Μανώλης Μπικάκης: Η ιστορία αυτού του Έλληνα ήρωα είναι σχετικά πρόσφατη θα μπορούσε να πει κανείς. Έτσι δεν έχει περάσει ακόμα στην ιστορία. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να τον τιμήσουμε όμως ξέροντας την ιστορία του.
Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Μπικάκης; Ένας απλός Έλληνας στρατιώτης που τα έβαλε με ολόκληρο στρατό και ξεκλήρισε έναν ουλαμό αρμάτων μάχης και ένα τμήμα του τουρκικού πεζικού. Βρέθηκε με ελάχιστα πολεμοφόδια μέσα σε έναν απίστευτο καταιγισμό πυρών. Ήξερε καλά πως κανένα βλήμα δεν έπρεπε να πάει χαμένο. Δεν είχε δικαίωμα να αστοχήσει. Και τα κατάφερε! Κατέστρεψε εχθρικά τανκς, γκρέμισε, πυρπόλησε. Ήταν οι μέρες που η Χούντα της Αθήνας είχε προδώσει την Κύπρο μέσα σε ένα απίστευτο μίγμα ανοησίας και έπαρσης.
Μετά από μια ραδιοφωνική εκπομπή άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μου, σαν ταινία κινηματογραφική, η ζωή ενός ανθρώπου που κατάφερε να γλιτώσει μέσα από τα δόντια του Αττίλα, αλλά τον κατάπιε το θηρίο που λέγεται άσφαλτος μια θλιβερή ημέρα του 1994, όταν ο Μανώλης ήταν μόλις 40 χρονών! Με τη βοήθεια των συγγενών του μίλησα με την αγαπημένη του σύντροφο, τη Νίκη. Είναι μια ευγενέστατη Κυρία με πλατύ χαμόγελο, είναι το μικρό κορίτσι που σκεφτόταν ο ήρωας της Κύπρου εκείνες τις δύσκολες ημέρες του 1974.
Ο Μανώλης Μπικάκης είναι το παλικαρόπουλο που 20 χρονών τα έβαλε μόνος του με ολόκληρο τον Αττίλα! Διέλυσε έξι τανκς μέσα σε λίγα λεπτά, σε μια κρίσιμη στιγμή της κυπριακής ιστορίας, λίγο πριν την ανακωχή.
Ίσως να ενδιαφέρει πολύ λίγο η προ του 1974 ζωή του Μπικάκη, αφού τα συγκλονιστικά γεγονότα εκείνου του Αυγούστου επισκιάζουν κάθε άλλη περίοδο. Ωστόσο, η ζωή αυτού του ανθρώπου ήταν μια διαρκής περιπέτεια. Ήταν μόλις 11 χρονών όταν έφευγε πικραμένος και απελπισμένος από το χωριό του. Ένα παιδικό παιγνίδι ήταν αιτία. Δυο ξαδελφάκια περιεργάζονταν ένα όπλο. Το βρήκαν στα βουνά, στη μάντρα της οικογένειας. Το όπλο εκπυρσοκρότησε. Το παιδί που βρέθηκε απέναντι από την κάνη διαλύθηκε κυριολεκτικά.
Η Κατίνα, η αδελφή του Μανώλη,είχε την καλοσύνη να μου στείλει ένα εκπληκτικό κείμενό της, ένα γράμμα οκτώ σελίδων τετραδίου. Εξιστορεί τα γεγονότα με τον ατόφιο λαϊκό λόγο που γίνεται συγκλονιστικός στην απλότητά του. Γράφει η Κατίνα:
«Το 1966 διακοπές του Πάσχα, ο αδελφός μου, 11 χρονών, και τα δυο παιδιά του θείου μου, έξι το μικρό και οκτώ το άλλο, πήγαν στη μάντρα όπου είχαμε τα πρόβατα. Εκεί ήταν η μάνα τους και έφτιαχνε το γάλα. Βρήκαν ένα όπλο στη μάντρα, το περιεργαζότανε, πήρε φωτιά αυτό και σκοτώθηκε το 6 χρονών Αντωνιό. Δεν περιγράφεται τι έγινε αφού εβρέθηκε το όπλο στο χέρι του Μανώλη».
