκ στο πανελλήνιο. Αρχικά θεωρήθηκε αυτοκτονία τα εργαστηριακά όμως ευρήματα έδειχναν εγκληματική ενέργεια καθώς είναι δύσκολο να αυτοκτονήσει κανείς πυροβολώντας τον εαυτό του δύο φορές, τη μία φορά στο θώρακα και τη δεύτερη στο κεφάλι.
Οι έρευνες δεν άργησαν να στραφούν στο στενό οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον του ζευγαριού. Οι κακές σχέσεις των δυο συζύγων ήταν κοινό μυστικό στην Κοιλάδα Αργολίδας. Τους τελευταίους μήνες ο ένας κατηγορούσε τον άλλον για απιστία, ενώ δεν έλειπαν και τα περιστατικά βίας. Σύμφωνα με δηλώσεις που έκανε αργότερα η κατηγορουμένη, η μόνιμη διαμάχη με το θύμα ήταν ότι εκείνος πίστευε πως η 38χρονη διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις. Υποστήριξε, μάλιστα, ότι την είχε απειλήσει.
Η «μαύρη χήρα» κατηγορήθηκε ότι έπαιζε ένα καλοστημένο παιχνίδι από τότε. Συχνά έβγαινε σε τηλεοπτικές εκπομπές όπως της Αγγελικής Νικολούλη «Φως στο τούνελ», όπου ζητούσε να βρεθούν οι δολοφόνοι του συζύγου της. Σε άλλη τηλεοπτική της συνέντευξη είχε πει ότι θα έφτανε και στο φεγγάρι για να τους βρει.
Η «διαβολική» χήρα βλέποντας ότι οι συγγενείς του άντρα της ξεκίνησαν έρευνα, ενδιαφέρθηκε και η ίδια για να βρει τους δολοφόνους του. Εμφανίστηκε δύο φορές στο στούντιο του «Τούνελ» απευθύνοντας έκκληση για μάρτυρες.
Όταν οι ερωτήσεις της δημοσιογράφου έγιναν πιεστικές για το πώς βρέθηκαν στο σπίτι της το τσαντάκι και το κινητό του θύματος, μπερδεύτηκε. Ήταν από τις λίγες φορές που ο λόγος της δεν είχε ροή και δεν έβρισκε άμεσα την απάντηση, όπως συνήθιζε.
Η «μαύρη χήρα» της Κοιλάδας εμφανιζόταν στον αέρα και στα διαλείμματα της εκπομπής με δύο πρόσωπα.
Ενώ κατά τη διάρκεια της ζωντανής προβολής απηύθυνε εκκλήσεις να βρεθούν οι δολοφόνοι του συζύγου της, στα διαλείμματα είχε άλλες αγωνίες.
Ρωτούσε κάποιους από τους παριστάμενους για το πως έβλεπαν την παρουσία και τον λόγο της. Στα διαλείμματα έλεγε και ξανάλεγε στο δικηγόρο των γονιών του θύματος ότι «θέλει να βρεθεί άκρη» ρωτώντας τον παράλληλα «αν τα έλεγε καλά». Οι πληροφορίες έφταναν η μία μετά την άλλη στο τηλεφωνικό κέντρο και εκείνη ανήσυχη ρωτούσε την παρουσιάστρια για το περιεχόμενο τους. Μία μαρτυρία, που ήταν ιδιαίτερα σημαντική, ανέφερε πως στο παρελθόν η Δήμητρα είχε μαχαιρώσει στο χέρι το σύζυγο της.
Όταν ρωτήθηκε σχετικά από τη δημοσιογράφο εκείνη απάντησε πώς είχε κοπεί από ένα σπασμένο πλαστικό, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Θα ακούσετε πολλά, ότι τον έχω σκοτώσει, ότι τον έχω αποκεφαλίσει…».
Μιλώντας στο «Τούνελ» για το σπίτι του φίλου στο οποίο βρέθηκε δολοφονημένος ο σύζυγος της, στην αρχή είπε πως εκείνη είχε το κλειδί. Στη συνέχεια διόρθωσε τη φράση της λέγοντας πως μόνο ο άνδρας της το είχε και πήγαινε στο σπίτι του φίλου τους όταν αυτός έλειπε.
