Πολλά είναι τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την ελληνική κοινωνία καθώς πραγματοποιήθηκαν με πολύ φρικαλέο τρόπο.
Μικροκλοπές, αλκοτέστ και διαρρήξεις είναι συνήθως τα θέματα που κυριαρχούν στο αστυνομικό δελτίο κατά την περίοδο των Χριστουγέννων. Όμως, κάποιες χρονιές η εορταστική περίοδος στιγματίστηκε από άγρια εγκλήματα, που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη, η οποία αναζητούσε μαζί με τις Αρχές τον δολοφόνο.
Στις 6 Ιανουαρίου 1931 η Αθήνα βρίσκεται σε γιορτινή διάθεση. Ανήμερα των Φώτων δύο άνδρες που περπατούν κοντά στην κοίτη του Κηφισού εντοπίζουν δύο δέματα. Σε δευτερόλεπτα παίρνουν την απόφαση να κατέβουν να ελέγξουν, χωρίς να υποπτεύονται το περιεχόμενο. Σκίζοντας αρκετά πανιά, κάτι περίεργο μοιάζει να υπάρχει μέσα. Σκίζουν ακόμα περισσότερο το ένα δέμα. Ξεπροβάλλει ένας ανθρώπινος κορμός. Ένα παιδάκι που θα περάσει εκείνη τη στιγμή από το σημείο θα φύγει τρέχοντας σοκαρισμένο. «Πνεύμα πανικού επικράτησεν εις την συνοικίαν του Βοτανικού» θα γράψουν οι εφημερίδες το επόμενο πρωί.
Το πτώμα φέρει τραύματα από μαχαίρι και αυτό οδηγεί την Αστυνομία να πιστέψει πως οι εγκληματίες είναι χαμηλού κοινωνικού επιπέδου. Από την άλλη, όμως, ο αριστοτεχνικός τρόπος με τον οποίον έχουν κοπεί τα πόδια και τα χέρια του θύματος γεννάει την υποψία ότι μπορεί να πρόκειται για κάποιον ψυχικά ασθενή χειρουργό ή για κρεοπώλη. Την επόμενη ημέρα όλες οι πρωινές εφημερίδες έχουν την φωτογραφία του πτώματος. Δεκάδες άνθρωποι, που αναζητούν αγαπημένους τους, συρρέουν στο αστυνομικό τμήμα.
Ο ανθυπομοίραρχος της Ειδικής Ασφάλειας θα καθίσει στο γραφείο του. Το μάτι του πέφτει στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Το βλέμμα του παγώνει. Θα ζητήσει να δει το πτώμα. «Αυτός είναι, κατά 99%. Καλά είπα εγώ. Δεν με γέλασε η φωτογραφία της Ακροπόλεως» θα πει.
Το μυστήριο της ταυτότητας είχε λυθεί. Το τεμαχισμένο πτώμα ανήκε στον Δημήτρη Αθανασόπουλο, πλούσιο εργολάβο, μπον βιβέρ της εποχής.
Ήταν παντρεμένος με την 25χρονη καλλονή Φούλα Κάστρου. Όμως, ο Αθανασόπουλος ήταν ένας αθεράπευτος γυναικάς, που κακοποιούσε σεξουαλικά τη νεαρή γυναίκα του, ενώ τα κουτσομπολιά τον ήθελαν να έχει και ερωτική σχέση με την πεθερά του.
«Καμίαν εντύπωση δεν μου έκανε η απουσία του από το σπίτι» θα πει η Φούλα Κάστρου στους αστυνομικούς, εξηγώντας ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο. Το αφήγημα του μη υποδειγματικού συζύγου ήταν πιστευτό, αλλά η έρευνα στο σπίτι της οδού Θησέως έδειξε ότι ήταν ο τόπος του εγκλήματος. Ίχνη από ισχυρά καθαριστικά στο υπνοδωμάτιο, κηλίδες αίματος στην πίσω αυλή, αλλά και κομμάτια από τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για το «αμπαλάζ» του πτώματος, έδειχναν ότι ο Αθανασόπουλος «έφυγε» από τη ζωή μέσα στο σπίτι του.