Θρήνος στον Αμύγδαλο. Ο Μανώλης δεν επιστρέφει στο χωριό. Πώς μπορεί να σκεφτεί ένα 11χρονο παιδί ότι η ουσιαστική ευθύνη ανήκε όχι στα παιδιά, ανήκε σε άλλους, ίσως σε ένα κακό παιγνίδι της τύχης; Λίγες μέρες μετά φεύγει και από το χωριό. Από τη στεναχώρια αρρωσταίνει. Νιώθει σαν χαμένος σε έναν κόσμο που δεν μπορούσε να του παράσχει ουσιαστική στήριξη. Η Κατίνα δεν τολμά να περιγράψει το σκηνικό. Με συγκινεί καθώς διαβάζω το γράμμα της: «Αν θέλεις να γράψεις ένα βιβλίο, έλα να με βρεις να σου διηγηθώ ιστορίες που ούτε στα παραμύθια δεν τις έχεις ακούσει…» Ναι, κυρία Κατίνα, γιατί και οι ζωές μας μοιάζουν με παραμύθια. Και περισσότερο η ζωή του Μανώλη. Συνεχίζει η Κατίνα:
«Έχει ο πατέρας μου ένα αδελφό στους Στόλους [χωριό της Μεσαράς], εκεί τον πήρε και ετελείωσε το Δημοτικό. Πήγαινε στο σχολείο όταν δεν ήταν άρρωστος, δηλαδή αρά και πού».
Πηγαίνει σε άλλον συγγενή, στον Άγιο Θωμά. Ζωή χωρίς λύτρωση για ένα παιδί που δεν υπήρξε ουσιαστικός θύτης αλλά άτυχο θύμα μιας κακιάς στιγμής; Έτσι κυλούν οι μήνες και το παιδί μεγαλώνει χωρίς τη μητρική στοργή…
Κατίνα: «…Μετά αγοράσαμε ένα σπίτι στο Ασήμι, πήγε η αδελφή μου και του έκανε παρέα…άρχισε να μαθαίνει επιπλοποιός. Πήγαινε η μητέρα μας να το δει. Όταν έφευγε εκείνη την ακολουθούσε δυο και τρία χιλιόμετρα έξω από το χωριό. Η μάνα φοβόταν, του έλεγε:
– Γύρισε, παιδί μου, πίσω γιατί είσαι μοναχός και μακριά και δεν κάνει να είσαι μόνος…
Και της έλεγε:
– Άσε με ακόμη λίγο…
Δεν είχε χορτάσει την αγκαλιά της μάνας.
Δεν πήγε στο γάμο της Κατίνας ο Μανώλης. Δεν ξαναπήγε στο χωριό, όπου όλα του θύμιζαν εκείνη τη φρικτή κατάληξη ενός παιγνιδιού. Άλλωστε, όλα τα παιδιά παίζουν με τα όπλα. Συνήθως, όμως, τα όπλα είναι ψεύτικα.
Για πρώτη φορά ξαναγύρισε στον Αμύγδαλο μετά την απόλυσή του από το στρατό. Αλλά τότε δεν ήταν το Μανωλιό του 1966. Ήταν ο ήρωας της Κύπρου!
Προσπαθώ να ανασυνθέσω την εποχή του χαμού, τις πικρές ημέρες του Ελληνισμού, βασιζόμενος κυρίως στις πληροφορίες που πρόθυμα (και πρόσχαρα) μου έδωσε η Νίκη, στις μνήμες των στενών συγγενών του και στις τοπογραφικές και ιστορικές πληροφορίες που έλαβα από τον καλό μου φίλο, τον ιστορικό ερευνητή Κωστή Κοκκινόφτα.
