Μάχη του Κεφαλόβρυσου – Αληθινή ιστορία: Ο Μάρκος Μπότσαρης αποτέλεσε μεγάλο οπλαρχηγό του 1821. Ο ίδιος κατάγονταν από το Σούλι. Μάλιστα, ο πρόωρος θάνατός του ήταν πλήγμα για τον αγώνα της Ελλάδας. Ο ίδιος έχασε τη ζωή του στη μάχη του Κεφαλόβρυσου. Δηλαδή, «έφυγε» στις 9 Αυγούστου του 1823. Αναλυτικότερα, όλα όσα οφείλετε να γνωρίζετε για τη ζωή και τη δράση του.
Μετά την καταστροφική για τους Έλληνες μάχη στο Πέτα (4 Ιουλίου 1822), ο Μάκρος Μπότσαρης ακολούθησε τον Μαυροκορδάτο στο Μεσολόγγι. Αν και το ηθικό του λαού και του στρατού ήταν πεσμένο, ο Σουλιώτης οπλαρχηγός κατάφερε να αναδιοργανώσει το στράτευμα και να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις τουρκικές επιθέσεις.
Δυστυχώς, μετά τη σωτηρία του Μεσολογγίου, άρχισαν ξανά οι διαμάχες μεταξύ των Ελλήνων οπλαρχηγών. Ο καθένας ήθελε να γίνει στρατηγός, ενώ η Κυβέρνηση μοίραζε αφειδώς τα αξιώματα και τους βαθμούς, “έτσι που να βρίσκει κανείς στην περιφέρεια περισσότερους αξιωματικούς παρά στρατιώτες”, γράφει χαρακτηριστικά ο αείμνηστος Σ. Καργάκος.
Και όλοι αυτοί οι καπετάνιοι για να συντηρήσουν τον βαθμό τους και τους άνδρες τους, εκμεταλλεύονταν στυγνά τους ντόπιους, οι οποίοι δεν μπορούσαν να συντηρήσουν με αξιοπρέπεια ούτε τους εαυτούς τους, πόσο μάλλον τους περιφερόμενους άτακτους πολεμιστές.
Η κυβέρνηση μπροστά στις δυσκολίες αυτές και αναγνωρίζοντας την πολεμική αξία του Μάρκου Μπότσαρη, ο οποίος είχε διακριθεί κυρίως σε μάχες εναντίον του Χουρσίτ Πασά (λεπτομέρειες θα αναφέρουμε στη συνέχεια), αλλά και θέλοντας να τον προσεταιριστεί, ως αντίβαρο του Κολοκοτρώνη και του Ανδρούτσου, του έστειλε δίπλωμα αρχιστρατηγίας με εξουσία σε όλη τη Δυτική Ελλάδα. Αυτό όμως, εξόργισε τους Στερεοελλαδίτες οπλαρχηγούς που βρίσκονταν σε διαμάχη με τους Σουλιώτες. Τότε, ο Μάρκος Μπότσαρης έδωσε ένα απίστευτο δείγμα απλότητας και μετριοφροσύνης. “… έδωσε μόνον εις τον (Κίτσο) Τζαβέλα και τους περί αυτόν τα διπλώματα, αυτός δε το εδικόν του το έσχισε ενώπιον όλων των οπλαρχηγών, ειπών, ότι όποιος είναι άξιος μεθαύριον λαμβάνει το δίπλωμα ενώπιον του εχθρού”, όπως γράφει ο Λάμπρος Κουτσονίκας.
Το “μεθαύριον” (ή “αύριον” κατά άλλες πηγές), ήταν κυριολεκτικό. Ο ικανός πασάς της Σκόδρας Μουσταής, είχε συγκεντρώσει αξιόμαχη δύναμη 10.000 εμπειροπόλεμων Αλβανών και είχε φτάσει μέσω της κοιλάδας του Αχελώου στο Καρπενήσι, στην καρδιά δηλαδή της ορεινής Ρούμελης. Πολλοί προέρχονταν από τη Σκόδρα που φημιζόταν για τους πολεμιστές της, ενώ άλλοι άνδρες του Μουσταή, ήταν Μιρδίτες. Επρόκειτο για πολεμικό φύλο της Βόρειας Αλβανίας. Στο θρήσκευμα ήταν καθολικοί, ενώ αποτελούσαν στο παρελθόν τον πυρήνα του στρατού του Γ. Καστριώτη (Σκεντέρμπεη). Είχαν κοινά σημεία στη συμπεριφορά με τους Μανιάτες και τιμούσαν την μπέσα και τη φιλοξενία.