Τα ξημερώματα της 4ης Γενάρη ο γυναικάς εργολάβος έφτασε στο σπίτι του στη Θησέως μετά το γλέντι με τον συνέταιρό του στο νυχτερινό κέντρο «Κόκκινος Κρίνος». Εκείνη τη νύχτα ήταν θυμωμένος και κακοποίησε βάναυσα τη Φούλα, η οποία κατόρθωσε να του ξεφύγει και να ζητήσει βοήθεια από τη μητέρα της. Η Άρτεμις Κάστρου είχε ήδη βρει την λύση στο πρόσωπο του ερωτευμένου με την κόρη της και διανοητικά ασταθή εξαδέλφου της, Δημήτρη Μόσκιου. «Αν τον βγάλεις από την μέση, θα μείνει μόνη και θα μπορείς να την κατακτήσεις» ήταν το επιχείρημα της, που στο ταραγμένο μυαλό του Μόσκιου έμοιαζε η λύση στο πρόβλημά του. Η πειθώ της Κάστρου μαζί με αρκετό ούζο, τον οδηγεί στο δωμάτιο του Αθανασόπουλου, που εκείνη την ώρα κοιμάται.
Τον πυροβολεί, αλλά ο Αθανασόπουλος κατάφερε να σηκωθεί τραυματισμένος και αρπάζοντας μια καρέκλα του επιτέθηκε, σπάζοντας ταυτόχρονα τον καθρέπτη της κρεβατοκάμαρας. Τότε, ο 17χρονος Μόσκιος του έδωσε την χαριστική βολή, ενώ η ξαδέλφη του και η υπηρέτρια πέρασαν στο λαιμό του ένα κασκόλ και τον αποτελείωσαν, έτσι όπως ήταν πεσμένος στο πάτωμα του δωματίου.
Με την βοήθεια της οικιακής βοηθού Γιαννούλας Μπέλλου θα βάλουν φωτιά στο πτώμα. Όμως, ο καπνός και η μυρωδιά της καμένης σάρκας βάζει τέλος στο σχέδιο καύσης του πτώματος. Το μεταφέρουν κάτω από κρεβάτι του Αθανασόπουλου, όπου παραμένει για πολλές ώρες, μέχρι να σκαρφιστούν το επόμενο βήμα. Το πτώμα τεμαχίστηκε, «πακεταρίστηκε» και με τη βοήθεια του εραστή της Άρτεμις Κάστρου, του ανιψιού του και ενός ακόμη ατόμου, μεταφέρθηκε στο ρέμα, όπου τελικά σκάλωσε και βρέθηκε αμέσως, παρά το φιλόδοξο σχέδιο τους να μεταφερθεί με το νερό κάπου μακριά.
Μάνα και κόρη καταδικάστηκαν σε θάνατο. Οι δύο γυναίκες θα οδηγηθούν στις φυλακές Συγγρού, όπου χάρη στην ομορφιά της Φούλας, κατάφεραν να αποφύγουν το θάνατο, αφού ο διευθυντής των φυλακών ερωτεύτηκε παράφορα την Φούλα και δέκα χρόνια αργότερα οι δυο γυναίκες αποφυλακίστηκαν με διάταγμα, για την αποσυμφόρηση των φυλακών, της κυβέρνησης Τσολάκογλου, ο οποίος ήταν συγγενής του διευθυντή της φυλακής.
Ανήμερα των Χριστουγέννων του 1965 σύσσωμη η οικόγενεια της Βασιλικής επρόκειτο να μαζευτεί στο σπίτι, όπως πρόσταζε η ημέρα. Η πόρτα χτύπησε δυνατά. Ο πατέρας της πήγε να ανοίξει, καθώς εκείνη είχε πεταχτεί να δει μια φίλη της. Ένα πακέτο κουραμπιέδες ήταν έξω από την πόρτα. Αυτό το πακέτο θα τον οδηγήσει λίγο αργότερα στο θάνατο μαζί με τις δύο εγγονές του.