Κύπρος 1974. Μια μέρα μετά τη μεγάλη γιορτή της Παναγιάς, Αύγουστος μήνας. Ο Μανώλης Μπικάκης είναι μόλις 20 χρονών (είχε γεννηθεί το 1954), παλικάρι γεροδεμένο. Υπηρετούσε στις Ειδικές Δυνάμεις, ήταν ένας από τους καταδρομείς εκείνους που είχαν μεταφερθεί από τα Χανιά στην Κύπρο για να αντιμετωπίσουν τουςεισβολείς του Αττίλα. Στην Κρήτη η οικογένειά του δεν ήξερε τίποτα. Όταν άκουσαν όμως για αλεξιπτωτιστές που έφυγαν από τα Χανιά, οι συγγενείς πάγωσαν. Ήξεραν ότι ο Μανώλης θα ήταν ένας απ’ αυτούς. «Τηλεφωνώ στη μονάδα του, λέει τώρα η Κατίνα, δεν απαντούσε κανείς. Μετά από πεντέξι μέρες μου είπαν πως δεν μπορούν να μιλήσουν και πως είναι καλά… Έλιωνα χωρίς να ξέρω τι γινόταν όσο περνούσαν οι μέρες. Ξαναπαίρνω μια μέρα τηλέφωνο και τους ζητώ ευθέως να μου πουν αν είναι σκοτωμένος, αιχμάλωτος, αν είναι ζωντανός. Και μου λέγανε πάντα: δεν ξέρομε, δεν μπορούμε, όταν είναι κάτι θα ειδοποιήσουν τον πατέρα του…»
Ο Μανώλης βρέθηκε στη Λευκωσία, κοντά στη Σχολή Γρηγορίου, σε θέση άμυνας. Από την προ-προηγούμενη μέρα είχε αρχίσει το δεύτερο μέρος της τραγωδίας. Η επέλαση των εισβολέων, η προσπάθεια κατάληψης της Αμμοχώστου, ο εγκλωβισμός των χωριών προς την περιοχή της Καρπασίας.
Οι μάχες γύρω από τη Λευκωσία είναι σκληρές. Οι Τούρκοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν τον έλεγχο όσο το δυνατόν περισσότερων εδαφών, να στραγγαλίσουν την Πρωτεύουσα, να την αποκλείσουν από μεγάλα τμήματα της ενδοχώρας. Σήμερα, με τη γνώση των γεγονότων που ακολούθησαν, μπορούμε να κατανοήσομε τους λόγους. Το ίδιο βράδυ επρόκειτο να υπογραφεί ανακωχή.
Ο Μανώλης βρέθηκε με ένα συνάδελφό του στη γραμμή του πυρός. Είχε διασπαστεί η μοίρα και είχαν απλωθεί οι άνδρες για να αποκρούσουν καλύτερα τις εχθρικές επιθέσεις. Μέσα στη βροχή από σφαίρες, στις συνεχείς εκρήξεις και στα πυρά του εχθρού οι δυο σύντροφοι χάνονται μεταξύ τους. Οι λόγοι είναι άγνωστοι, αλλά κατανοητοί.. Λίγο να μετακινήθηκαν προς αντίθετες κατευθύνσεις, λίγο να άλλαξαν θέσεις… Άλλωστε οι Τούρκοι είχαν την αεροπορική υπεροπλία. Μαχητικά και βομβαρδιστικά πετούσαν διαρκώς προς κάθε κατεύθυνση.
Έρποντας κινήθηκε προς το όπλο και τα οκτώ βόλια που είχε στη διάθεσή του. Πήρε ένα, όπλισε.
«Βρισκόταν μέσα σε κάτι χαρακώματα ο Μανώλης, όταν είδε τα άρματα μάχης να κατευθύνονται προς το μέρος του», λέει η Νίκη. «Χωρίς να χάσει καιρό σημαδεύει το πρώτο και το πετυχαίνει»… Ήταν ένα θηρίο Μ48, αμερικάνικης κατασκευής. Από τα πιο βαριά που χρησιμοποιήθηκαν στην εισβολή. Η βολή του παλικαριού από τα Αστερούσια κάνει συντρίμμια το αμερικάνικο θηρίο.
