Η κακοκαιρία Daniel προκάλεσε τεράστιες καταστροφές στη Θεσσαλία, με τους κατοίκους να βρίσκονται σε απόγνωση, εκφράζοντας παράλληλα την εκτίμησή ότι οι ανθρώπινες απώλειες είναι πολύ μεγαλύτερες από τον επίσημο απολογισμό.
Όπως υπογράμμισε κάτοικος της Φαρκαδόνας στο OPEN «μακάρι να ήταν πολεμικές οι συνθήκες. Τα νούμερα δεν ισχύουν, είναι πάρα πολύ χειρότερα, πολύ περισσότερα. Ούτε οι ποταμοί είναι τόσοι, είναι περισσότεροι αν βάλουμε μέσα και ρέματα και ξεροπόταμους που “ζωντανέψανε” με αυτή την καταιγίδα, είναι πολλοί περισσότεροι».
Από την πλευρά του, ο Γιώργος Μίντζας, επεσήμανε πως «η ζημιά είναι ανυπολόγιστη. Τα 3/4 των σπιτιών έχουν καλυφθεί με νερό, ενώ οι ανθρώπινες απώλειες θα είναι πάρα πολλές. Στα χωριά που έχουν καταστραφεί ζούσε κόσμος ηλικιωμένος. Θα είναι τεράστιος ο αριθμός. Στο σημείο που βρίσκομαι εγώ αυτή τη στιγμή σε μία ακτίνα 400 μέτρων, όχι παραπάνω, είναι κάπου στα 1.000 πρόβατα ίσως και αγελάδες, νεκρά».
Στο μεταξύ, η γυναίκα που δήλωσε πως η μητέρα της πνίγηκε στην καταστροφική πλημμύρα που σάρωσε τον Παλαμά Καρδίτσας, αναφέρθηκε στο έγκλημα που συντελέστηκε και αποκαλύπτει πως στην περιοχή υπάρχουν πολλοί νεκροί σε κάθε γειτονιά.
Μιλώντας στην εκπομπή «Live News» και τον Νίκο Ευαγγελάτο, σημείωσε ότι κανείς δεν πήγε για να βοηθήσει τους κατοίκους του Παλαμά και περιέγραψε τις δύσκολες μέρες που βιώνει, αναφέρει ότι, αυτή τη στιγμή, δεν έχουν ούτε φαΐ να φάνε και εκλιπαρεί «θέλουμε βοήθεια».
Όπως σημείωσε η γυναίκα για την κακοκαιρία Daniel «h γιαγιά ήταν 98 χρονών, γεννήθηκε το 1926. Ήταν γιαγιά κοτσονάτη. Μας την πνίξανε. Δεν προλάβαμε να βγάλουμε ούτε τα παιδιά μας. Ήρθε το νερό τόσο και ακόμα μέσα είναι η γιαγιά, ούτε την είδαμε. Δεν έμενε μόνο η μαμά μου εδώ, κάθε γειτονιά έχει δύο και τρεις μέσα στο σπίτι τους. Εγώ χθες ήμουν πάνω στην ταράτσα του σπιτιού με τα εγγόνια μου μέσα. Βγήκαμε στην ταράτσα και μας πετούσαν από μια βάρκα νερό. Ήρθε η ΕΜΑΚ και μας πήγε στη Δημαρχία. Εκεί δεν υπήρχε κανένας να μας δώσει ένα νερό, ένα κάτι. Είχαν 10 μπουκάλια και ήταν 50 άτομα εκεί. Στην ταράτσα που ήμασταν βλέπαμε τους διπλανούς μας να φωνάζουν βοήθεια. Τη γιαγιά τη φάγανε. Είδε πολέμους, αλλά τέτοια πλημμύρα δεν ξαναείδε. Δεν έχουμε να φάμε, δεν έχουμε νερό, δεν έχουμε κουβέρτες. Το σπίτι μου είναι 700 μέτρα μακριά από της μαμάς μου με το τρακτέρ πήγαινε εξαιτίας των νερών».