Οι έρευνες των αστυνομικών επικεντρώθηκαν στο κουτί με τους κουραμπιέδες, επιχειρώντας να βρουν τον αποστολέα του δέματος, αλλά και τον λόγο που στοχοποίησε την οικογένεια της Βασιλικής, που δεν μπορούσε να πιστέψει ότι έχασε ξαφνικά τον πατέρα και τις ανιψιές της. Τελικά, το θανατηφόρο δέμα είχε σταλεί από την 40χρονη Ειρήνη. Η «φαρμακεύτρια», όπως θα την αποκαλέσει ο τύπος της εποχής αργότερα, διατηρούσε δεσμό με τον αρραβωνιαστικό της Βασιλικής.
«Φαίνεται όμως πως δε νοιαζόταν και πολύ για την κοπέλα. Τον είχαν σκλαβώσει τα θέλγητρα της σαραντάρας Ειρήνης και δεν είχε μάτια για άλλη γυναίκα» γράφεται στις εφημερίδες. Ο λόγος που ο 25χρονος Βασίλης δεν χώριζε την αρραβωνιαστικιά του, ήταν η προκαταβολή προίκας που είχε λάβει από τους γονείς της. Αν την χώριζε θα έπρεπε να επιστρέψει τις 40.000 δραχμές, αλλά είχε ήδη σπαταλήσει μέρος των χρημάτων. Η δίκη της «φαρμακεύτριας” ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1967 στο Κακουργιοδικείο της Πάτρας. Δεν ήταν μόνη στο εδώλιο, αφού είχε παραπεμφθεί και ο νεαρός Βασίλης για ηθική αυτουργία.
Πρώτος μάρτυρας στην υπόθεση ήταν η Βασιλική, που υπήρξε και ο στόχος των θανατηφόρων κουραμπιέδων. Διατηρώντας την ψυχραιμία της, ανέβηκε στο βήμα και υποστήριξε ότι ήταν βέβαιη πως τα δηλητηριασμένα γλυκά εστάλησαν μετά από υπόδειξη του Βασίλη, ο οποίος τον τελευταίο καιρό «είχε αρχίσει να κάνει νερά». Αυτό υποστήριξε και η 40χρονη Ειρήνη στο δικαστήριο, λέγοντας: «Διατηρούσαμε δεσμό. Με εκβίαζε και μου αποσπούσε συνεχώς χρήματα. Δεν έστειλα εγω τους κουραμπιέδες». Η ετυμηγορία του δικαστηρίου ήταν ποινή καθείρξεως 20 ετών για την Ειρήνη, με αναγνώριση του ελαφρυντικού της μέτριας συγχύσεως και αθώωση για τον Βασίλη.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1993, στην Ερμιόνη Αργολίδας αποκαλύπτεται ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Το πτώμα ενός 6χρονου αγοριού, που είχε βιαστεί και στραγγαλιστεί, θα σοκάρει την κοινωνία, που παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα τα δελτία ειδήσεων. Το ξημέρωμα του νέου έτους θα αποκαλύψει ότι πίσω από την στυγερή δολοφονία βρισκόταν ο πατέρας του παιδιού, Μανώλης Δουρής, καθώς ο ίδιος θα ομολογήσει το έγκλημα. Ωστόσο, μέχρι και σήμερα υπάρχουν νομικοί και αστυνομικοί που υποστηρίζουν ότι αγνοήθηκαν στοιχεία, αφήνοντας υπόνοιες ότι ο Δουρής ανέλαβε ένα έγκλημα που δεν έκανε.