Όταν ο απόστρατος αστυνομικός διευθυντής της ΕΛ.ΑΣ. Θανάσης Κατερινόπουλος είπε πως θα ήταν καλό ένα εξειδικευμένο κλιμάκιο από την Αθήνα να βοηθήσει στην έρευνα για να συλληφθεί ο δολοφόνος, η χήρα του καπετάνιου συμφώνησε. Ο αστυνομικός συμπλήρωσε πως τα στοιχεία «φωνάζουν από μόνα τους» και τη συνεχάρη για την ψυχραιμία της. Η ίδια απάντησε πως είναι αισιόδοξη ότι θα πιάσουν τους ενόχους και θα βοηθήσει όσο μπορεί τις Αρχές προκειμένου να δοθεί ένα τέλος στην υπόθεση , για να ησυχάσουν οι γονείς του και η κόρη του που υποφέρουν.
Στο διάλειμμα η Δήμητρα Λάμπρου απευθύνθηκε σε συγγενή της που τη συνόδευε, λέγοντας: « Τι βλέπεις; Τα είπα καλά ; Τους τάπωσα λίγο, αλλά έπρεπε» -εννοώντας τους αστυνομικούς. Στο τέλος απευθυνόμενη στον ίδιο, τον ρώτησε: «Είσαι ικανοποιημένος από την απόδοση μου;» .
Η υπόθεση είχε βαλτώσει στην αρχή από τους λανθασμένους χειρισμούς. Ήρθε στην επιφάνεια μετά από επιστολή που έστειλε στον τότε αναπληρωτή υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη κ. Πανούση η αδερφή του θύματος. Η οικογένεια της δεν δεχόταν την αυτοκτονία και ζητούσε βαθύτερη έρευνα από νέα ομάδα αστυνομικών, κάτι που έγινε στην πορεία.
Το γεγονός αναστάτωσε τη χήρα του καπετάνιου. Έγινε πιο φιλική με την οικογένεια του νεκρού συζύγου της και προσπαθούσε να τους πείσει ότι και η ίδια έκανε το παν για να φωτιστεί το σκοτάδι.
Όταν οι αστυνομικοί πήγαν στο σπίτι της ξημερώματα για να της ζητήσουν να τους ακολουθήσει στο τμήμα για κατάθεση μαζί με την κόρη της, αντέδρασε έντονα.
Τους απείλησε ότι θα τους καταγγείλει στην ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. και θα στείλει επιστολή διαμαρτυρίας στον πρωθυπουργό κ. Τσίπρα για τον τρόπο που της φέρονται. «Αντί να ψάχνετε τους δολοφόνους του άνδρα μου και να τους συλλάβετε, γυρνάτε συνεχώς γύρω από μένα, λες και τον σκότωσα εγώ» τους έλεγε.
Υπενθυμίζεται ότι σε πρώτο βαθμό οι γονείς και η αδελφή της κατηγορούμενης δεν είχαν εξεταστεί. Η κατάθεση της αδελφής της στους αστυνομικούς, στις 23 Ιουλίου 2015 ήταν αυτή που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη σύλληψή της και στην καταδίκη της. Όπως είχε πει τότε: «Όταν πήγαμε στο σπίτι με τον αστυνομικό, εκείνος έμεινε απέξω κι εγώ και η αδελφή μου μπήκαμε μέσα. Τότε η αδελφή μου με τράβηξε και ψιθυριστά μου είπε “αν βρεις το κινητό, μην πεις τίποτε και δώστο σε μένα”».
Σε συνέχεια της κατάθεσής της, υποστήριξε ότι έψαξαν και δε βρήκαν το κινητό. Όμως είπε στην αδελφή της πως αν εκείνη το έβρισκε να έλεγε ότι το βρήκε στο σαλόνι πάνω στην πολυθρόνα. Το κινητό το βρήκε μέσα στην τσέπη μιας κόκκινης ζακέτας του Θανάση και ενημέρωσε την αδελφή της, έλεγε το 2015 στην κατάθεσή της. Ωστόσο, κατέθεσε ότι στον αστυνομικό υπέδειξε το σωστό σημείο και όχι αυτό που την είχε παροτρύνει να πει η αδελφή της.
Η αδελφή της κατηγορουμένης αρνήθηκε σήμερα τα όσα είχε ισχυριστεί στην κατάθεσή της τον Ιούλιο του 2015. Είπε ότι η κατάθεση του 2015 είναι ψευδής και ότι όλα αυτά γράφτηκαν από τους αστυνομικούς. Είπε ακόμη ότι με την αδελφή της είναι πολύ δεμένες και ότι η κατηγορούμενη αδελφή της είχε αρμονικές σχέσεις με τον θανόντα. Τη μέρα του συμβάντος είχε δει την αδελφή της το πρωί.[…] Έμαθε από τη μητέρα της για το κακό που έγινε μετά στις 14:30. «Πήρα αμέσως τον άντρα μου τηλέφωνο, πίστευε ότι ο Θανάσης είχε αυτοκτονήσει. Ο Θανάσης είχε προβλήματα. Μ’ αυτά που έχω ακούσει και μ’αυτά που έχουν ειπωθεί, τώρα πιστεύω ότι αυτοκτόνησε».