Μόνος ο στρατιώτης Μπικάκης απέναντι σε ολόκληρο στρατό. Λέγεται πως απέναντί του βρίσκονταν έξι ή οκτώ άρματα μάχης που καθάριζαν το έδαφος και ακολουθούσε το τουρκικό πεζικό, ένα ολόκληρο τάγμα. Σέρνεται στο χώμα για να μη γίνει αντιληπτός. Είχε αρχίσει να πλησιάζει το δεύτερο άρμα. Στέκεται παλικαρίσια απέναντί του, το σημαδεύει, πυροβολεί. Εύστοχη και τούτη η βολή. Το θηρίο Μ48 γίνεται συντρίμμια και τα καύσιμά του αρπάζουν φωτιά. Του μένουν πια μόνο έξι βλήματα. Έπρεπε να διατηρήσει την ψυχραιμία του και, κυρίως, να είναι απόλυτα εύστοχος. Σημαδεύει το τρίτο τανκ. Πάει κι αυτό! Ο Μανώλης μετακινείται από τη μια θέση στην άλλη. Κουβαλά το όπλο, μεταφέρει τις βολίδες, γλιστρά ανάμεσα στις σφαίρες, αιφνιδιάζει τους απέναντι.
Δυο άλλα άρματα μάχης, αυτά που ακολουθούσαν, αλλάζουν κατεύθυνση. Κανείς δεν έμαθε αν τα πληρώματά τους φοβήθηκαν ή αν προσπάθησαν να μετακινηθούν για να αντιμετωπίσουν τον απρόσμενο αντίπαλο. Η Νίκη δεν είναι σίγουρη για τις λεπτομέρειες, ούτε για την ακριβή διαδοχή των γεγονότων. Ο Μανώλης απέφευγε να μιλά πολύ γι’ αυτά, τα θεωρούσε όλα πολύ φυσιολογικά, πίστευε απλά ότι «έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει». Είναι, όμως, σίγουρη ότι κατέστρεψε και το επόμενο άρμα, αυτό που ακολουθούσε, δηλαδή το έκτο.
Έμεναν μόλις τρεις. Έμενε κι ένα τανκ. Οι μαρτυρίες από δω και μετά είναι μπερδεμένες. Κρίμα που δεν ζει ο ίδιος να τις ξεκαθαρίσει και να δώσει την εικόνα ενός ήρωα, ενός παλικαριού που περιφρόνησε τον θάνατο. Τελοσπάντων, ο Μανώλης κατάφερε να εγκλωβίσει στο στόχαστρό του και το έκτο άρμα μάχης. Το επίσημο χαρτί που του έδωσε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας κάνει λόγο για τέσσερα. Λίγη σημασία έχει, αλήθεια, αν κατέστρεψε τέσσερα ή έξι άρματα μάχης συνολικά. Αλλά, το χαρτί αυτό υπογράφηκε λίγες ημέρες μετά, τον Σεπτέμβρη. Ήταν δύσκολο να γίνει ακριβής αποτίμηση.
Το τουρκικό τάγμα διασκορπίστηκε. Βρήκαν ένα κτήριο και κατέφυγαν εκεί με τη βοήθεια της αεροπορίας. Όσο για τον Μπικάκη… αυτός ήταν πραγματικά άφαντος. Ήξερε να κρύβεται, να μετακινείται, να μη δίνει στόχο. Όπως έλεγε μετά, πίστευε ότι είχε ξεγελάσει τους Τούρκους που δεν ήξεραν τι είχαν να αντιμετωπίσουν, δεν ήξεραν πόσος στρατός, πόσοι βαρεοπλίτες κρύβονταν στο λόφο.
Μετακινούμενος διαρκώς ο Μανώλης με το βαρύ όπλο ΠΑΟ (Πυροβόλο Άνευ Οπισθοδρομήσεως) στον ώμο και με μόνο δυο βολίδες στη διάθεσή του, βλέπει τους άνδρες του πεζικού να καταφεύγουν στο κτήριο. Οι δυο βολίδες αρκούσαν να τους πετσοκόψει. Δεν του έμενε πια τίποτα. Ήταν ολομόναχος, χωρίς πυρομαχικά, χωρίς ελπίδα.
«Μου έλεγε ότι πίστευε στη σωτηρία του», θυμάται η Νίκη. «Προσπάθησε να κρυφτεί. Πέρασαν κάμποσες μέρες, νομίζω τέσσερις ή πέντε, και οι άλλοι στρατιώτες, οι σύντροφοί του, νόμιζαν πως ήταν σκοτωμένος. Ο Μανώλης ήξερε να επιβιώνει σε πολύ αντίξοες συνθήκες, άλλωστε ήταν τέτοια η εκπαίδευσή του. Πολλές φορές μου έλεγε ότι δεν είχε βάλει τίποτε στο στόμα του, ούτε φαγητό, ούτε νερό…» Χωρίς νερό, λοιπόν. Και ήταν Αύγουστος μήνας. Στο θερμό κλίμα της Κύπρου.