Την προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς, ο Νικόλας είχε βγει από το σπίτι για να παίξει. Καθυστέρησε να γυρίσει στο σπίτι και οι δικοί του ανησύχησαν και άρχισαν να τον αναζητούν. Περίπου 24 ώρες αργότερα, το άψυχο κορμί του παιδιού θα ανακαλύψει ο πατέρας του, σε σημείο που αν και είχε ερευνηθεί, δεν είχε εντοπιστεί. Απαρηγόρητος μπροστά στις κάμερες, ο Μανώλης Δουρής καταρρέει και κερδίζει την κοινή γνώμη που συμπαραστέκεται στο δράμα του.
Όμως, όταν οι αστυνομικοί ξεκίνησαν να παίρνουν καταθέσεις, ο Μανώλης Δουρής άρχισε να πέφτει σε αντιφάσεις. Και τελικά ομολογεί ότι ήταν εκείνος που σκότωσε το παιδί του. «Με κυριεύει μια σπάνια ασθένεια, με μεταμορφώνει. Με έπιαναν κρίσεις και δεν έβλεπα μπροστά μου. Ο καθένας στη θέση μου το ίδιο μπορεί να έκανε. Είμαι μεγάλο κτήνος, αφού κατάφεραν τα χέρια μου, με απάνθρωπο τρόπο, να κάνουν αυτό που έκαναν. Για μένα δεν έπρεπε να υπάρχει ούτε σωτηρία ούτε λύπηση, μόνο βασανισμός μέχρι να πεθάνω», είπε στους αστυνομικούς.
Στο δικαστήριο θα πάρει πίσω την ομολογία και θα υποστηρίξει ότι δεν σκότωσε εκείνος το παιδί του. Σε πρώτο βαθμό καταδικάστηκε σε ισόβια. Η οικογένειά του τον στήριξε μέχρι το τέλος, προκαλώντας δεκάδες ερωτηματικά. Ο άγραφος νόμος της φυλακής θα εφαρμοστεί και στον Δουρή, που στις φυλακές της Κέρκυρας ξυλοκοπήθηκε άγρια και βιάστηκε. Στις 24 Φεβρουαρίου 1996 βρίσκεται κρεμασμένος με το καλώδιο της τηλεόρασης μέσα στο κελί του στις φυλακές της Τρίπολης. Ακόμη και σήμερα, η Γεωργία Δουρή αλλά και ο γιος του Δημήτρης εξακολουθούν να υποστηρίζουν ότι ήταν αθώος.
Η Ανδριάνα, παιδί πολύτεκνης οικογένειας , το τελευταίο από τα τέσσερα παιδιά μιας πολύτεκνης οικογένειας από το χωριό Περιβόλι της Κέρκυρας είχε μετακομίσει στην Καστοριά για να σπουδάσει στο τμήμα Δημοσίων Σχέσεων και Επικοινωνίας στο ΤΕΙ Καστοριάς.
Χαμογελαστή, κοινωνική και αισιόδοξη, η νεαρή φοιτήτρια ονειρευόταν να κάνει καριέρα ως παρουσιάστρια τηλεοπτικών εκπομπών.
Γνωρίζοντας πως οι γονείς της τα φέρνουν δύσκολα βόλτα, άρχισε να ψάχνει για δουλειά. Από την πρώτη μέρα που πήγε στην Καστοριά, όπου συγκατοικούσε με μια φίλη της, εργάστηκε ως σερβιτόρα σε καφέ και νυχτερινά μαγαζιά, αλλά και ως παρουσιάστρια σε τοπικό κανάλι. Είχε παρουσιάσει στους τηλεθεατές το τοπικό καρναβάλι της πόλης της Καστοριάς, τα φημισμένα Ραγκουτσάρια, αλλά και την παρέλαση στο Αργος Ορεστικό. Μάλιστα ήταν ιδιαίτερα υπερήφανη γι’ αυτό, αφού είχε ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της με μεγάλη επιτυχία.