«…Mου ήρθαν στο μυαλό οι κουβέντες που μου είχε πει ότι, δηλαδή, εάν με έπιανε με γκόμενο, πρώτα θα σκότωνε εμένα και ύστερα τον άλλον. Όλα ήταν στη φαντασία του Θανάση. Με όποιον μίλαγα, νόμιζε ότι τον είχα γκόμενο», έχει πει χαρακτηριστικά στους αστυνομικούς.
Η πρώτη μαρτυρία που έστρεψε τις έρευνες της αστυνομίας σε κάποια γυναίκα ήταν ενός προσώπου από το συγγενικό τους περιβάλλον, το οποίο ήταν κοντά στο σπίτι όπου βρέθηκε το θύμα το μεσημέρι της μοιραίας ημέρας.
«Θα σε σφάξω, θα σε σκοτώσω» έλεγε η φωνή του άνδρα που άκουσε και αναγνώρισε ως τη φωνή του θύματος κι αμέσως μετά μια γυναικεία φωνή, που δεν αναγνώρισε, έκλαιγε σπαρακτικά με αναφιλητά, σαν να παρακαλούσε τον παθόντα.
Στη συνέχεια ακούστηκαν αγκομαχητά, σαν να παλεύουν άνθρωποι, και μετά από λίγα δευτερόλεπτα ένας πυροβολισμός, μια αντρική κραυγή «ωχ» και τέλος ένας δεύτερος πυροβολισμός, τον οποίο ακολούθησε απόλυτη ησυχία 30 και 40 δευτερόλεπτα αργότερα.
Ο μάρτυρας δεν είχε δηλώσει τίποτα απ’ όλα αυτά στην αστυνομία γιατί φοβόταν. Τα είχε όμως εκμυστηρευθεί στον ιδιοκτήτη του σπιτιού, όπου βρέθηκε ο 42χρονος. Δίπλα στο θύμα οι αστυνομικοί εκτός από το περίστροφο μάρκας, βρήκαν και ένα μαχαίρι με λάμα μήκους 23 εκατοστών.
Χρειάστηκε να περάσει σχεδόν ένας χρόνος για να «σπάσει». Ομολόγησε έπειτα από κατάθεση 16 ωρών το καλοκαίρι του 2015. «Την ομολογία της, όμως, δεν την υπέγραψε ποτέ. Μέχρι και λίγο πριν ομολογήσει, η 38χρονη έκανε επίσης λόγο για καλοστημένη εμπλοκή της λέγοντας ότι δεν είχε κανένα κίνητρο για να σκοτώσει τον άντρα της, ενώ είχε τόνισε ότι «προφανώς ήταν πολύ καλά μελετημένη η υπόθεση».
Και κατέληγε: «Ψάξτε αλλού να βρείτε τον δολοφόνο. Τα έχουν ετοιμάσει όλα καλά. Ήταν μια πολύ καλά σκηνοθετημένη μέρα. Ήξεραν πολλά για μένα». Παράλληλα, είχε τονίσει ότι δεν θα ήταν εφικτό να γίνει αυτό το έγκλημα λόγω ύψους, βάρους και δύναμης, αφού θα ήταν αδύνατο για εκείνη να είχε παλέψει μαζί του και να του πάρει το όπλο, χωρίς να έχει η ίδια καμία μελανιά, χτύπημα ούτε αίμα στα ρούχα της.
Στην πρόταση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών η κατηγορούμενη περιγράφηκε ως «άτομο ψυχρό, εγωπαθές και φιλάργυρο (που) επέδειξε ιδιαίτερη σκληρότητα επιφέροντας το θάνατο του μόλις 42 ετών συζύγου της και πατέρα της μόλις δέκα ετών κόρη τους». Η δίκη της πολύκροτης υπόθεσης που συγκλόνισε την Αργολίδα ολοκληρώθηκε στο Μεικτό Ορκωτό Τρίπολης την Τρίτη 20 Δεκεμβρίου.