Ο Μάρκος Μπότσαρης, αποφάσισε να χτυπήσει τον Μουσταή αιφνιδιαστικά στο Καρπενήσι, πριν προλάβει να κινηθεί σε άλλη περιοχή. Σύμφωνα με το σχέδιό του, η επίθεση θα γινόταν τη νύχτα της 9ης Αυγούστου 1823.
Το σχέδιό του, προέβλεπε επίσης τα εξής: ο ίδιος θα ξεκινούσε από τα πεδινά και ενώ θα χτυπούσε κατά μέτωπο τον Μουσταή, οι άλλοι οπλαρχηγοί, ερχόμενοι από τα βουνά, θα τον χτυπούσαν στα νώτα. Δυστυχώς, την ώρα που είχε συμφωνηθεί, μόνο ο Κίτσος Τζαβέλας με τους άνδρες του εμφανίστηκαν για να συνδράμουν τον Μάρκο Μπότσαρη. Οι άλλοι οπλαρχηγοί, ίσως και για λόγους αντιζηλίας, δεν πήγαν ποτέ.
Όμως ο Μπότσαρης δεν πτοήθηκε και δεν παραιτήθηκε από το σχέδιό του. Αποφάσισε να χτυπήσει την εμπροσθοφυλακή του Μουσταή, που υπό τον Τζελαλεδίν μπέη είχε στρατοπεδεύσει χαμηλότερα από το Καρπενήσι, στο Κεφαλόβρυσο και ανατολικότερα προς τον Άη Δημήτρη, όπου βρισκόταν η θέση Πλατάνια Ήδη, στις 8 Αυγούστου, ο Τούσιας Μπότσαρης, ο Κουτσονίκας και ο Μπαϊρακτάρης, συνέλεξαν πληροφορίες από το εχθρικό στρατόπεδο. Πέντε ώρες μετά τη δύση του Ήλιου στις 9 Αυγούστου, ο Μάρκος Μπότσαρης ξεκίνησε την επίθεση. Ας δούμε πώς περιγράφει τα γεγονότα ο Γκίσταβ Χέρτσβεργ: “Είτα (έπειτα) δε μετά των 350 Σουλιωτών αυτού, επέπεσε μετ’ ανήκουστου τόλμης επί το εχθρικόν στρατόπεδον. Επειδή οι Μιδρίται κατελήφθησαν εν τω ύπνω υπό της απροσδοκήτου επιθέσεως, παρήχθη εν αρχή ολεθρία τις σύγχυσις και οι Σουλιώται μεταξύ των καθολικών (στο θρήσκευμα) πολεμίων αυτών φοβεράν εποίησαν σφαγήν”.
Πολύ σημαντικό ρόλο, έπαιξε το γεγονός “ότι το ένδυμα, η οπλοφορία, το ανάστημα και η διάλεκτος των Αλβανών δεν διέφερε ποσώς των Σουλιωτών” (ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ). Οι Σουλιώτες, μετά από μια αρχική χρήση των πυροβόλων όπλων, όρμησαν με γυμνά γιαταγάνια εναντίον των εχθρών, οι οποίοι βρισκόμενοι σε σύγχυση,χτυπούσαν ο ένας τον άλλον. Πολλοί τράπηκαν σε φυγή. Μόνο λίγοι εμπειροπόλεμοι της σωματοφυλακής παρέμειναν στις θέσεις τους. Κατέφυγαν σε μια μάντρα που είχε ύψος όσο περίπου ένας άνθρωπος, πίσω από την οποία βρισκόταν η σκηνή του Τζελαλεδίν και αμύνονταν σθεναρά. Ο Μάρκος Μπότσαρης, αν και ελαφρά τραυματισμένος στο ισχίο, επιτέθηκε εναντίον όσων αμύνονταν στην μάντρα και έτρεψε κι αυτούς σε φυγή. Στην προσπάθεια του όμως να αναρριχηθεί στον μαντρότοιχο, για να δει πού βρισκόταν η σκηνή του Τζελαλεδίν, δέχθηκε ένα βόλι στο μέτωπο, πάνω από το δεξί μάτι και έχασε τη ζωή τους. Γράφει χαρακτηριστικά ο Νικόλαος Σπηλιάδης:
“Αλλά βολή θανατηφόρος εκ μέρους των εχθρών καλύπτει τον Μπότζαρην με την αθανασία”.
Οι άνδρες του που αντιλήφθηκαν τον θάνατό του, δεν ενημέρωσαν τους υπόλοιπους και συνέχισαν να πολεμούν. Όμως πληγώθηκε βαριά και ο σαλπιγητής τους και, καθώς κόντευε να ξημερώσει, υποχώρησαν με τάξη. Το άψυχο κορμί του Μάρκου Μπότσαρη, πήρε στους ώμους του ο ξάδελφός του Τούσιας, ενώ και οι άλλοι τραυματίες μεταφέρθηκαν από τους συμπολεμιστές τους στο Μικρό Χωριό (Μικροχώρι), έχοντας σαν λεία 690 ντουφέκια, 1.000 πιστόλες, δύο σημαίες, πολλά άλογα και μουλάρια και διάφορα άλλα είδη.