Ένα χρόνο νωρίτερα σε ένα μπαράκι της Καστοριάς η 20χρονη τότε Ανδριάνα Γαρδικιώτη είχε βγει με την παρέα της από το ΤΕΙ όπου σπούδαζε για να διασκεδάσει. Εκεί γνώρισε έναν γοητευτικό dj, τον Στάθη Ευσταθίου, έναν όμορφο νέο και χωρίς να περάσει πολύ καιρός οι δύο τους έγιναν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι.
Η Αντριάνα δεν θα μπορούσε με τίποτε να φανταστεί πώς πίσω από αυτό το όμορφο προσωπείο κρύβεται ένας βιαστής, ένας παιδόφιλος , ο εν δυνάμει δολοφόνος της, που η ζήλια θα όπλιζε το χέρι του ένα χρόνο αργότερα και θα έκοβε το νήμα της ζωής της.
Στα είκοσι ένα της χρόνια η ζωή της και τα όνειρα που έκανε , έσβησαν απροσδόκητα από τα χέρια του άντρα που έμελλε να είναι ο τελευταίος σύντροφος της ζωής της.
Τα Χριστούγεννα του 2012 η χώρα συγκλονίστηκε από ένα πρωτοφανούς αγριότητας έγκλημα. Το πτώμα μιας γυναίκας είχε βρεθεί κάτω από το μπαλκόνι του πατρικού της σπιτιού στην Ξανθή. Επρόκειτο για την 34χρονη Ζωή Δαλακλίδου, που είχε επιστρέψει από την Θεσσαλονίκη για να δει την οικογένειά της για τις γιορτές.
Η κοπέλα επέστρεφε από διασκέδαση στο σπίτι της όταν της επιτέθηκε στην εξώπορτα ο δράστης. Ένας 27χρονος τότε άνδρας που διατηρούσε μανάβικο κοντά στο σπίτι της. Από την ιατροδικαστική έρευνα αποκαλύφθηκε ότι η 34χρονη βιάστηκε και κακοποιήθηκε με αιχμηρό αντικείμενο. Προηγουμένως, ο δράστης την ακινητοποίησε χτυπώντας το κεφάλι της στο δάπεδο και για να ολοκληρώσει το έργο του, πήρε βενζίνη από τα μηχανάκια που ήταν σταθμευμένα στην πιλοτή της πολυκατοικίας, την περιέλουσε και της έβαλε φωτιά ενώ ήταν ακόμη ζωντανή.
Εκείνη την στιγμή αντιλήφθηκε τη φωτιά ο πατέρας της, ο οποίος επιχείρησε να την σβήσει, μη γνωρίζοντας ότι καιγόταν το παιδί του. Ύστερα από έρευνες οι αστυνομικοί κατάφεραν να εντοπίσουν τον 27χρονο που, αν και αρχικά αρνήθηκε την πράξη του, στη συνέχεια αναγκάστηκε να ομολογήσει.
«Έτσι μου ήρθε και το έκανα. Την ήξερα και μου άρεσε. Την είδα τυχαία μπροστά μου και την ακολούθησα. Της επιτέθηκα όταν έβαζε τα κλειδιά στην πόρτα. Θα με αναγνώριζε και γι’ αυτό την έκαψα» είπε κυνικά στην απολογία του.
Έναν χρόνο μετά το έγκλημα, τον Νοέμβριο του 2013, του επιβλήθηκε από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καβάλας ποινή ισόβιας κάθειρξης και 25 ετών και μετήχθη στις Φυλακές Γρεβενών για να εκτίσει την ποινή του. Ο εισαγγελέας της έδρας, είχε πει απευθυνόμενος στον κατηγορούμενο: «Ούτε ο Ομέρ Βρυώνης δεν συμπεριφέρθηκε στον Αθανάσιο Διάκο όπως συμπεριφέρθηκες εσύ στη Ζωή». Την ίδια ποινή έλαβε και στο δεύτερο βαθμό, ενώ το 2016 φέρεται να είχε εμπλακεί και σε κύκλωμα που εξαπατούσε ιερείς μέσα από την φυλακή.