Ο εισαγγελέας ζήτησε να κηρυχθεί ένοχη η κατηγορούμενη για τις κατηγορίες που της έχουν αποδώσει, ενώ υπογράμμισε ότι υπάρχει πιθανή εμπλοκή τρίτου προσώπου. Δεν ξεκαθαρίστηκαν οι ακριβείς συνθήκες εμπλοκής του ή ποιος είναι αυτό το τρίτο πρόσωπο. «Θεωρούμε ότι πρέπει να γίνει τροποποίηση όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά. Ο σύζυγός της όπλισε το όπλο, έγινε μια συμπλοκή, ήρθε ο πρώτος πυροβολισμός που δεν ήταν ο θανατηφόρος και μετά η χαριστική βολή», είπε, τέλος, ο εισαγγελέας.
Η δίκη της χήρας ξεκίνησε το Νοέμβριο του 2016 και διήρκησε ένα μήνα και 12 συνεδριάσεις. Διεξήχθη σε κλίμα μεγάλης έντασης από την πρώτη στιγμή με αντεγκλήσεις ανάμεσα στις δύο οικογένειες και αλλά και μέσα στη δικαστική αίθουσα καθώς οι δικηγόροι της κατηγορούμενης ήρθαν σε ρήξη με το δικαστήριο με αποτέλεσμα να αποχωρήσουν από τη δίκη η κατηγορούμενη να μην παρίσταται και να μην απολογηθεί καν.
Το Μικτό ορκωτό Δικαστήριο της Τρίπολης έκρινε ένοχη την χήρα για την δολοφονία του άντρα της και της επέβαλε ποινή ισόβιας κάθειρξης με αποτέλεσμα να οδηγηθεί πάλι στη φυλακή όπου κρατείται μέχρι σήμερα.
Το δικαστήριο αποφάσισε επίσης όπως είχε δικαίωμα να διαβιβάσει τα πρακτικά της δίκης στην εισαγγελία πρωτοδικών Ναυπλίου για να διερευνηθεί τυχόν συμμετοχή του αδελφικού φίλου του καπετάνιου στην δολοφονία. Αυτό έγινε καθώς έπεσε σε αντιφάσεις κατά την κατάθεση του για τι ακριβώς έκανε εκείνη την κρίσιμη ημέρα.
Η απόφαση η οποία καθαρογράφηκε μετά από πολλούς μήνες διαβιβάστηκε στην εισαγγελία Ναυπλίου .
Μετά από καιρό η εισαγγελία πρωτοδικών Ναυπλίου διέταξε έρευνα για να διαπιστώσει την εμπλοκή η όχι του αδελφικού φίλου του καπετάνιου στην υπόθεση, η οποία μέχρι και σήμερα είναι σε εξέταση. Λίγες μέρες πριν ο φίλος του θύματος κατέθεσε με την ιδιότητα του υπόπτου (όχι κατηγορούμενου) στις αρχές.
Η 42χρονη χήρα εκτίει ποινή ισόβιας κάθειρξης από το 2016. Την ποινή επέβαλε το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Τρίπολης και η κατηγορία ήταν η ανθρωποκτονία από πρόθεση.
Όλοι περίμεναν η χήρα να πει τη δική της εκδοχή για όσα της καταλογίζονται, αφού επιδιώκει μια ευνοϊκότερη ποινή, αλλά κυρίως να σπάσει τα ισόβια, για τη δολοφονία του καπετάνιου που έγινε τον Δεκέμβριο του 2014 στην Κοιλάδα Ερμιονίδας.
Η 42χρονη φαίνεται πως εξακολουθεί να διακηρύσσει την αθωότητά της, επιμένοντας ότι «ουδέποτε ομολόγησα τον φόνο», ακυρώνοντας έτσι για ακόμα μία φορά την αρχική ομολογία της, τον Ιούλιο του 2015. Εξάλλου, υποστηρίζει ότι ο άντρας της έβαλε ο ίδιος τέλος στη ζωή του. Αυτό επιδίωξε να αποδείξει μετά και την κατάθεση του ιατροδικαστή, ο οποίος δεν είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας, αλλά ούτε και της δολοφονίας του άτυχου 42χρονου.
Μάλιστα, σε παλιότερη συνεδρίαση οι δικηγόροι της κατηγορουμένης είχαν κάνει αναπαράσταση με ψεύτικο όπλο, για να αποδείξουν ότι ο καπετάνιος έβαλε ο ίδιος τέλος στη ζωή του, εξαιτίας της μανιοκατάθλιψης, από την οποία, όπως ισχυρίζονται, βασανιζόταν.
Το άγριο φονικό έγινε στις 8 Δεκεμβρίου 2014, όταν ο άτυχος καπετάνιος βρέθηκε νεκρός με δύο σφαίρες σε κεφάλι και κοιλιά, στην αυλή του σπίτι του αδελφικού του φίλου, στην Κοιλάδα Ερμιονίδας Αργολίδας.
Πηγές: star | argonafplia |