Σύμφωνα με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, σκοτώθηκαν 36 Έλληνες και τραυματίστηκαν 20. Οι Τουρκαλβανοί, έπαθαν πανωλεθρία καθώς σκοτώθηκαν 800 άνδρες τους. Δυστυχώς, η μεγάλη αυτή επιτυχία, σκιάστηκε από τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη.
Όπως αναφέραμε, η σορός του Μάρκου Μπότσαρη μεταφέρθηκε στο Μικροχώρι από τον ξάδελφο του Τούσια.
Εκεί, παραδόθηκε στον αδελφό του Κώστα. Σύμφωνα με παράδοση της οικογένειας Μπότσαρη: “Το πτώμα του Μάρκου Μπότσαρη μετεφέρθη υπό των συντρόφων του εις την Μονή της Παναγίας εις Προυσόν και εναπετέθη εις το “κελί της Παναγίας”. Εκεί ήλθεν ο Γ. Καραϊσκάκης, νοσηλευόμενος κατ’ εκείνην την εποχήν εις την Μονήν, και ασπασθείς τον νεκρόν ένδακρυς ηυχήθη: “Άμποτε να πάω κι εγώ από τέτοιο θάνατο αδελφέ Μάρκο”.
Στη συνέχεια η σορός του μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι και τοποθετήθηκε στο σπίτι του έπαρχου Μεταξά. Από εκεί, οδηγήθηκε στην τελευταία του κατοικία, όπου τον συνόδευσαν όλοι οι κάτοικοι του Μεσολογγίου μέσα σε κλίμα ανείπωτης θλίψης και οδυρμού.
Ο Μάρκος Μπότσαρης γεννήθηκε το 1790 στο Σούλι και ήταν γιος του Κίτσου Μπότσαρη και της Χριστίνας Παπαζώτου Γιώτη. Κατά τον Χ. Περραιβό, η οικογένεια Μπότσαρη καταγόταν από τη Δράγανη της Παραμυθιάς. Τα παιδικά του χρόνια, τα πέρασε στο Σούλι. Πιθανότατα, διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα, από τον ιερομόναχο Σαμουήλ, γνωστό από την ανατίναξή του στο Κούγκι. Ο Ματθαίος Παρανίκας γράφει ότι συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή Μονοδενδρίου στο Ζαγόρι, αυτό όμως δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο. Φαίνεται ότι το 1803, η οικογένεια Μπότσαρη εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα. Το 1807, όταν οι Γάλλοι κατέλαβαν τα Επτάνησα, ο Μάρκος Μπότσαρης εντάχθηκε στο Σύνταγμα Ηπειρωτών και Πελοποννησίων που ιδρύθηκε από τη γαλλική διοίκηση. Στην Κέρκυρα, θεωρείται πιθανό ότι βελτίωσε τις γραμματικές του γνώσεις.
Το 1820, διαπραγματεύτηκε τους όρους της συμφωνίας των Σουλιωτών με τον Αλή πασά και στις 12 Δεκεμβρίου 1820 το Σούλι ήταν ελεύθερο. Ο Μπότσαρης ορίστηκε τότε αρχιστράτηγος των σουλιωτικών δυνάμεων και έδωσε λαμπρά δείγματα των στρατιωτικών και οργανωτικών του ικανοτήτων, στις συγκρούσεις του με τον οθωμανικό στρατό.
Με την έναρξη της Επανάστασης του 1821, διέθεσε όλες του τις δυνάμεις για τον Αγώνα. Στις 3 Ιουλίου 1821, νίκησε στο Κομπότι της Άρτας ισχυρή τουρκική δύναμη που κατευθυνόταν από την Ήπειρο στην Πελοπόννησο, ενώ λίγο αργότερα μαζί με τον Λάμπρο Ζάρμπα και 350 άνδρες, συνέτριψε σώμα 1.500 Τουρκαλβανών κοντά στο χωριό Δερβίζιανα. Οι νίκες του αυτές τον καθιέρωσαν ως ηγετική προσωπικότητα πανελληνίου κύρους.
Πήρε μέρος στη μάχη του Πέτα, όπου παρέμεινε ως το τέλος πολεμώντας γενναία. Στη συνέχεια, όπως αναφέραμε, οργάνωσε με επιτυχία την άμυνα του Μεσολογγίου και αν δεν έχανε τη ζωή του στο Κεφαλόβρυσο, θα πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην Επανάσταση.