Όταν η περιπέτειά του έφτασε στο τέλος της ο μικρός ήρωας ήταν εξαντλημένος…
«Μόλις είδε τους συντρόφους του ζήτησε φαΐ και νερό…»
Επιστρέφοντας από την Κύπρο ο ήρωας του 1974 πήγε στην Αγιά Φωτιά της Μεσαράς κι από κει στην Αθήνα. Τη Νίκη την ήξερε από πριν αλλά εκείνη ήταν κοριτσάκι ακόμη, κόρη μαραγκού που είχε τύχει να συναντήσει τον Μανώλη και να τον συμπαθήσει. Έρωτας μετά τη μάχη. Η άλλη πλευρά της ζωής. Ή, μάλλον, η ίδια η ζωή που δείχνει πότε το σκληρό πρόσωπό της και πότε καλοσυνεύει και χαμογελά.
Κλέβει ο Μανώλης τη Νίκη, έτσι όπως έκαναν στην Κρήτη του παλιού καιρού και τη φέρνει στην Κρήτη. Η οικογένεια της κοπελιάς δεν αντιδρά, τον καλοδέχεται. Ο γάμος έγινε στην Κρήτη.
Από τότε οι δρόμοι τους δεν χώρισαν πια. Ως τον Οκτώβριο του 1994. Εκείνος δούλευε στην Τρίπολη εκείνη την εποχή. Ένα Σάββατο ξεκίνησε για να τη συναντήσει. Δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Ένα μεγάλο φορτηγό, μια νταλίκα… Τροχαίο. Έτσι γιατί μια λέξη μπορεί να κλείσει το βιβλίο μιας ολόκληρης ζωής. Τροχαίο! Ο Μανώλης άφησε πίσω του δυο παιδιά. Αν ζούσε σήμερα, στα 56 του, θα ήταν παππούς. Και θα μπορούσε να λέει στα εγγόνια του παραμύθια, σαν εκείνα που άκουγε στα Αστερούσια όταν ήταν κι εκείνος παιδί.
Για να επανέλθουμε: κανείς δεν ξέρει τι θα είχε συμβεί στη Λευκωσία αν ο Μπικάκης δεν ήταν τόσο τολμηρός και τόσο εύστοχος. Μένομε, λοιπόν, σ’ αυτή την εκτίμηση που λέει ότι οι Τούρκοι θα έλεγχαν ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι της Λευκωσίας και ότι η ζωή στην διχοτομημένη πόλη θα ήταν πιο μαρτυρική, σχεδόν αβίωτη… Η κατάληψη της περιοχής θα σήμαινε τον εγκλωβισμό της πόλης και από τα δυτικά, με μόνο πλέον άνοιγμά της το νότιο.
Το αρχικό (καλογραμμένο και λεπτομερές) κείμενο για τον Μανώλη Μπικάκη δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο από τον «Σύλλογο για τα ανθρώπινα δικαιώματα οικογενειών αγνοουμένων και πεσόντων κυπριακής τραγωδίας 1974».
Στα μάτια τους ο Μπικάκης δεν είναι ένας κοινός θνητός αλλά ένας υπερφυσικός άνθρωπος που ζωντανεύει όλες εκείνες τις παλιές ιστορίες, όσες ακούγονται στην Κρήτη από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Να, σαν τον άλλο μεθυσμένο με το κρασί της Λευτεριάς, τον Ξωπατέρα. Ένα δημοτικό τραγούδι περιγράφει τη μάχη του λέγοντας ότι οι σφαίρες περνούσα δίπλα από το κορμί του σαν μύγες, χωρίς να τον πετυχαίνουν.
Έτσι κι ο Μπικάκης. Καμιά σφαίρα δεν τον βρήκε. Και όπως λέει ο άγνωστός μου συγγραφέας του διαδικτύου, ο ίδιος ενσαρκώνει τη δύναμη του ανθρώπου απέναντι στη μηχανή.