Ο θάνατός του συγκλόνισε όχι μόνο την ελληνική, αλλά και την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Ευρωπαϊκές εφημερίδες, έγραψαν εκτενή άρθρα για την ηρωική δράση και τον θάνατο του Σουλιώτη οπλαρχηγού. Η μορφή του ενέπνευσε ποιητές, θεατρικούς συγγραφείς και άλλους καλλιτέχνες. Παραθέτουμε το πρώτο πεντάστιχο από την ωδή που του αφιέρωσε ο Διονύσιος Σολωμός και άλλοτε διδασκόταν στα σχολεία.
Ο τίτλος της είναι “Εις τον Μάρκο Μπότσαρη”.
“Η Δόξα δεξιά συντροφεύει
τον άντρα που τρέχει με κόπους
της Φήμης τους δύσβατους τόπους,
και ο Φθόνος τού στέκει ζερβιά,
με μάτια με χείλη πικρά…”
Ποιήματα για τον Μάρκο Μπότσαρη, έγραψαν επίσης οι Κάλβος, Παλαμάς και Βαλαωρίτης. Ο Παύλος Καρρέρ συνέθεσε ένα μελόδραμα, ενώ οι Ι. Ζαμπέλιος, Α. Σούτσος και Θ. Αλκαίος έγραψαν θεατρικά έργα.
Ο Ιρλανδικής καταγωγής Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας Oliver Bell Bunce, έγραψε το 1859 το θεατρικό έργο “Marco Bozzaris, the Grecian Hero” (“Μάρκος Μπότσαρης, ο Έλληνας Ήρωας”), που μετέφρασε στα ελληνικά ο καθηγητής Βύρων Ραΐζης. Παραθέτουμε τρεις χαρακτηριστικούς στίχους από αυτό. Λέει ο Μάρκος Μπότσαρης στη γυναίκα του:
“… Ελλάδα, Ελλάδα! Πότε θα πάψουν κάποτε οι συμφορές σου; Η δύναμη σου, η αρχαία σου δύναμη πότε θα εγερθεί;
Στο μνήμα του Μάρκου Μπότσαρη στον “Κήπο των Ηρώων” στο Μεσολόγγι, υπάρχει μια σύνθεση του φιλέλληνα Γάλλου γλύπτη Νταβίντ ντ’ Ανζέ (1789-1856).
Αναπαριστά μια κοπέλα, η οποία συμβολίζει τη μικρή και αδύναμη Ελλάδα που γέρνει στο μνήμα, προσπαθώντας να συλλαβίσει το όνομα ενός ήρωά της. Το έργο αυτό στάλθηκε στην Αθήνα το 1834 και το 1837 τοποθετήθηκε στο μνήμα του Μάρκου Μπότσαρη. Λέγεται ότι ο ντ’ Ανζέ χρησιμοποίησε ως μοντέλο για τη σύνθεση αυτή, μια 17χρονη κοπέλα που πουλούσε λουλούδια στα νυχτερινά κέντρα του Παρισιού!
Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη, ήταν ένα τεράστιο πλήγμα για την Επανάσταση του 1821. Εκτός από τις αναμφισβήτητες πολεμικές του αρετές, θα μπορούσε σίγουρα να παίξει και ενωτικό ρόλο, καθώς ήταν ιδιαίτερα αγαπητός σε όλους.
Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι ο Μάρκος Μπότσαρης υπήρξε… και λεξικογράφος. Το 1809, όταν βρισκόταν στην Κέρκυρα, μετά από παρότρυνση του Γάλλου διπλωμάτη Φρανσουά Πουκεβίλ, έγραψε ένα Λεξικό που είχε τον τίτλο “Λεξικόν της Ρομαϊκοίς και Αρβανητηκοίς Απλοίς”.
Στη σύνταξη του Λεξικού, τον βοήθησαν ο πατέρας του Κίτσος, ο θείος του Νότης Μπότσαρης και ο πεθερός του Χρηστάκης Καλογήρου. Στο χειρόγραφο του Μπότσαρη, περιλαμβάνεται και ένα είδος ελληνοαλβανικής μεθόδου άνευ διδασκάλου, με ελληνοαλβανικούς διαλόγους.
Είναι γραμμένο με ελληνικά γράμματα, μερικά από τα οποία είναι ιδιόμορφα και δυσανάγνωστα. Το Λεξικό βασίζεται στα αρβανίτικα που μιλιούνταν στο Σούλι και επανεκδόθηκε το 1980, από την Ακαδημία Αθηνών με τον τίτλο “ΤΟ ΕΛΛΗΝΟ-ΑΛΒΑΝΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ”, με επιμέλεια του Τίτου Γιοχάλα.